«Όταν το 1991 οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, κάποιοι και κάποιες διαδηλώσαμε κατά της εισβολής, ενώ καθόλου συμπαθής δεν μας ήταν ο Σαντάμ Χουσεΐν και το καθεστώς του. Ούτε υποστηρίζαμε τον Μιλόσεβιτς, αλλά κατεβήκαμε στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι το 1999. Ακόμα λιγότερο “συμπαθείς” μας ήταν οι Ταλιμπάν το 1999-2000, αλλά αντιταχθήκαμε στην εισβολή των ΗΠΑ τότε, κι ας είχε προηγηθεί το συγκλονιστικό συμβάν των Δίδυμων Πύργων. Το ίδιο κάναμε και στη δεύτερη εισβολή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στο Ιράκ […]
Δεν κινηθήκαμε από τυφλό αντιαμερικανισμό ούτε από συμπάθεια προς τις κυβερνήσεις των χωρών που υπέστησαν την επίθεση, αλλά γιατί αντιλαμβανόμασταν ότι οι αντίστοιχες εισβολές θα προκαλούσαν τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ τους και πολλών αμάχων, ότι συνιστούσαν παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και ότι –όχι σπάνια– αποτελούσαν πρόσχημα για την επέκταση της αμερικανικής και νατοϊκής κυριαρχίας με την επίκληση του ιδεολογήματος της εξαγωγής της δημοκρατίας. […].
Με αυτά τα δεδομένα, δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δεν μπορεί δηλαδή παρά να είναι ενάντια και σε αυτή την εισβολή, και να συμμετέχει στις κινητοποιήσεις ενάντια σε αυτή. Όσα λέω παραπάνω, οι θάνατοι των αμάχων, η παραβίαση των συνόρων και των διεθνών συμφωνιών, ισχύουν στο ακέραιο κι εδώ» (Βασίλης Παπαστεργίου, 27.2.2022).
Πιάνοντας το νήμα
Ξεκινάω με τα παραπάνω, καθώς θεωρώ ότι μας εισάγουν με τον καλύτερο τρόπο στο θέμα, από τη σκοπιά που το προσεγγίζω. Ο Βασίλης Παπαστεργίου, στοχεύοντας στον πυρήνα, πιάνει το νήμα με αυτό το ιδιόμορφο, μικρό αλλά διακριτό ρεύμα, το οποίο μπορούσε και ήθελε να αντιτάσσεται τόσο στη σοβιετική όσο και στην αμερικανική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Για όσους και όσες λοιπόν συνεχίζουμε σε αυτή την παράδοση δεν υπάρχει καμιά αμφιταλάντευση για το μείζον: η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι πράξη επεκτατική, ιμπεριαλιστική και βάρβαρη, και την καταδικάζουμε απερίφραστα. Χωρίς «αλλά» και συμψηφισμούς. Γι’ αυτό διαδηλώνουμε εναντίον της, ζητάμε το σταμάτημα της ρωσικής επίθεσης στεκόμαστε στο πλευρό του ουκρανικού λαού και αγωνιζόμαστε για την ειρήνη.
