του Διονύση Σκλήρη
Ο αδύναμος άνθρωπος και μάλιστα αυτός που πεθαίνει είναι αφ’ εαυτού του μία πρόσκληση και πρόκληση. Διχάζει τους γύρω του. Βρέθηκαν οι μαρτυρίες από δύο βιντεάκια. Αναρωτιέται, όμως, κανείς πόσες άλλες μαρτυρίες σίγησαν μέσα στη συγκάλυψη. Βρέθηκε ένας άνθρωπος να αντιταχθεί στη βία του κοσμηματοπώλη και του συνεργού του, διαψεύδοντας την εντύπωση ότι έχουμε λιντσάρισμα από έναν συμπαγή όχλο που ομονοεί εναντίον του εξιλαστήριου θύματος. Υπήρξαν, όμως, και τόσοι άλλοι που δείλιασαν. Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί περισσότερες μαρτυρίες, ενώ το έγκλημα έγινε σε πλήρη ημέρα με τόσους θεατές είναι ενδεικτικό για έναν παχύ φόβο που έχει παραλύσει τη μεγάλη πλειονότητα των μαρτύρων με κάποιες εξαιρέσεις που διέσωσαν τον διχασμό ανάμεσα σε αυτούς που ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του αδύναμου και σε αυτούς που εφησυχάζουν στη στοίχιση με τους δυνατούς.
Από τις πρώτες μέρες που άρχισε να εκτυλίσσεται η ιστορία είδαμε μια παρέλαση επιτηδευμένα ενοχοποιητικών στερεοτύπων μπλεγμένων, πάντως, μαζί και με ιδιότητες που θα αναλάμβανε περήφανα η κουήρ κοινότητα. Το πρώτο στερεότυπο ήταν αυτό για έναν κλέφτη πρεζάκι που είχε παραβιάσει τον ιδιωτικό χώρο και είχε απειλήσει. Μόνο που τα βίντεο και οι μαρτυρίες διέψευσαν την εκδοχή της απειλής και της κλοπής. Αργότερα άρχισαν να διαψεύδονται και άλλα στερεότυπα. Λ.χ. πολλοί είχαν δει τον Ζακ Κωστόπουλο ως τον απόλυτα «κολασμένο» με την τριπλέτα «πούστης, πρεζάκι κι οροθετικός» (όπως άλλοτε έλεγαν «πούστης, πρεζάκι κι αριστερός»). Κι όμως κι αυτό ήταν η σαγήνη ενός ακραίου στερεότυπου, καθώς διαψευδόταν ότι ο Ζακ ήταν πρεζάκι, όπως θα ήθελε το σύστημα της συνενοχής ή και κάποιοι ρομαντικοί υποστηρικτές του. (Όχι ότι θα άλλαζε κάτι αν ήταν, απλώς η ιδιότητα «πρεζάκι» ήταν ένα στερεότυπο συγκριτικά μάλλον χρησιμοποιούμενο «από τα πάνω» για να περάσει ένα ορισμένο αφήγημα ενοχοποίησης, παρά «από τα κάτω», σε αντίθεση με άλλες ιδιότητες, τις οποίες αναλαμβάνουν οι κληρονόμοι). Ίσως τελικά ο Ζακ να μην ήταν ο τόσο «έσχατος» των ανθρώπων, όπως πολλοί θέλησαν να τον παρουσιάσουν. Παραμένει το γεγονός ότι κάποιες μαρτυρίες τον θέλουν πριν την είσοδο στο κοσμηματοπωλείο να είναι σε κατάσταση πανικού, ακόμη και σε φυγή ή και σε διωγμό, χωρίς να βεβαιώνεται αστασίαστα το συγκεκριμένο περιστατικό που είχε προκαλέσει αυτόν τον φόβο. Άλλη μαρτυρία αναφέρεται σε ήρεμη είσοδό του στο κοσμηματοπωλείο μαζί με τον ιδιοκτήτη, ενώ μετά παγιδεύτηκε σε αυτό. Γεγονότα που δεν έχουν αποσαφηνιστεί λόγω ενός πέπλου συγκάλυψης σε μια ιδιαίτερη περιοχή της Αθήνας που έγινε το περιστατικό. Αναρωτιέται κανείς αν δεν υπήρχε ο φόβος, πόσες περισσότερες μαρτυρίες θα είχαμε. Έχουμε, βεβαίως, το βιντεάκι ακόμη που δείχνει την επέμβαση της αστυνομίας και πιθανόν τις τελευταίες στιγμές του Ζακ.
