Ας συμπυκνώσουμε τις βασικές παρεμβάσεις της Ε.Ε. στην Ελλάδα, στην εποχή του μνημονίου. Πρώτη παρέμβαση, από το 2010, όταν η καπιταλιστική κρίση τροφοδότησε την έκρηξη του κρατικού χρέους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρεμβαίνει και σε συνεργασία με το ΔΝΤ, προσφέρει ένα τεράστιο δάνειο με στόχο να σώσει το ελληνικό κράτος (και μαζί τις ευρωπαϊκές τράπεζες) από τη χρεωκοπία. Η οικονομική αυτή στήριξη θα συνεχιστεί μέχρι σήμερα.
Δεύτερη παρέμβαση: η Ε.Ε. συνοδεύει ως γνωστό αυτά τα δάνεια με τα Μνημόνια, τα οποία -σε τελευταία ανάλυση- δεν ήταν παρά ένας τεράστιος μηχανισμός μεταφοράς εισοδήματος από την εργασία προς το κεφάλαιο, περιορισμού των εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και απελευθέρωσης των αγορών από κάθε κοινωνικό και κρατικό έλεγχο, με στόχο τελικά να βοηθήσει το ελληνικό (και μαζί του το ευρωπαϊκό) κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση του και να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Τρίτη παρέμβαση: η εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας. Οι εξελίξεις αυτές φυσικά αναζωπύρωσαν την ταξική πάλη, οδηγώντας στις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2010-2012, στην κατάρρευση τριών μνημονιακών κυβερνήσεων και μαζί τους των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και τέλος στην άνοδο και την υποταγή της αριστερής κυβέρνησης. Σε όλη αυτή την περίοδο της αστάθειας, η μόνη σταθερή γραμμή άμυνας των υπερασπιστών των μνημονίων, από τον Παπανδρέου και το Σαμαρά ως τον Τσίπρα, ήταν ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική εκτός Ευρώπης.
Ήταν ακριβώς αυτή η πρόσδεση στην ευρωπαϊκή προοπτική η οποία μετασχημάτισε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς σε αναγκαία εφεδρεία του αστισμού, τη στιγμή ακριβώς που αυτός έχει κάψει όλες τις προηγούμενες. Μετά το δημοψήφισμα, ήταν η ανάγκη της παραμονής στην Ευρώπη αυτή που έσωσε την “Ελλάδα” από την καταστροφική επιλογή του ίδιου του λαού της, ή, με άλλα λόγια, έσωσε την ελληνική αστική τάξη από τους ταξικούς της εχθρούς, μάλιστα λίγες ημέρες μετά από την ιστορική της ήττα. Όλη αυτή η στάση αποτελεί την τρίτη, ευθέως πολιτική, παρέμβαση της Ε.Ε.
Ανακεφαλαιώνοντας, τα τελευταία 6 χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση παρεμβαίνει για να διασώσει την ελληνική αστική τάξη και το κράτος της από την κρίση χρέους, από την οικονομική κρίση, από την κρίση εκπροσώπησης και την πολιτική κρίση. Η “ευρωπαϊκή πορεία” της χώρας ήταν και παραμένει η μόνη συνεπής και ανθεκτική γραμμή άμυνας του ελληνικού αστικού στρατοπέδου απέναντι στους εγχώριους εχθρούς του, ή απέναντι στη δική του κρίση και τη δική του ανικανότητα.
Κάτω από αυτό το φως, μπορούμε να επαναφέρουμε κάποια άλλα, πιο μόνιμα αποτελέσματα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρώτα από όλα, χρόνια πολλά πριν τα μνημόνια, οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές συνθήκες αποτέλεσαν το κύριο όχημα για την φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, την αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτος και την υποχώρηση των εργατικών δικαιωμάτων, προσφέροντας μία κρίσιμη βοήθεια στην ελληνική αστική τάξη, ιδιαίτερα σε μία περίοδο, δηλ. μετά τη δικτατορία, κατά την οποία η εγχώρια αστική τάξη έπασχε από έλλειψη αξιοπιστίας και ισχύος.