Μαζί με τον αληθινό πόλεμο μαίνεται και ο πόλεμος της προπαγάνδας. Και είναι δύσκολο μέσα στον κυκεώνα της πληροφορίας και της παραπληροφόρησης να διακρίνει κανείς το αληθινό από το ψεύτικο, την κατασκευή από την τραγωδία. Ωστόσο, όσο κι αν ανθίζουν σήμερα, τα fake news δεν είναι επινόηση του 21ου αιώνα. Διαβάζοντας ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο, διαπιστώνουμε ότι η προπαγάνδα γεννιέται ουσιαστικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και γνωρίζει μέρες δόξας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου. Και άλλωστε, όταν στεκόμασταν αλληλέγγυοι στη Νικαράγουα των Σαντινίστας, όταν μας συνέπαιρνε η Χιλή του Αλλιέντε, οι Ζαπατίστας και η Αραβική Άνοιξη, όταν καταδικάζαμε τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα και την αμερικανική στο Ιράκ, αυτό δεν το κάναμε χάρη σε μια ενδελεχή γνώση και εξακρίβωση των καταστάσεων – και μάλιστα σε εποχές που ήταν πιο δύσκολο να διασταυρώσεις την πληροφορία. Και το σημαντικότερο δεν είναι αν είχαμε δίκιο, αν είδαμε και άλλες διαστάσεις στη συνέχεια· είναι ότι δεν σιωπήσαμε, αλλά πήραμε θέση, με βάση τα όσα προσπαθήσαμε να μάθουμε, όσα έλεγαν «ομοϊδεάτες» μας σε άλλες χώρες, και κυρίως με βάση τις αρχές και το πολιτικό μας κριτήριο. Το ίδιο και τώρα. Γιατί η σιωπή δεν είναι χρυσός· είναι ανάξια για έναν ενεργό πολίτη και, εμμέσως, συνιστά θέση.
Η αναζήτηση των αιτίων δεν σημαίνει και δικαιολόγηση· η θέση που παίρνουμε είναι διακριτή από τις ερμηνείες. Ένα κλασικό παράδειγμα: η πρόσληψη από τους Γερμανούς της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που τη θεώρησαν ταπεινωτική για τη χώρα τους, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του ναζισμού. Αυτό, όσο και αν αποτελεί κοινό τόπο και αντικείμενο στοχασμού, δεν έκανε ασφαλώς τα εκατομμύρια που πολέμησαν τον ναζισμό να είναι επιεικέστεροι απέναντί του ή να τον δικαιολογούν με κάποιον τρόπο. Ένα διαφορετικό παράδειγμα: το αυταρχικό καθεστώς που έχει επιβάλει ο Πούτιν μας βοηθάει να κατανοήσουμε πολλά για το πλαίσιο της επίθεσης, και φυσικά μάς βρίσκουν αντίθετους· ωστόσο δεν είναι αυτό το βασικό κριτήριο για να καταδικάσουμε την επίθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι όταν έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974, ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλδημοκράτης μεταρρυθμιστής Μπουλέντ Ετσεβίτ, ενώ στην Αθήνα κυβερνούσε η χούντα του Ιωαννίδη.
Ειρήνη και δικαιοσύνη: τα αντιθετικά, αλλά αναγκαία, καθήκοντα
«Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις», λέει ένα γνωστό σύνθημα. Είναι θάνατος, νεκροί και ακρωτηριασμένοι (ανάμεσά τους άμαχοι και παιδιά), τόποι κατεστραμμένοι και ζωές ερημωμένες. Γι’ αυτό, το αίτημα για ειρήνη είναι ζωτικό και άμεσο, και μάλιστα όταν είμαστε προ των θυρών της κλιμάκωσης και της γενίκευσης του ολέθρου.
Ωστόσο, το αίτημα για ειρήνη δεν σημαίνει ίσες αποστάσεις και γενικόλογες εκκλήσεις. Συμβαδίζει με την καταδίκη του εισβολέα, το αίτημα για σταμάτημα της ρωσικής επίθεσης. Αυτό ίσχυε και διαχρονικά. Έτσι, το πιο γνωστό αντιπολεμικό κίνημα του 20ού αιώνα, το κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ δεν μίλαγε γενικά και αφηρημένα· είχε σαφές αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο, ζήταγε την απόσυρση των ΗΠΑ και το σταμάτημα του πολέμου.
«Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη», λέει ένα άλλο γνωστό σύνθημα, που το έχουμε φωνάξει πολλές φορές για την Παλαιστίνη. Η ειρήνη και η δικαιοσύνη πάνε χέρι χέρι· η νίκη του ρωσικού στρατού θα φέρει την παύση του πολέμου· μια τέτοια ειρήνη όμως πόσο άξια του ονόματός της είναι; Αντιγράφω από τον Δημήτρη Χριστόπουλο (7.3.2022): «Το “Όχι στον πόλεμο” δεν είναι ουδέτερη θέση που συσκοτίζει τα πράγματα και τις ευθύνες των εμπόλεμων. Σημαίνει να πάψει ο ένας να επιτίθεται, και όχι να σταματήσει ο άλλος να αμύνεται. Αν δεν γίνει αυτό, τότε πιθανώς να έρθει ειρήνη. Μια ειρήνη όμως χωρίς δικαιοσύνη, μια κατοχική ειρήνη. Μια τέτοια ειρήνη θα ξαναφέρει πόλεμο»
Από την άλλη, αναρωτιέμαι, μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη χωρίς ειρήνη; Η δικαιοσύνη είναι υπέρτατη ανθρώπινη αξία και δικαίωμα· γι’ αυτό και δεν μπορεί να αδιαφορεί για τη ζωή των ανθρώπων. Σε μια ισοπεδωμένη χώρα, με χιλιάδες νεκρούς, μπορεί να ανθίσει η δικαιοσύνη; Και πάντως, όσο κι αν έχουμε γαλουχηθεί με ηρωικές παραδόσεις αντίστασης, το «ελευθερία ή θάνατος» δεν το λέει ασυλλόγιστα κανείς· και σίγουρα δεν θα το πούμε εμείς για λογαριασμό των Ουκρανών.
Συνθετότητες και αντιφάσεις; Πολλές. Μπορεί κανείς να υποστηρίζει το δικαίωμα της Ουκρανίας να αμυνθεί και ταυτόχρονα την ειρήνη; Να θέλει την ειρήνη αλλά να μη ζητάει την αμαχητί παράδοση ενάντια στον εισβολέα και ούτε, πάλι, να αποκλείει τη συνθηκολόγηση; Να καταδικάζει τη βάρβαρη εισβολή και ταυτόχρονα να ζητάει διαπραγματεύσεις με τον βάρβαρο εισβολέα; Να μην κρατάει ίσες αποστάσεις ανάμεσα σε επιτιθέμενο και αμυνόμενο, αλλά να μην ξεχνάει την πάγια αντίθεσή του στο ΝΑΤΟ, να ανησυχεί σφόδρα για την απόφαση-τομή για επανεξοπλισμό της Γερμανίας, την άνοδο του μιλιταρισμού και τον νέο Ψυχρό Πόλεμο που ζούμε; Να μην είναι ούτε «ισαποστάκιας» ούτε αφελής ούτε κυνικός;
Πιστεύω ότι αναγκαστικά μέσα από τις αντιφάσεις και αντιθέσεις, θα πορευτούμε, με αντικρουόμενες απόψεις και εκτιμήσεις. Και αν –κατά τη γνώμη μου– δεν χωράει κουβέντα η καταδίκη της ρωσικής εισβολής, σε όλα τα παραπάνω η συζήτηση και η αντιπαράθεση όχι μόνο χωράνε, αλλά είναι αναγκαίες, για να φτάσουμε στη σύνθεση, να ενώσουμε τα νήματα. Και, για να το κάνουμε αυτό, χρειαζόμαστε κατεξοχήν συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρωτοβουλίες σε όλες τις χώρες. Σε αυτή την κατεύθυνση καθοριστική σημασία έχουν όσα γίνονται στην ίδια τη Ρωσία.
Άνθη της πέτρας: οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες στη Ρωσία
Οι αντιπολεμικές κινήσεις στη Ρωσία είναι από τα πιο σπουδαία και ελπιδοφόρα σημάδια των ημερών: διαδηλώσεις ενάντια στην εισβολή και τον πόλεμο, συλλογή υπογραφών, δημόσιες τοποθετήσεις, παραιτήσεις καλλιτεχνών και αθλητών.
