Ο πολυγραφότατος δοκιμιογράφος και συγγραφέας μυστηρίων, Γ.Κ. Τσέστερτον, γράφει κάπου πως «συχνά διαβάζουμε για την τόλμη με την οποία κάποιος επαναστάτης επιτίθεται σε μια απαρχαιωμένη τυραννία ή σε μια ξεπερασμένη προκατάληψη. Αλλά δεν υπάρχει πραγματική τόλμη στο να επιτίθεσαι σε απαρχαιωμένα και ξεπερασμένα πράγματα ― όπως δεν υπάρχει τόλμη στο να τα βάζεις με τη γιαγιά σου. Η πραγματική τόλμη έγκειται στο να πολεμάς τις σημερινές τυραννίες και τις φρέσκιες προκαταλήψεις».

Το άρθρο του συναδέλφου Νίκου Μπογιόπουλου «Για την Θρησκεία», που στάθηκε αφορμή για αυτό εδώ το άρθρο και το οποίο αναδημοσιεύσαμε πρόσφατα στο ThePressProject, μάλλον ανήκει στην πρώτη περίπτωση.

Αν τα έβαζε με κάποιες πρακτικές πτυχές της θρησκευτικής ζωής, θα είχε πάρα πολλά και δικαιολογημένα να πει, αφού όπως σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, και η εκκλησιαστική ζωή, και ειδικά η εξουσία της, έχει να επιδείξει μπόλικη τη συνήθη σαπίλα. Ως γενικό κατηγορώ κατά του θρησκευτικού φαινομένου όμως, το άρθρο, ας μου επιτραπεί, μου έμοιασε σαν την ανάποδη εκδοχή των φυλλαδίων ενάντια στο «σατανικό ροκ» που μοίραζαν κάτι οργανωσιακοί θεολόγοι στα σχολεία τον καιρό μου.

Το θρησκευτικό φαινόμενο είναι παλιό όσο και η ανθρωπότητα, και απαντάται σε όλες τις χρονικές περιόδους, σε όλους τους πολιτισμούς, και σε όλα τα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Κατά την ανθρωπολογία, η ίδια η διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώου εκκινεί από την ανακάλυψη της μεταφυσικής υπόστασης μας (βλέπε πρωτόγονες ταφικές τελετές).

Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι το θρησκευτικό φαινόμενο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ιστορία. Στην Ευρώπη μόνο, και επί δύο σχεδόν χιλιετίες, ο χριστιανισμός, τόσο ως σύμπλεγμα ιδεών όσο και ως θεσμός, επηρέασε την διακυβέρνηση, τους νόμους, την τέχνη, την εκπαίδευση, την πολιτική, τα λαϊκά έθιμα, αλλά και την υψηλή κουλτούρα. Σύμφωνα με στοχαστές όπως ο Ρενέ Ζιράρ, μάλιστα, το θρησκευτικό στοιχείο όχι απλά επηρέασε, αλλά αποτέλεσε το βαθύτερο θεμέλιο της ανάπτυξης κάθε ανθρώπινου πολιτισμού.

Αυτή η επιρροή είχε άπειρο βάθος και αμέτρητες αλληλεπιδράσεις, τόσο ξεκάθαρες όσο και λεπτότερες, όπως είχε αντίστοιχα θετικές και αρνητικές πτυχές. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για κάτι με το οποίο ξεμπερδεύουμε με δυο κουβέντες του Μαρξ. Πόσο μάλλον όταν το κεντρικό μας επιχείρημα είναι κάτι τόσο έωλο όσο το εξής:

“«Ένα κοινωνικό σύστημα που επικαλύπτει την εκμεταλλευτική του φύση (…) χρειάζεται μια θρησκεία που να εξηγεί τα επίγεια δεινά με ανάλογο φετιχιστικό τρόπο. Μια θρησκεία «βολική», που διακονεί την πίστη σε μια καλύτερη ζωή (αλλά μετά θάνατον), η οποία θα κατακτηθεί μέσω της εξατομικευμένης «νηστείας και προσευχής», με το άτομο να καλείται να απορρίψει την επίγεια συλλογική δράση και ως ακίνδυνο άθυρμα να «γυρνά και το άλλο μάγουλο»”.