Ακόμα περισσότερο, η Ε.Ε. έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στην αναδιοργάνωση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα. Η κοινή εμπορική και βιομηχανική πολιτική και η αδυναμία επιβολής δασμών συνέβαλλαν στη βίαιη αποβιομηχάνιση. Η κοινή αγροτική πολιτική, μέσω των επιδοτήσεων, οδήγησε στην υποβάθμιση της αγροτικής παραγωγής και την εγκατάλειψη της μικρής, παραδοσιακής γεωργίας.
Σε αυτό το οικονομικό τοπίο, τα ευρωπαϊκά προγράμματα έγιναν ήδη από το 1980 βασικός πόρος ρευστότητας για την ελληνική οικονομία, δημιουργώντας και συντηρώντας μία εξαρτημένη, αντιπαραγωγική βάση μικρών και εν πολλοίς άχρηστων επιχειρήσεων (συμβούλων, κατάρτισης κοκ.) και μαζί της μία κρατικοδίαιτη πολιτική και οικονομική ελίτ, ισχυρά εξαρτημένη από την Ε.Ε. Τα ίδια προγράμματα λειτούργησαν ως δούρειος ίππος για την περαιτέρω αποδιάρθρωση και πρεκαριοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αντικατάσταστη της μισθωτής εργασίας από επισφαλή αυταπασχόληση, την ανακύκλωση της ανεργίας ή ακόμα για την υποκατάσταση του κοινωνικού κράτους από αποσπασματικές παρεμβάσεις των επιδοτούμενων ΜΚΟ.
Αυτές οι κατευθύνσεις κορυφώνονται φυσικά με την επιβολή του κοινού νομίσματος και της νεοφιλελεύθερης μονεταριστικής πολιτικής που συνδέεται οργανικά μαζί του. Το ευρώ αποτέλεσε εξαρχής ένα εργαλείο βίαιης εσωτερικής υποτίμησης, εις βάρος πάντα του εργατικού μισθού, η οποία κορυφώθηκε με τα μνημόνια -δικαιολογία για τα οποία, θυμίζουμε, υπήρξε η ανάγκη παραμονής στο ευρώ. Η υπαγωγή στην ευρωζώνη αποτέλεσε έτσι το απόλυτο πολιτικό όπλο, αφού όπως αποδείχθηκε το καλοκαίρι, η εξάρτηση από την παροχή ρευστότητας απαγορεύει κάθε εναλλακτική πολιτική και περιορίζει κάθε κυβέρνησης σε ρόλο τοποτηρητή μίας κοινής νεοφιλελεύθερης ατζέντας.
Οφείλουμε λοιπόν να πούμε με σαφήνεια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα νεοφιλελεύθερο σχέδιο, καθώς μέσω των θεμελιωδών συνθηκών της, της νομοθεσίας της, των μνημονίων και κυρίως του ευρώ, επιβάλλει στο εσωτερικό των χώρων νεοφιλελεύθερες πολιτικές που προσπαθούν να αλλάξουν το συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η Ε.Ε. παραμένει πάντα ένα ιμπεριαλιστικό σχέδιο, καθώς συνιστά μία ιμπεριαλιστική αλυσίδα αστικών κρατών, η οποία επιβάλλει στο εσωτερικό της μία ορισμένη ιεραρχία και έναν ορισμένο καταμερισμό εργασίας, εξουσίας και πλούτου. Ταυτόχρονα, επεμβαίνει στους διεθνείς ανταγωνισμούς με στόχο να προωθήσει τα συμφέροντα συγκεκριμένων εθνικών αστικών τάξεων. Η συμμετοχή της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτή δεν εκφράζει μία εξάρτηση ή μία υποταγή, αλλά μία συνειδητή συμμαχία προς αμοιβαίο όφελος και των δύο πλευρών, μία συμμαχία που πρώτα από όλα προφυλάσσει την ελληνική αστική τάξη από τους δικούς της ταξικούς εχθρούς.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η “Ευρώπη” έχει αναδυθεί σήμερα ως το κομβικότερο σημείο της κυρίαρχης αστικής πολιτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Γιατί, με άλλα λόγια, ολόκληρο το αστικό στρατόπεδο κατά τη μάχη του δημοψηφίσματος συντάχθηκε κάτω από ένα μόνο κοινό σύνθημα: “Μένουμε Ευρώπη”.