Πολλοί και πολλές, από πολύ διαφορετικές αφετηρίες, νιώσαμε ειλικρινή θαυμασμό μας γι’ αυτές τις κινήσεις. Δεν ξέρω όμως αν έχουμε συλλάβει πραγματικά το ηθικό μεγαλείο κάποιου που μιλάει ενάντια στον πόλεμο στη σημερινή Ρωσία. Σε μια χώρα όπου οι «διαφωνούντες» αντιμετωπίζουν διώξεις, φυλακίσεις και κινδύνους για τη ζωή τους, όπου ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και οργανώσεις δικαιωμάτων διώκονται με τον νόμο περί ξένων πρακτόρων και τίθενται εκτός νόμου – και όλα αυτά πριν τον πόλεμο.
Είναι δυσβάσταχτο να τοποθετείσαι δημόσια ενάντια σε αυτό που κάνει η πατρίδα σου, και μάλιστα σε καιρό πολέμου. Δεν εννοώ μόνο για τις διώξεις, την κοινωνική και οικογενειακή κατακραυγή, το στίγμα της προδοσίας. Εκτός αυτών, είναι μια βαθιά εσωτερική σύγκρουση, μια βαριά ηθική απόφαση, που χρειάζεται μεγάλο ψυχικό και πολιτικό σθένος για να την πάρεις – και αυτό όχι μόνο από φόβο. Ας σκεφτούμε την Ελλάδα να εισβάλλει στην Τουρκία ή τη Βόρεια Μακεδονία, και κάποιους από εμάς να διαδηλώνουμε εναντίον της χώρας μας. Και αν δεν μας αρέσουν τα φανταστικά σενάρια, ας επικεντρωθούμε σε πιο απλές αλλά απολύτως πραγματικές, καταστάσεις. Θυμόμαστε, πρόπερσι, την κατακραυγή ενάντια σε όσους τόλμησαν να διαφωνήσουν με την άποψη περί «υβριδικού πολέμου» που διεξήγαγε ο Ερντογάν κατά της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας τους πρόσφυγες ως πολιορκητικό κριό ενάντια στον φράκτη του Έβρου. Ή τον πρωθυπουργό, ο οποίος στις 15 Φεβρουαρίου, στη συζήτηση για τα Ραφάλ, λάνσαρε ένα σλόγκαν, το οποίο μετά διέδωσε ως σλόγκαν στα social media: «Κάθε πολιτική διαφωνία σταματά εκεί που ξεκινά το συμφέρον την πατρίδας».
Επιστρέφοντας στη Μόσχα, ας αναλογιστούμε τι σημαίνει ότι η Ελένα Κοβάλσκαγια, διευθύντρια ενός μεγάλου κρατικού θεάτρου, να παραιτείται λέγοντας ότι δεν μπορεί να δουλεύει για έναν δολοφόνο και να παίρνει μισθό από αυτόν»· δηλαδή, τον πρόεδρο Πούτιν. Πέρα από την τεράστια ηθική τους αξία, οι διαμαρτυρίες στη Ρωσία αποτελούν σπουδαία πολιτική κίνηση, γέφυρα αλληλεγγύης προς τον ουκρανικό λαό και έμπρακτη συνηγορία της ειρήνης. Είναι πράξεις με οικουμενική αξία που κρατάνε ζωντανή τη φλόγα της ανθρωπιάς και της ελπίδας. Όπως γράφει η Ελένη Φουντή, σε ένα ωραίο άρθρο που μας συνοψίζει αντιδράσεις ανθρώπων του πολιτισμού ενάντια στην εισβολή (στη Ρωσία, αλλά και χώρες της Ευρώπης και την Ελλάδα), «μπορεί τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, ο αυθόρμητος ατομικός ή μαζικός διαδικτυακός ακτιβισμός να μην αλλάξουν τον κόσμο, αλλά η απουσία τους θα τον τελειώσει, γιατί τίποτα δεν έχει νόημα χωρίς ελπίδα».
