του Νικήτα Μυλόπουλου, Καθηγητή Παν. Θεσσαλίας, Δ/ντή Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων και υποψηφίου Ευρωβουλευτή με τη Νέα Αριστερά

Το νερό δε θα μπορούσε να γίνει άμεσα ιδιωτικό με κανέναν νόμο του κράτους, αυτό δεν έχει γίνει πουθενά. Όλα τα σχήματα ιδιωτικοποίησης που προωθήθηκαν στο παρελθόν, σε όποιες χώρες εφαρμόστηκαν -ιδιαίτερα σε αυτές του λεγόμενου τρίτου κόσμου, ήταν πολύμορφα και αφορούσαν είτε στην εμπλοκή πολυεθνικών επιχειρήσεων με συμπληρωματική συμμετοχή του δημοσίου, είτε σε μοντέλα μεταβίβασης των παγίων και της διαχείρισης από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό γίνεται και εδώ, μέσω του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ) Α.Ε., που όπως προβλέπεται με τον νέο νόμο θα λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, θα διαμορφώνει την τιμολογιακή πολιτική του νερού, θα εμπορεύεται το νερό, θα μεριμνά για την εκπόνηση Στρατηγικού Σχεδίου Έργων Αντιπλημμυρικής Προστασίας, θα έχει την ευθύνη εκπόνησης των σχεδίων που προβλέπονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (οδηγίες πλαίσιο για τα νερά και τις πλημμύρες), θα επιβάλει πρόστιμα και θα «μπορεί να εισπράττει και από την εκμετάλλευση της περιουσίας του». H τελευταία δεν διευκρινίζεται επακριβώς, αλλά θα μπορούσε -για παράδειγμα- να αφορά στα νέα μεγάλα υδραυλικά έργα που προτείνει η γνωστή Ολλανδική Εταιρεία στο master plan της ή/και στα ίδια τα υδατικά οικοσυστήματα της Θεσσαλίας.

Για να μην χαρακτηριστώ λαϊκιστής δεν θα προσθέσω εδώ ότι αφιερώνονται περισσότερες σελίδες στον νόμο για τους (υπέρογκους προφανώς) μισθούς των ανώτερων διοικητικών στελεχών του νέου Οργανισμού και των μελών του ΔΣ του, παρά για την υγεία των οικοσυστημάτων, τα οικονομικά των κατοίκων, τη σχεδιαζόμενη ανάπτυξη και τη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία -απουσιάζουν όλα αυτά. Θα επισημάνω ωστόσο ότι ο νόμος κρύφτηκε μέσα σε πολυνομοσχέδιο του ΥΠΕΝ, η διαβούλευση ήταν επιεικώς εικονική, ότι αφορά καταρχάς στο νερό της άρδευσης -άρα στους τεράστιους όγκους υδατικών αποθεμάτων – σε σχέση με τις έως τώρα απόπειρες ιδιωτικοποίησης του νερού της ύδρευσης, άρα και τα περιθώρια κέρδους πολλαπλασιάζονται αναλόγως.

Είναι γνωστό ότι διεθνώς η ιδιωτικοποίηση του νερού οδήγησε σε τεράστια αύξηση της τιμής του και ταυτόχρονη μείωση τόσο της ποιότητάς του, όσο και όλων των σχετικών υπηρεσιών  (συντήρηση εγκαταστάσεων, αγωγών κλπ) με επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Στην περίπτωση του ΟΔΥΘ Α.Ε. το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο εξοργιστικό για δύο λόγους:

  1. για τη μεθόδευση «υφαρπαγής γης» (land grabbing) που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Θεσσαλία, όπου μεγάλες εκτάσεις θα περάσουν στα χέρια των funds, προφανώς έναντι πινακίου φακής με στόχο τη μετάβαση σε εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες τύπου συμβολαιακής γεωργίας με βιομηχανίες και μεγάλες φίρμες σούπερ μάρκετ. Στην περίπτωση αυτή, η ιδιωτικοποίηση του νερού κουμπώνει άψογα στα υπερκέρδη των funds, ώστε να προκύψει κυριολεκτικά το «δίνουμε γη και ύδωρ» στα επιχειρηματικά συμφέροντα.
  2. Όλος ο σχεδιασμός, μην το ξεχνάμε, γίνεται πάνω στον βούρκο του βυθισμένου κάμπου, ρημαγμένου από την έλλειψη δημόσιων έργων προστασίας και οχύρωσης, ικανού ωστόσο να στηρίξει την επιχειρηματική λεηλασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Όσο για τους ανθρώπους του κάμπου, περιμένουν ακόμη τις αποζημιώσεις, αυριανοί κολίγες στα χωράφια τους.

Το νερό είναι το τελευταίο φετίχ για τους υστερικούς με τις ιδιωτικοποιήσεις της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μετά την ασφάλιση, την ενέργεια, την υγεία και τα Πανεπιστήμια, το νερό τρέχει κι αυτό προς τα πάνω, προς τα κέρδη των funds, για να ολοκληρωθεί η δυστοπία.