Καταρχήν ο ίδιος ο Μαρξ, στην κριτική του στον Μπρούνο Μπάουερ, αλλά και αλλού, θα γράψει μάλλον το αντίθετο της αφελούς αντικληραλιστικής εκδοχής του πρώτου: ότι δεν είναι η θρησκεία που υποδουλώνει τον άνθρωπο (επειδή π.χ. τον καλεί να απορρίψει την επίγεια δράση κλπ), αλλά ότι αποτελεί επιφαινόμενο της υποδούλωσης του.

Και, βέβαια, είναι παράδοξο να ισχυρίζεται κανείς τα παραπάνω, ενώ ιστορικά ισχύουν τα ακριβώς αντίθετα. Ο καπιταλισμός με την πρώτη ευκαιρία ξεφορτώθηκε τη θρησκεία ως νεκρό σώμα (κάτι το οποίο άλλωστε είχε ήδη προβλέψει ο Μαρξ), ενώ αντίστροφα η τελευταία διατήρησε την επιρροή της (π.χ. στις καθολικές χώρες όπως η Ισπανία, στα Βαλκάνια, ή ακόμα και στον Αμερικάνικο νότο) ανάλογα με το βαθμό της καθυστέρησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης κάθε περιοχής.

Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, η ανάπτυξη του καπιταλισμού ευνόησε, αρχικά την προτεσταντική εκδοχή του χριστιανισμού (μιας ατομικιστικής εκδοχής του χριστιανισμού καθόλα συμβατής με την «επίγεια δράση» καπιταλιστικής φύσης ― τα λέει ο Μαξ Βέμπερ), και σε δεύτερη φάση την εξαφάνιση των θρησκευτικών «αγκυλώσεων» προς όφελος της μαζικο-δημοκρατικής κατανάλωσης και του «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε» το οποίο είναι απαραίτητη προϋπόθεση της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» ― πάντως κάθε άλλο παρά το πνεύμα της «νηστείας και προσευχής» το οποίο δήθεν επέβαλλε η θρησκεία προς χάρη του καπιταλισμού.

Τα αντίστροφα άλλωστε ισχύουν και ιστορικά. Αντί να περιορίζεται στο να καθησυχάζει τους πιστούς ώστε να «γυρνούν το άλλο μάγουλο», η θρησκεία υπήρξε ο κατεξοχήν άξονας κινητοποίησης σε «επίγεια συλλογική δράση». Το επιμαρτυρούν τόσο οι πολυπληθείς «θρησκευτικοί πόλεμοι» (όπου οι αντιμαχόμενες πλευρές χρησιμοποίησαν την θρησκεία ως μέσο έκφρασης πολιτικών, πολιτιστικών, και εθνικών διαφορών), όσο και πάμπολλες άλλες περιπτώσεις, από τον επαναστάτη κληρικό Τζών Μπωλ (John Ball) που ενέπνευσε την «εξέγερση των χωρικών» ως τον επίσκοπο και μάρτυρα Όσκαρ Ρομέρο (Oscar Romero), και από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που τα έβαλε με την Αυτοκράτειρα για το χωράφι μιας χήρας, ως το Στάλιν που επέτρεψε να ξανανοίξουν οι εκκλησίες (και ξανάχτισε κάμποσες) το 1943, για να βοηθήσουν στην κινητοποίηση ενάντια στους Ναζί.