Παραθέτω εδώ τη δήλωση φοιτητών, εργαζόμενων, διδασκόντων και αποφοίτων του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ ενάντια στον πόλεμο, η οποία στις 5 Μαρτίου είχε συγκεντρώσει πάνω από 7.500 υπογραφές. Μια δήλωση που δεν γενικολογεί, δεν υπεκφεύγει, δεν στρογγυλεύει, αλλά μιλάει απλά, θαρραλέα και ουσιαστικά πολιτικά, χωρίς ανούσιες πολιτικολογίες. Μια δήλωση λιτή, γεμάτη ανθρωπιά και συναίσθηση του πόνου. Μια δήλωση συγκλονιστική, αντίστοιχη της κατάστασης:
«Εμείς, οι φοιτητές, οι διδάκτορες, οι καθηγητές, το προσωπικό και οι απόφοιτοι του παλαιότερου πανεπιστημίου της Ρωσίας, του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, καταγγέλλουμε κατηγορηματικά τον πόλεμο που διεξάγει η χώρα μας εναντίον της Ουκρανίας.
Η Ρωσία και οι γονείς μας μάς πρόσφεραν μια πλούσια παιδεία, η πραγματική αξία της οποίας είναι ότι μπορούμε να διαμορφώνουμε κριτική άποψη και να εκφέρουμε κρίση για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, να σταθμίζουμε τα επιχειρήματα, να ακούμε τις απόψεις πολλών άλλων, να παραμένουμε πιστοί στην αλήθεια της επιστήμης και του ανθρώπου. Έχουμε μάθει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους· δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.
Οι ενέργειες που πραγματοποιούνται στο όνομα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τις οποίες οι ηγέτες της τις αποκαλούν «ειδική επιχείρηση», είναι πόλεμος. Και στην παρούσα κατάσταση δεν υπάρχει χώρος ούτε για ευφημισμούς ούτε για δικαιολογίες. Πόλεμος σημαίνει βία, ωμότητα, θάνατοι, απώλεια αγαπημένων προσώπων, αδυναμία και φόβος – και όλα αυτά κανένας σκοπός δεν μπορεί να τα δικαιώσει. Ο πόλεμος είναι η πιο ωμή μορφή απ-ανθρωπισμού […]. Η ανθρώπινη ζωή, η ανθρωπιά, η διπλωματία και η ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων είναι οι απόλυτες αξίες με τις οποίες γαλουχηθήκαμε στο πανεπιστήμιο· οι αξίες αυτές όμως τσαλαπατήθηκαν και ακυρώθηκαν τη στιγμή που η Ρωσία εισήλθε δόλια στο έδαφος της Ουκρανίας. […]
Εκφράζουμε την υποστήριξή μας στον λαό της Ουκρανίας και καταγγέλλουμε τον πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία εναντίον των Ουκρανών. […] Γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος είναι μια ανθρωπιστική καταστροφή, αλλά δεν μπορούμε καν να φανταστούμε πόσο βαθύ είναι το τραύμα που προξενούμε εμείς, ο λαός της Ρωσίας, στον λαό της Ουκρανίας και στον εαυτό μας.
Απαιτούμε από τους Ρώσους ηγέτες να σταματήσουν αμέσως τις εχθροπραξίες, να εγκαταλείψουν το έδαφος ενός κυρίαρχου κράτους και να βάλουν τέλος σε αυτό τον επαίσχυντο πόλεμο.
Ζητάμε από όλους τους πολίτες της Ρωσίας που δεν αδιαφορούν για το μέλλον τους να ενταχθούν στο κίνημα των υποστηρικτών της ειρήνης.
Είμαστε ενάντια στον πόλεμο!».
Τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά – για τους πρόσφυγες και άλλους
Διαβάζω πολλούς και πολλές να καταγγέλλουν την κυβέρνηση, τους πολιτικούς αντιπάλους και τη Δύση γενικότερα για υποκρισία. Να τους εγκαλούν για δύο μέτρα και δύο σταθμά, καθώς τώρα στέκονται στο πλευρό της Ουκρανίας και ανοίγουν τις πόρτες στους πρόσφυγες από αυτήν, ενώ δεν μιλάνε για την Υεμένη ή την Παλαιστίνη, ενώ εφαρμόζουν την πολιτική των φρακτών και των pushbacks για όσους έρχονται από τον «Τρίτο Κόσμο». Έχουν δίκιο, ωστόσο υπάρχει ένας κίνδυνος: ο ετεροκαθορισμός, η μετακίνηση του φακού στο τι λένε οι άλλοι. Το θέμα όμως είναι τι λέμε εμείς.
Η δυτική πανστρατιά κατά του Πούτιν, όσο υποκριτική κι αν τη θεωρούμε, δεν μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε, με μια διαστροφή της στάσης μας, την παραμικρή «συμπάθεια» για τον Πούτιν. Από την άλλη, φυσικά, δεν μιλάμε κατά του Πούτιν για να πάρουμε «εύσημα» από τον κυρίαρχο λόγο ή να είμαστε «πολιτικώς ορθοί». Το κάνουμε αυτοτελώς, για λόγους πολιτικής άποψης και αρχών. Έτσι, εντελώς άσχετα με την παραδοσιακή ελληνική ρωσοφιλία (που για κάποιους να ανάγεται στο «ξανθό γένος» του Αγαθάγγελου και για άλλους στη «μεγάλη σοβιετική πατρίδα»), αντιστεκόμαστε στην επεκτεινόμενη ρωσοφοβία, τη λογοκρισία, το κλείσιμο ρωσικών μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη, τη δαιμονοποίηση, ως φιλοπουτινικών, απόψεων που αποκλίνουν από την κυρίαρχη ευρωπαϊκή νόρμα.
Ξέρω πως πολλοί, στον χώρο της Αριστεράς πάντα, ανησυχούν ότι η «αντίδραση» θα εκμεταλλευθεί τη στάση μας αν αντιταχθούμε στον Πούτιν. Ο Πούτιν όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι η «πρόοδος»· δεν έχουμε τίποτα να υπερασπιστούμε από ένα καθεστώς ανελεύθερο, καταπιεστικό, ιμπεριαλιστικό, ολιγαρχικό. Έπειτα, ας σκεφτούμε πόσο ο ψυχροπολεμικός λόγος και οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν, το 1968, κάθε αντίδραση, ιδίως από τον χώρο της Αριστεράς, στη σοβιετική εισβολή την Πράγα· και παρά ταύτα, και μάλιστα μέσα στη Χούντα, πολλοί Έλληνες κομμουνιστές βρήκαν –προς αιώνια πολιτική τους δόξα– το σθένος να την καταγγείλουν, αντί να σιωπήσουν ή να τη δικαιολογήσουν.
Ας δούμε όλα τα παραπάνω στην περίπτωση των προσφύγων. Η Ευρώπη υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες τους Ουκρανούς, την ίδια στιγμή που ορθώνει τείχη για τους «τριτοκοσμικούς». Το είπε πολύ χαρακτηριστικά ο Νότης Μηταράκης, αλλά και ο Maciej Wąsik, αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών της Πολωνίας: αυτοί είναι «πραγματικοί πρόσφυγες». Είναι εξοργιστικό και ενδεικτικό για την πολιτική αντίληψη και το ποιόν όσων το λένε. Τι πρέπει να κάνουμε όμως, πέρα από το να καταδείξουμε την υποκρισία;
Το πρώτο είναι να αγκαλιάσουμε τους Ουκρανούς πρόσφυγες, όπως και κάθε πρόσφυγα. Η οργή μας για την υποκρισία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δεν μπορεί να υπερισχύει της χαράς μας που οι άνθρωποι αυτοί θα τύχουν –ελπίζουμε– μιας καλής υποδοχής. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πρόσφυγες, είναι κατατρεγμένοι, και φυσικά δεν ευθύνονται σε τίποτα για τον φιλισταϊσμό και τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες των κυβερνήσεων, που αφήνουν άλλους ανθρώπους να πνίγονται στο Αιγαίο.