Ακόμη κι αν ο Ζακ δεν επιβεβαιώνει όλες τις ιδιότητες «εσχάτου ανθρώπου» που θέλησαν να του αποδώσουν, παραμένει ότι είχε τη δύναμη του αδύναμου. Τα ποστ και τα βιντεάκια που βλέπει κανείς μετά το γεγονός δείχνουν έναν άνθρωπο πολύ συνειδητοποιημένο μέσα στα όρια των κινδύνων και των φόβων που βίωνε για το διαρκές αβέβαιο παρόν και μέλλον. Ο θάνατός του, ως ο θάνατος του αδύναμου που απευθύνει μια κλήση, δίχασε τη νεοελληνική κοινωνία ή φανέρωσε τον εγγενή διχασμό της. Από τη μια η συγκάλυψη, η διαπλοκή κυκλωμάτων, η απέλπιδα προσπάθεια για σίγαση. Από την άλλη η κραυγή, οι αυθόρμητες και οργανωμένες διαδηλώσεις, το πλάσιμο νέων συλλογικοτήτων ή και πολιτικών υποκειμένων. Η κληρονομιά που άφησε η Ζάκι ήταν το άλλο που δεν έχει διασαφηνιστεί ακόμη μετά τις συνθήκες του θανάτου της. Ανήκει κατ’ εξοχήν στην κουήρ κοινότητα και στους ΛΟΑΤΚΙ, είναι δικός τους μάρτυρας; Ανήκει σε κάθε «κολασμένο»;
Ορισμένες στιγμές στις πορείες είχαν ένταση. Ενώ το πιο διαδεδομένο σύνθημα έλεγε «ήτανε και Ζακ, ήτανε και Ζάκι, και στους νοικοκυραίους θα βάλουμε γκαζάκι», όταν υπήρξαν όντως καταστροφές σε μαγαζιά του κέντρου ένα μεγάλο μέρος της διαδήλωσης αντέδρασε έντονα ενάντια σε κουκουλοφόρους που τις προξένησαν. Πολλοί θεώρησαν ότι εφόσον ο Ζακ «δεν το είχε με τη βία», κατά τη δήλωση, δεν τιμούσε τη μνήμη του η «αντιβία» ορισμένων διαδηλωτών. Άλλοι παρατηρούσαν απλά ότι η αντιβία δεν έβγαινε οργανικά από μία διαδήλωση εν πολλοίς συντετριμμένων που ήθελαν κυρίως να συλλυπηθούν, να συμπονέσουν και να δηλώσουν μια ορατότητα ότι είμαστε εδώ και ότι παρόμοια περιστατικά δεν θα περάσουν στο μέλλον γιατί είμαστε πολλοί. Περιστατικά βίας ήταν σαν ένα είδος attention whoring από μερίδα αντιβίαιων διαδηλωτών που τραβούσαν πάνω τους την προσοχή. Κάτι ενδιαφέρον ήταν ότι την κληρονομιά του Ζακ τη διεκδίκησαν τόσο οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «ανθός της ελληνικής νεολαίας», όσο και οι επανιδιοποιούμενοι τον χαρακτηρισμό «οι ντροπές του έθνους». Ο «ανθός» προσβαλλόταν με αποκλήσεις όπως «τσόλια», ενώ οι «ντροπές» αναλάμβαναν την κλήση «τσουλάρες» για να τιμήσουν τη μνήμη της Ζάκι. Συναφές ήταν και το ζήτημα ότι έγιναν αρχικά διακριτές διαδηλώσεις από μέλη της κουήρ κοινότητας και από φορείς της Αριστεράς. Τελικά, πάντως, προϊόντος του χρόνου οι διαδηλώσεις έγιναν ενιαίες και εξέλιπαν τα περιστατικά αντιβίας, όσο αυξανόταν η συμμετοχή. Δεν ήταν, όμως, και όλοι παρούσες και παρόντες. Οι διαδηλώσεις για τον Ζακ είχαν έναν χαρακτήρα διαφορετικό από τις μεγάλες γιορτές της περηφάνιας. Είχαν μια μεγαλύτερη εσωτερικότητα, μια επικέντρωση στο συμπάσχειν, στην αγκαλιά προς αδύναμους, συντετριμμένους, συχνά οροθετικούς συντρόφους. Η κλήση του Ζακ ως μια κλήση του αδύναμου νεκρού, του εν πολλοίς αλλά όχι απολύτως «εσχάτου των ανθρώπων» δείχνει προς μια κοινότητα όσων δεν έχουν κοινότητα, μια κοινότητα των ανθρώπων που δεν υπάγονται σε μία ενιαία έννοια γένους. Βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο όπου όχι μόνο δεν έχει απονεμηθεί δικαιοσύνη, αλλά δεν έχει αποδοθεί και η κληρονομιά του Ζακ. Το οποίο καθιστά ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη μας τη μνήμη.