Κάποιος με αίσθηση της ιστορικής ειρωνείας, θα μπορούσε να δει τα περί του ρόλου του Χριστιανισμού και «όλων των θρησκειών» που μεταθέτουν την δικαιοσύνη «σε μια …άλλη ζωή», ως αντίστροφη προβολή της κομμουνιστικής «θεωρίας των σταδίων» και της δικαιολογίας της «ανωριμότητας των αντικειμενικών συνθηκών» ― κάτι σαν, χορτάστε τώρα κομματικό έλεγχο, ώστε κάποτε να έρθει (για τα εγγόνια σας) η «αταξική κοινωνία».

Για την ανυπομονησία άλλωστε, (να διεκδικούν το «εδώ και τώρα»), κορόιδευε τόσο ο Μαρξ, όσο και ο Λένιν, τους λεγόμενους «ουτοπικούς σοσιαλιστές», τους αναρχικούς, καλή ώρα, και λοιπούς «ανυπόμονους». Αλλά και το «πίστευε και μη ερεύνα» δεν απέχει πολύ από το «ξέρει το κόμμα» και την απαίτηση για αυστηρή πειθαρχία στα θέσφατα που παρουσιάζονταν κάθε φορά ως γραμμή (κάποτε, δε, αποτελούν και τα αντίθετα της γραμμής που ίσχυε προηγούμενα). Οι διαγραφές και οι αφορισμοί παρουσιάζουν επίσης κάποιες αναλογίες.

Το άρθρο αδικεί τον ίδιο το Μαρξ, όταν παραθέτει ένα απόσπασμα από το Κεφάλαιο που λέει ότι «ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου … αποτελεί την πιο κατάλληλη μορφή θρησκείας για μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών», καθώς παραλείπει την ρητή επεξήγηση του ότι αυτό «αφορά ειδικά στην αστική εξέλιξη της Χριστιανικής θρησκείας, δηλαδή τον προτεσταντισμό, το ντεϊσμό, κλπ».

Δηλαδή, σε αντίθεση με το πιο βαρύ επιχείρημα του άρθρου, για το Μαρξ η «κατεξοχήν συμβατή με τον Καπιταλισμό εκδοχή του Χριστιανισμού, ήταν αφενός ο προτεσταντισμός, και αφετέρου ο σύγχρονος ντεϊσμός (η πίστη σε ένα ανώνυμο «δημιουργό» εκτός θρησκείας) ― και όχι ο παραδοσιακός Χριστιανισμός και η πρόσκληση του σε «νηστεία και προσευχή».

Αντίστοιχα προβληματικό είναι το απόσπασμα δήθεν επιστολής του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού προς τον Αγιο Ιερώνυμο: «Έχουμε ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερους μύθους για να μπορούμε να εντυπωσιαζουμε τον όχλο. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει ο όχλος τόσο πιο ενθουσιώδης γίνεται» ― η οποία δεν φαίνεται να υπάρχει πουθενά στις συγκεντρωμένη αλληλογραφία του πρώτου, παρά μόνο αναπαράγεται σε διάφορα αντίστοιχα άρθρα χωρίς πηγή, στα ίδια πάντα σύγχρονα ελληνικά. Θα ήθελα να δω μια επίσημη παραπομπή, στο αυθεντικό κείμενο και τα ευρύτερα συμφραζόμενα (αν και, με όσα βρίσκω, καταλήγω πως μάλλον αντιμετωπίζουμε ένα ακόμη μούφα meme που αναπαράγεται). 

Το άρθρο κλίνει με μια διατύπωση του Μαρξ (πάλι από το Κεφάλαιο) που χαρακτηρίζεται «αξεπέραστη», σύμφωνα με την οποία «Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση…».