Ευρωπαϊκή Ένωση και αριστερά
Και ταυτόχρονα, θα ήταν εύλογο να υποθέσουμε ότι η στάση της αριστεράς θα ήταν εξ ορισμού εχθρική σε μία τέτοια ολοκλήρωση. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι ο κανόνας για την πλατιά πλειοψηφία της ευρωπαϊκής πολιτικής και κοινωνικής αριστεράς.
Μπορούμε να συμπυκνώσουμε το λόγο της φιλοευρωπαϊκής αριστεράς σε πέντε βασικά επιχειρήματα. Πρώτο, τουλάχιστον μέχρι την περασμένη δεκαετία, στην ευρωπαϊκή περιφέρεια υπήρξε μία διάχυτη προσδοκία, την οποία αναπαρήγαγε σε μεγάλο βαθμό το κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα, ότι η συμμετοχή στην Ένωση και το κοινό νόμισμα θα βοηθούσε τη σύγκλιση του εργατικού μισθού στο νότο με αυτό στο βορρά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τελικά έγινε το αντίθετο και η προσδοκία αυτή έχει γενικά σβήσει.
Δεύτερο, μία ορισμένη τάση της αριστεράς, ευρωκομμουνιστικής καταγωγής, θεωρούσε ότι η συμμετοχή μίας χώρας στην Ε.Ε. θα διασφάλιζε ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής δημοκρατίας και δικαιωμάτων, τα οποία κινδύνευαν περισσότερο από την εγχώρια αντίδραση. Η ίδια αντίληψη αντηχούσε πρόσφατα στο λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσδοκούσε ότι οι “δημοκρατικές αρχές” της Ε.Ε. δεν θα επέτρεπαν το βίαιο τερματισμό του “ελληνικού πειράματος”. Όπως αποδείχθηκε, είχε άδικο. Αν λοιπόν αυτή η συζήτηση είχε κάποια βάση στην εποχή μετά τη δικτατορία, μετά τα μνημόνια ξέρουμε πια με βεβαιότητα ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. επιβάλλει μία βίαιη υποχώρηση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, αν αυτό είναι απαραίτητο για την επιβολή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ακόμα περισσότερο σήμερα, που ο πυρήνας της Ε.Ε. κορυφώνει τη δική του αντιτρομοκρατική σταυροφορία, με πρώτο θύμα τα δικαιώματα και τον εσωτερικό εχθρό.
Τρίτο, πολλοί θεωρήσαμε -και ως ένα βαθμό σωστά- ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. προσφέρει ένα διεθνικό πεδίο ταξικής πάλης και συντονισμού των κινημάτων. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ο ευρωπαϊκός συντονισμός των κινημάτων ποτέ δεν κατάφερε μέχρι τώρα να προκαλέσει σημαντικά αποτελέσματα στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού, εκεί δηλαδή που κρίνεται τελικά ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Αυτή η αδυναμία δεν ακυρώνει την αναγκαιότητα του διεθνισμού και της κοινής πάλης, υποδεικνύει όμως ότι η Ε.Ε. είναι υπερβολικά οχυρωμένη για να αποτελέσει ένα προνομιακό πεδίο πάλης. Το αντίθετο: η συμμετοχή μίας χώρας σε αυτήν εμποδίζει και την ανάπτυξη της πάλης σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, η διεθνιστική πολιτική δεν έχει κανέναν λόγο να περιορίζεται σε μία ευρωπαϊκή αναφορά – πέρα ίσως από την ιδεολογική και πολιτική υποταγή στη γοητεία της “Δύσης”.
Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος να μιλάμε για “Ευρώπη των λαών” και όχι, λόγου χάρη, για τη “Μεσόγειο των λαών”. Άλλωστε, το πιο πρόσφατο επιτυχημένο παράδειγμα κινηματικού συντονισμού ήταν η διαδοχική έκρηξη της Αραβικής Άνοιξης, των Αγανακτισμένων και του Blockuppy, ένας συντονισμός δηλαδή που ξεκίνησε από τον Αραβικό Κόσμο, πέρασε στη Μεσόγειο και έφτασε στις ΗΠΑ.
Μία εκδοχή του παραπάνω επιχειρήματος ήταν και το μοναδικό έγκυρο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ: το γεγονός ότι προκάλεσε μία κάποια φασαρία εντός της Ε.Ε. είχε περισσότερες πολιτικές επιπτώσεις στις άλλες χώρες, από ό,τι θα είχε αν ήμασταν εκτός. Πράγματι, μόνο που αυτές οι επιπτώσεις θα ήταν θετικές για τα κινήματα και τους λαούς μόνο αν η κατάληξη ήταν νικηφόρα: η κατάληξη της υποταγής επικύρωσε την παντοδυναμία της κυρίαρχης πολιτικής και λειτούργησε μάλλον αρνητικά για τους πολιτικούς συσχετισμούς, ακόμα και εντός των άλλων χωρών.
Από την υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση στην αφηρημένη “Ευρώπη”
Αν λοιπόν τα παραπάνω επιχειρήματα δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την υποταγή σε μία νεοφιλελεύθερη και ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση, το επόμενο επιχείρημα της φιλοευρωπαϊκής αριστεράς είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην υπαρκτή, σημερινή-κακή Ευρωπαϊκή Ένωση και σε μία φαντασιακή, παλιά-καλή “Ευρώπη”, θεμελιωμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης.
Πράγματι, μετά τον πόλεμο, η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία κατάφερε να συνδέσει την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης με την ειρήνη και τη δημοκρατία, σε αντιπαράθεση πάντα με το σοβιετικό σοσιαλισμό, αλλά και σε διαφοροποίηση με το ‘σκληρό’ βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Τις επόμενες δεκαετίες, η “Ευρώπη” θα γίνει συνώνυμο ενός κοινωνικού συμβολαίου ανάπτυξης και ευημερίας, στηριγμένο στην εσωτερική ταξική ειρήνη και στην εξωτερική ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση. Τέλος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ειδικά στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, τα ευρωπαϊκά προγράμματα αποτελούν για δεκαετίες το βασικό μοχλό οικονομικής και κοινωνικής κινητικότητας, εξαγοράζοντας έτσι και τις αντίστοιχες συνειδήσεις.
Αυτή η συσχέτιση ανάμεσα στην “Ενωμένη Ευρώπη” από τη μία, δηλαδή ένα ιμπεριαλιστικό, φιλελεύθερο σχέδιο επιβεβλημένο από την ευρωπαϊκή αστική τάξη και τη διάχυτη κοινωνική προσδοκία για δημοκρατία, ειρήνη και ευημερία από την άλλη, αντανακλά την κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική νίκη της αστικής τάξης στη μεταπολεμική Ευρώπη, εις βάρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, ιδιαίτερα μετά το 1970. Δεν είναι σύμπτωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ολοκληρωθεί τελικά μόλις αυτή η νίκη φτάνει στην κορύφωσή της, δηλαδή λίγο μετά το 1989.