Και, βέβαια, αν καταγγέλλουμε τις κυβερνήσεις μας, το κάνουμε όχι επειδή υποδέχονται τους Ουκρανούς, αλλά επειδή δεν πράττουν το ίδιο και με άλλους· το κάνουμε για να διευρύνουμε, και όχι να στενέψουμε την αγκαλιά. Ας αντικρίσουμε τη στιγμή ως αφετηρία για να απλωθεί ένα νέο κύμα αλληλεγγύης στην κοινωνία μας, όπως το 2015 με το προσφυγικό. Και επίσης για να δείξουμε πόσο έωλα ήταν ιδεολογήματα ότι δεν χωράνε άλλοι, πόσο πομφόλυγες ήταν τα λεγόμενα για τη διάρρηξη κοινωνικής συνοχής. Είτε μιλάμε για Αφγανούς είτε για Σύρους είτε για Ουκρανούς, αγκαλιάζουμε τους πρόσφυγες ανεξάρτητα από τον τόπο, την εθνικότητα τη θρησκεία: αυτό πρέπει να είναι το σύνθημά μας.
Άλλωστε, αλίμονο, θα χρειαστεί να σταθούμε στο πλευρό και των Ουκρανών προσφύγων για πολύ. Ο πόνος του ξεριζωμού δεν γιατρεύεται από μια καλή υποδοχή, ενώ θα αντιμετωπίσουν δύσκολες συνθήκες εδώ. Θα βιώσουν τις ανεπάρκειες και την ξενοφοβία του κράτους και της κοινωνίας, θα βρεθούν και αυτοί στο στόχαστρο, θα βιώσουν ρατσιστικές συμπεριφορές – ειδικά αν συνεχιστούν οι ροές. Η ελληνική κοινωνία, το έχουμε δει αρκετές φορές, διαθέτει ισχυρά αποθέματα ξενοφοβίας, εθνικισμού και ρατσισμού, αλλά και αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και φιλοξενίας. Ας κάνουμε ότι μπορούμε για να λιγοστέψουν τα πρώτα και να ενισχυθούν τα δεύτερα.
ΥΓ. Είναι πολλά αυτά που έμειναν έξω από το άρθρο, από το Τάγμα Αζόφ και την επιρροή της Ακροδεξιάς στην Ουκρανία (αλλά και στη Ρωσία) μέχρι το ΝΑΤΟ και τις ευθύνες των δυτικών κυβερνήσεων. Είναι θέμα χώρου, αλλά και ιεράρχησης τι μπορεί να χωρέσει σε ένα άρθρο. Όσον αφορά τις ιεραρχήσεις, πάντως, παραθέτω ένα κομμάτι από μια πρόσφατη (2.3.2022) της αριστερής Ουκρανής κοινωνιολόγου και φεμινίστριας Oksana Dutchak:
«Έχω συζητήσει με αριστερούς από άλλες χώρες και μερικές φορές εκπλήσσομαι με τον φόβο τους μήπως δεν καταγγείλουν επαρκώς το ΝΑΤΟ, κι έτσι προσπαθούν σε κάθε φράση να προσθέσουν ότι “ευθύνεται και το ΝΑΤΟ”. Ασφαλώς και το ΝΑΤΟ έχει ευθύνες μέχρι ενός χρονικού σημείου, αλλά όταν αρχίζουν να πέφτουν οι βόμβες από τον ουρανό, τότε για τους βομβαρδισμούς μόνο τη Ρωσία μπορούμε να κατηγορήσουμε. […] Δύσκολα μπορούμε να πούμε, ας κρατήσουμε τη Ρωσία και το ΝΑΤΟ μακριά από εδώ, καθώς μόνο η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Δεν είναι το ΝΑΤΟ που βομβαρδίζει τις πόλεις – αυτό είναι εντελώς προφανές εδώ.