Εδώ ο Μαρξ φαίνεται να συνεχίζει την κριτική του στους Νεαρούς Εγελιανούς και στο «Εβραϊκό Ζήτημα», στην οποία, και με βάση την πολιτισμική μυωπία του, αλλά και τη γενικότερη ψυχολογική αφέλεια του 19ου αιώνα, η θρησκεία δεν είναι παρά ένα είδος φερετζέ της αλλοτρίωσης των κοινωνικών σχέσεων. Μόνο που εποχές με πολύ πιο λογικές, ωμές, και ξεκάθαρες κοινωνικές σχέσεις (για παράδειγμα μεταξύ των ελεύθερων πολιτών της Αθήνας του Χρυσού Αιώνα) από ό,τι φαντάστηκε η εποχή μας, διατήρησαν το θρησκευτικό στοιχείο, ενώ αντίθετα η εποχή μας, όπου ο «φετιχισμός του εμπορεύματος» και η ιδεολογία (της «κοινωνίας του Θεάματος») έχει φτάσει ύψη ρεκόρ, αυτό περιορίζεται στο μηδέν, αντικαθίσταται από τον «επιστημονισμό», ή αναλώνεται σε εμπορεύσιμα πακέτα μεταφυσικής άνευ θρησκείας (ρέικι, κουνταλίνια, «Το Μυστικό» και ότι άλλο έχει ο μπαξές).

Και εδώ επιστρέφουμε στον Τσέστερτον και το απόσπασμα με το οποίο ανοίξαμε αυτό το κείμενο. Η Θρησκεία, στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, έχει κάνει τον ιστορικό κύκλο της (ή έναν ιστορικό κύκλο της). Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα, παρόλο που συχνά παριστάνουμε ότι τάχα «λύνει και δένει» επειδή απλά υπάρχει, διατηρεί την περιουσία της, και εμπλέκεται στο τάδε ή στο δείνα σκάνδαλο ή μικροπολιτική συναλλαγή (ας πούμε, προς άγρα ψήφων της Δεξιάς).

Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμα οι ιδέες και τα έργα που ενέπνευσε, υπάρχουν ακόμα τα σχετικά έθιμα, υπάρχουν ακόμα κάτι χιλιετίες πολιτισμού που χρωματίστηκαν από αυτήν, και ― ω, του θαύματος! ― υπάρχουν ακόμα πιστοί. Δεν χρειάζεται να τους συναντήσουμε αν δε θέλουμε. Όμως, επίσης, δε χρειάζεται να τα αντιμετωπίζουμε όλα με μια αφ’ υψηλού γενίκευση και δυο-τρία τσιτάτα, ή με memes περί μακαρονοτέρατος σαν αμερικανάκια.

Καλή Ανάσταση!

 

*Το έργο του Τζέημς Ένσορ «Η Είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες», που στολίζει το άρθρο, θεωρείται από τα σημαντικότερα εικαστικά πολιτικά σχόλια, καταγράφοντας και την πικρία του από τον τρόπο που έβλεπαν το λαό και δρούσαν έναντι του λαού οι κυβερνώντες και οι σοσιαλιστές της εποχής του, στις Βρυξέλλες. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του έργου, «Ο λαός, οι μάζες, παρουσιάζονται χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, ως ένα συνονθύλευμα από προσωπεία και καρικατούρες, ο Χριστός, στο κέντρο ως ένας απομονωμένος οραματιστής, κατ’ ουσία αγνοημένος από τη σύγχρονη κοινωνία.. Ο Χριστός του Ένσορ δρα ως ο πολιτικός εκπρόσωπος των φτωχών και των καταπιεσμένων, ένας ταπεινός ηγέτης μιας αληθινής πίστης, σε αντίθεση με τον άθεο (σσ τότε ακόμη) Εμίλ Λετρέ, που εμφανίζεται ντυμένος επίσκοπος, να βαράει το ταμπούρλο με την ράβδο αξιωματούχου και να ηγείται ενός πρόθυμου, ανόητου πλήθους».

**Ευχαριστίες θερμές στο Νίκο Βεντούρα για την βοήθειά του στην ανεύρεση (ή μη ανεύρεση) των αποσπασμάτων που απασχολούν το κείμενο.