Ακριβώς όμως εξαιτίας αυτού του κομβικού ρόλου της “Ευρώπης” εντός της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι τόσο δύσκολο για την ευρωπαϊκή αριστερά να αμφισβητήσει το ευρωπαϊκό σχέδιο. Αντί λοιπόν για μία ριζική απόρριψη, η ευρωπαϊκή αριστερά προσπάθησε να διαχωρίσει μία αφηρημένη έννοια της “Ευρώπης”, ως μία καθολικά αποδεκτή αξία, από την υπαρκτή, αληθινή Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους θεσμούς, τις Συνθήκες και τις πολιτικές της. Από αυτή τη σκοπιά, η ευρωπαϊκή αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, κατηγορεί την ευρωπαϊκή ηγεσία ότι δεν είναι αρκετά ευρωπαϊστική. Ισχυρίζεται ότι μόνο η αριστερά μπορεί να υποστηρίξει με ειλικρίνεια τις “θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες” και να καθοδηγήσει μία πραγματική ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ένας τέτοιος αριστερός λόγος βέβαια ποτέ δεν μπαίνει στον κόπο να απαντήσει γιατί η δημοκρατία ή η ισότητα είναι “ευρωπαϊκή” και όχι “αμερικάνικη” ή “βαλκανική” αξία, ή γιατί οι λαοί και οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης οφείλουν να ενωθούν μόνο μεταξύ τους και όχι με αυτούς της Τουρκίας ή της Β. Αφρικής. Και δεν χρειάζεται να απαντήσει γιατί οι παραπάνω απόψεις είναι απλά “αυτονόητες”, όπως κάθε άποψη της κυρίαρχης ιδεολογίας. Εξάλλου, στο βαθμό που δεν υπάρχει καμία άλλη Ευρώπη εκτός από την υφιστάμενη, η μόνη πραγματική πολιτική επίπτωση αυτής της οπτικής είναι ότι υποχρεώνει τελικά την ευρωπαϊκή αριστερά να μένει προσκολλημένη και να υποστηρίζει την υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αποκηρύξουμε αυτή τη στρατηγική με ευκολία. Είναι πολύ συνηθισμένη στην ιδεολογική πάλη, όπου οι ανταγωνιστικές τάξεις αντί να απορρίπτουν τις κυρίαρχες αξίες, προσπαθούν να τις ιδιοποιηθούν και να δείξουν ότι είναι η κυρίαρχη τάξη αυτή που δεν τις υπερασπίζεται πια αποτελεσματικά και ειλικρινά: αυτή είναι πχ η συνήθης στάση της αριστεράς απέναντι στο έθνος ή τη δημοκρατία, δύο εξέχουσες αξίες της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η επικράτεια της κυρίαρχης ιδεολογίας όμως παραμένει ένα εχθρικό και ολισθηρό έδαφος για την αριστερά. Η αποδοχή των κυρίαρχων αξιών και η αντίστροφη χρήση τους μπορεί να αποδειχθεί συγκυριακά ένα έξυπνο ιδεολογικό όπλο, αλλά μπορεί και να την αιχμαλωτίσει οριστικά εντός της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Έρχεται λοιπόν κάποια στιγμή που η αριστερή πολιτική δεν μπορεί να μένει προσκολλημένη σε κάποια κυρίαρχη αξία. Αυτή η στιγμή, τουλάχιστον για την Ελλάδα, έχει έρθει το καλοκαίρι. Είναι πια φανερό ότι υπάρχει μόνο μία Ευρώπη και θα πρέπει να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε σε αυτή, τηρώντας τις δεσμεύσεις της, ή όχι. Σε μία τόσο ολοκληρωμένη και ιεραρχικά δομημένη Ευρωπαϊκή Ένωση, καμία χώρα δεν μπορεί να διαφοροποιήσει την πολιτική της και αντίστοιχα τα κινήματα δεν μπορούν να δείχνουν καμία εναλλακτική, πέρα από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού, αν δεν βγουν έξω από αυτό το πλαίσιο.
Η έξοδος και οι απούσες εναλλακτικές
Αυτή τη στιγμή λοιπόν, έχει οριστικά αποδειχθεί ότι η έξοδος από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πρώτη, αναγκαία άλλα όχι ικανή συνθήκη, όχι μόνο για μία ριζοσπαστική, αριστερή πολιτική, αλλά και για οποιαδήποτε πολιτική αμφισβητεί τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό και επιδιώκει την παραμικρή αλλαγή των συνθηκών ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας, σε ενεστώτα χρόνο ή έστω σε ορατό ορίζοντα (και όχι μόλις “αλλάξουν οι διεθνείς συσχετισμοί”).