Δεν μπορείτε να λέτε: “Ας μην πάρουμε θέση”. Δεν μπορείτε να αποφύγετε να πάρετε θέση, ειδικά όταν βρίσκεστε εδώ. Δεν θα προέτρεπα στους αριστερούς της Δυτικής ή της Ανατολικής Ευρώπης να πουν ότι δεν διαλέγουν στρατόπεδο. Το να μην πάρουν θέση θα σήμαινε ότι νίπτουν τας χείρας τους.
Ένας φίλος μού είπε ότι φταίει και το ΝΑΤΟ, και ότι τελειώσουν όλα θα έχουμε μια εξαιρετικά εθνικιστική και ξενοφοβική χώρα, καθώς και άλλα προβλήματα. Του απάντησα: Σίγουρα, κάπως έτσι θα συμβεί, αλλά θα το σκεφτώ αργότερα, όταν δεν θα βομβαρδίζονται οι πόλεις και όταν δεν θα υπάρχει ρωσικός στρατός εδώ. Τώρα δεν μπορούμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα. Μπορούμε να τα συζητήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο.
Κάποιοι αριστεροί λένε ότι η διέξοδος είναι να διαπραγματευτούμε και να συμφωνήσουμε για την ουδετερότητα της Ουκρανίας. Μου είναι δύσκολο να υποστηρίξω κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Αυτή η θέση είναι αρκούντως αποικιοκρατική, επειδή αρνείται την εθνική κυριαρχία μιας χώρας. Εναπόκειται στους ανθρώπους της χώρας να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν και για να μπορέσουν να αποφασίσουν, πρέπει να σταματήσει ο πόλεμος».
ΥΓ2. Το γλωσσικό φράγμα μας εμποδίζει να έχουμε επαρκή ενημέρωση για το τι λένε οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του αντιπολεμικού κινήματος, οι αριστεροί, οι αναρχικοί, οι φεμινίστριες, οι ενεργοί πολίτες στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Στο LeftEast (μια κινηματική αριστερή πλατφόρμα, που φιλοξενεί κριτικά άρθρα και αναλύσεις, πέρα από τα σύνορα, για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) μπορεί να διαβάσει κανείς λίγα, αλλά εξαιρετικά, κείμενα στα αγγλικά.
Στα ελληνικά, στην ιστοσελίδα «Το κόκκινο και το μαύρο» (www.rednblack.gr) (μια ιστοσελίδα «ριζοσπαστικής κριτικής, εναλλακτικής ενημέρωσης, πολιτικού διαλόγου και θεωρητικής ανάλυσης» στον «χώρο της ελευθεριακής Αριστεράς», όπως αυτοσυστήνεται) μπορεί να βρει κανείς αρκετά άρθρα (μεταφράσεις από to LeftEast, το Jacobin κ.ά., αλλά και πρωτότυπα) για το ζήτημα. Κατά τη γνώμη μου είναι η πλούσια και αξιόλογη, πολιτικά, συλλογή σχετικών κειμένων, και θέλω να συγχαρώ τους φίλους και τις φίλες, τους αγαπημένους συντρόφους και τις συντρόφισσες που τρέχουν το εγχείρημα.
Λεζάντα: Διαδήλωση κατά του πολέμου, Μόσχα, 24.2.2022. Το πανό γράφει: «Ουκρανία – Ειρήνη, Ρωσία – Ελευθερία». Φωτογραφία του Dmitry Serebryakov/AP Photo/