Είναι η αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για τον απεγκλωβισμό από τα μνημόνια και τις ευρωπαϊκές συνθήκες, αλλά κυρίως για τον έλεγχο της εσωτερικής και εξωτερικής οικονομικής πολιτικής και για την επιβολή μίας σειράς όρων που μπορούν δυνητικά να επιτρέψουν την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση, την παραγωγική ανασυγκρότηση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό και οι οποίοι φυσικά απαγορεύονται αυστηρά όχι μόνο από τα μνημόνια, αλλά από την ίδια τη δομή της Ε.Ε.
Τέτοιοι όροι, μεταξύ άλλων, είναι: ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών, η επιβολή αυστηρών capital controls και ο έλεγχος της αποταμίευσης και της ρευστότητας. Η κρατικοποίηση βασικών υποδομών και μεγάλων τομέων της παραγωγής, όπως η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, οι επικοινωνίες και η χρήση τους προς δημόσιο συμφέρον, δηλαδή για την κάλυψη στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών και την εξυπηρέτηση επιλεγμένων παραγωγικών αναγκών του δημοσίου ή της κοινωνικής οικονομίας. Η μονομερής άρνηση εξυπηρέτησης και διαγραφή του κρατικού χρέους. Η επίταξη των ιδιωτικών δομών υγείας και η επιστράτευσή τους για τη στήριξη του δημόσιου συστήματος.
Η υψηλή φορολόγηση και ο υποχρεωτικός εσωτερικός δανεισμός, ακόμα και μέσω της υποχρεωτικής κυκλοφορίας ενός ελεγχόμενα πληθωρισμένου νομίσματος, με στόχο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, τις δημόσιες επενδύσεις και τελικά την ανασυγκρότηση μίας παραγωγής η οποία που δεν θα βασίζεται σε ιδιωτικές επενδύσεις. Η επιβολή δασμών και περιορισμών με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής και ο έλεγχος του εξωτερικού εμπορίου, με στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων αγαθών.
Η απαλλαγή από τους νόμους της (καταναγκαστικής) απελευθέρωσης των αγορών και η προνομιακή συναλλαγή του δημοσίου με φορείς κοινωνικής οικονομίας (η οποία αποτελεί και το βασικότερο όρο για την επιβίωσή τους). Ο σταδιακός περιορισμός του πεδίου αναπαραγωγής του κεφαλαίου και η αντίστοιχη απελευθέρωση παραγωγικών διαδικασιών και βασικών αγαθών από την επικράτεια της αγοράς και της χρηματικής κυκλοφορίας.
Οι παραπάνω όροι, οι οποίοι δεν είναι πρωτότυποι αλλά περιλαμβάνονται λίγο-πολύ στα πρόσφατα προγράμματα της αριστεράς πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ, σκιαγραφούν ήδη εναλλακτικούς δρόμους, έξω από την Ε.Ε. και το ευρώ. Προφανώς, κάθε πειστικό πολιτικό πρόγραμμα οφείλει να τους αναπτύξει και να τους εξειδικεύσει ανά τομέα. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να ξέρουμε ότι μία τέτοια ανάπτυξη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εκ των προτέρων, ότι η εναλλακτική με άλλα λόγια δεν μπορεί να το προϊόν μίας πεφωτισμένης πολιτικής ή -χειρότερα- ακαδημαϊκής ελίτ, αλλά είναι πάντα το αποτέλεσμα της πραγματικής ταξικής πάλης, των πραγματικών συσχετισμών.
Και με τα παραπάνω, απαντάμε και στο ύστατο επιχείρημα υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης: δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη και συνεκτική εναλλακτική έξω από αυτή. Και βέβαια δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά γραμμένη μία συνταγή επιτυχίας για την έξοδο (αυτό βέβαια δεν απαλλάσσει την αριστερά από την ευθύνη να συζητά και να επεξεργάζεται το δικό της μεταβατικό πρόγραμμα εξόδου). Όμως, η βεβαιότητα ότι κανείς δεν έχει προτείνει ποτέ κάποια σοβαρή εναλλακτική ξεκινά από τον εγκλωβισμό στην κυρίαρχη ιδεολογία και τον ευρωπαϊσμό: όσο ηγεμονεύει αυτή και αυτός, καμία εναλλακτική δεν θα φαίνεται ως αρκούντως συνεκτική και ρεαλιστική. Εξάλλου, το σχέδιο της παραμονής στο ευρώ μέσω του τρίτου μνημονίου δεν μπορεί να διεκδικεί δάφνες οικονομικού ρεαλισμού και αποτελεσματικότητας, αφού είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα βγει – όπως δεν βγήκαν τα άλλα δύο.
Τελικά, εναλλακτικές πάντα υπάρχουν και είναι πολλές: το θέμα είναι κάθε φορά ποια συμφέρει ποιους – και η παραμονή στο ευρώ συμφέρει σίγουρα την ελληνική αστική τάξη. Άλλωστε, ακόμα και η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να το επιδιώκει, αναγκάστηκε όχι μόνο να αναζητήσει, αλλά και να εφαρμόσει κάποια μέτρα που μέσα τους είχαν το σπόρο των παραπάνω κατευθύνσεων. Αναφερόμαστε στην εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα, όταν η στάση πληρωμών του χρέους και τα capital controls συνοδεύτηκαν από αναγκαστικά μέτρα περιορισμού της χρηματικής κυκλοφορίας και απελευθέρωσης δημόσιων αγαθών, όπως οι συγκοινωνίες. Τις ίδιες εκείνες ημέρες, ακόμα και ο Τσίπρας ομολογούσε ότι αν οι εταίροι δεν δέχονταν μία νέα συμφωνία, η κυβέρνηση θα έβρισκε τρόπο να εξασφαλίσει την αναγκαία ρευστότητα και την πρόσβαση στα βασικά αγαθά.
Το ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι οι παραπάνω όροι που συνοδεύουν την έξοδο από το ευρώ και οι οποίοι συμπυκνώνονται σε περιορισμούς και ελέγχους στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου, φαίνεται ότι θα προκύψουν αναγκαστικά όταν μία αριστερή κυβέρνηση αποφασίσει να κάνει τη ρήξη με την Ε.Ε., ακόμα και αν δεν περιλαμβανόταν όλοι υποχρεωτικά στις διακηρυγμένες της προθέσεις. Όπως λοιπόν η παραμονή στην Ε.Ε. και στο ευρώ αποτελεί σήμερα τη θεμέλια λίθο της αστικής κυριαρχίας, έτσι η έξοδος αποτελεί το κομβικό σημείο κάθε εναλλακτικής, την πόρτα που ανοίγει κάθε νέο δρόμο και ταυτόχρονα την πυξίδα που οδηγεί τα πρώτα βήματα σε αυτόν. Με μία φράση, είναι το κεντρικό επίδικο της ταξικής πάλης.
Αυτό σημαίνει ότι η σαφής υπεράσπιση της εξόδου από την Ε.Ε. και το ευρώ αποτελεί σήμερα βασική προϋπόθεση για κάθε αριστερή πολιτική, για κάθε πολιτικό μέτωπο ή συμμαχία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η συμφωνία γύρω από αυτό το ζήτημα πρέπει να αποτελεί και την προϋπόθεση για την κοινή δράση στο κίνημα. Από την άλλη, είναι φανερό πια ότι όσο κάθε κινηματική διεκδίκηση θα πέφτει στο ντουβάρι του “καλά τα λέτε, αλλά δεν υπάρχει ευρώ”, τόσο τα κινήματα θα ωθούνται να αμφισβητούν τα θεμέλια της κυρίαρχης πολιτικής. Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ΤΙΝΑ, δεν υπάρχει ζωτικός χώρος ούτε για την ελάχιστη κοινωνική διεκδίκηση. Αυτή η συνθήκη αναπροσδιορίζει τη σχέση πολιτικού και κοινωνικού και “κατεβάζει” τα κεντρικά πολιτικά επίδικα πολύ πιο “κάτω”, στην αρμοδιότητα όχι μόνο των κομμάτων, αλλά και των κινηματικών φορέων.
*Το κείμενο είναι η τοποθέτηση του Ν. Νικήσιανη στην εκδήλωση του Δικτύου για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15/1 με θέμα “ΕΕ, Ευρώ εναλλακτικές και Αριστερά”.