«Η ζωή, γενικά, δεν είναι κάτι που το κατέχουμε, αλλά κάτι που μονίμως πρέπει να το ανακαλύπτουμε, σαν το πρόσωπο μας που καθημερινά, ώρα με την ώρα, φαίνεται διαφορετικό στον καθρέφτη. Στην Ελλάδα για να ανακαλύψεις τη ζωή πρέπει να βγεις στους δρόμους. Προσωπικά είμαι περήφανος που σπούδασα τον Πλάτωνα, τον Καντ και τον Χέγκελ –αλλά είμαι απείρως πιο περήφανος που πέρασα χρόνια στα ταβερνεία, στα σκυλάδικα, στα κωλάδικα, στα γήπεδα και στα μπαρ. Οι άνθρωποι διαλέγουν τα μέρη όπου πηγαίνουν, η «αλήθεια» αντίθετα πάει παντού. Ευτυχώς.

Κωστής Παπαγιώργης, συνέντευξη στη Lifo

Αυτό το κείμενο γράφεται λόγω της μόνης μου διαφωνίας με το εξαιρετικό κείμενο του Σπύρου Γιανναρά περί Χωμενίδη. Μόνη διαφωνία μου με σειρά αγαπημένων διανοουμένων, θα τολμήσω να πω, που στέκονται επικριτικά και αρνητικά απέναντι στο σκυλάδικο, ταυτίζοντάς το με την μετά το ’80 πασοκο-κατάπτωση και πασοκο-κατάσταση.

Για ορισμένους η διαφωνία είναι απλά θέμα ορισμού ― σκυλάδικο ονομάζουν τον ΛεΠα, την Δημητρίου, τα πουλέν του Φοίβου και τους αντίστοιχους σύγχρονους λαϊκό-ποπ αστέρες, αλλά άπαξ και πέσουν οι διευκρινίσεις δεν έχουν πρόβλημα με το πραγματικό σκυλάδικο. Για άλλους είναι θέμα βιωματικό. Η τζαζ, το ροκ, το έντεχνο, ή και το χιπ χοπ μιλάνε μέσα τους, αλλά το σκυλάδικο τους ενοχλεί στην ευαίσθητη γαλλική μυτούλα. Είναι οι self-hating Greeks του «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος» και «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν αυτά».

Δεν σε υποχρεώνει κανείς να ακούς σκυλάδικα. Το υπογράφω με Carnation στ’ αυτί και Rock ’n’ Roll στο μάτι, οι μουζικούλες που αγαπάω είναι γνωστές. Όμως, έχω πάει σε σκυλάδικα. Έχω δει τους ανθρώπους της εργασίας και της καταστροφής του παραδοσιακού τους βίου να  σκορπίζονται –  σκόρπισμα, σκεδάννυμι, η διασκέδαση από αρχαιοτάτων χρόνων. Κι αυτό το «από αρχαιοτάτων χρόνων» είναι που έβλεπες, ακέραιο, στα σκυλάδικα, όταν είχα τη χάρη να τα ζήσω, κι ας ήταν απέξω απέξω. Αν ήθελες να δεις, βέβαια.

Μιλάω για τα αληθινά σκυλάδικα. Εκεί που ποτέ δεν υπάρχουν φίρμες, εκεί που το έκο είναι απαραίτητο. Αυτά της Εθνικής Λάρισας- Βόλου, των χωραφιών της επαρχίας, της Εθνικής Αθηνών – Λαμίας, αυτά που επισκέφτηκε ο Κουτρουμπούσης και ο Παπαγιώργης, με το μάτι τους καθαρό και χωρίς προκαταλήψεις. Αυτά στα οποία δεν ξέρεις τα πιο πολλά τραγούδια, που ξέρεις όμως όλες τις παραγγελιές που χορεύουν μόνα τους αγόρια κουρασμένα, τσακισμένα και, τώρα πια, ξαλαφρωμένα από πολλά χιλιάρικα. Και ευχαριστημένα που τα σέβονται, και ρίξανε ψαλίδι στο λογαριασμό.

«Ψαλίδι βάζει το μαγαζί. Ας πούμε ότι κάνεις ζημιά δύο χιλιάρικα. Λες, πάρε χίλια διακόσια, χίλια τρακόσια. Ε, θα πει το κάτι του, αλλά στο τέλος θα σου πει, αδελφέ εντάξει είμαστε. Μαλάκας είναι να σε χάσει από πελάτη;»

Το σκυλάδικο δεν έχει σταρ, δεν έχει χώρους απαστράπτοντες, δεν έχει μερτσεντέ παρκαρισμένες στο πάρκινγκ με τους ένστολους παρκαδόρους. Στο σκυλάδικο παρκάρουν μόνα τους τα αγόρια με τα γιαπωνέζικα, με καρότσες ή άνευ.

Μέτριες ή κακές φωνές, κατεστραμμένες από ξενύχτι, καταγώγια, αλκοόλ και τσιγάρο, γερασμένες πρόωρα, έχει το σκυλάδικο. Φωνή που μόνο να κρατά το μέτρο μπορεί, κι αυτό με το ζόρι, ανίκανη για οτιδήποτε άλλο, φωνή με το χαρακτήρα που δηλώνει σκυλάδικο, που αποτελεί το δελτίο ταυτότητας. Φωνή γυναίκας σπασμένης, με βαρύ μέηκ απ και αποκαλυπτικά ρούχα, μάγισσας γοητείας εκεί μέσα, ούτε για μια ματιά το πρωί.

Τη συνοδεύουν όργανα που παίζουν εκκωφαντικά, σχεδόν θόρυβος, η μελωδία δεν υπάρχει στο σκυλάδικο, στο χώρο ευθύνης του διονυσιακού, όταν ακόμη ο Διόνυσος ήταν στα γεννοφάσκια. Όπως κάποτε συμφωνήσαμε με τον φίλο Αντρέα, εδώ, σε αυτό τον ευτελή τόπο, ο έχων ώτα ακούει την αρχική κραυγή της τέχνης ― την αυθεντικότερη και αληθινότερη έκφρασή της. Εκεί, η αληθινή πρώτη υπαρξιακή κραυγή του ανθρώπου, ή ότι κοντινότερο θα ακούσουμε σε αυτή ποτέ. Το σκυλάδικο είναι τόσο γνήσιο και τόσο περιφρονημένο όσο και τα ένστικτά μας. Στη μορφή που δε θέλουμε να ξέρουμε, που πολεμάμε να θάψουμε, που αρνούμαστε χάριν του βερνικιού «πολιτισμού» που μας περάσανε και καμαρώνουμε. Το σκυλάδικο είναι επαφή με αυτό που αρνούμαστε ότι είμαστε. Όλοι.

Γι’ αυτό και επιμένω, γυρίζοντας στο κείμενο του Σπύρου Γιανναρα, ότι, το ΠΑΣΟΚ δεν αγάπησε το σκυλάδικο. Αγάπησε τους πρώην σκυλάδες που τα κατάφεραν να περάσουν στο εκπεσόν λαϊκό και βιαστηκαν να ξεχάσουν το παρελθόν τους – δηλαδή την εικόνα του. Τα ίδια με το ΠΑΣΟΚ αγάπησε – στο πρόσωπο της Στανίση- και μέρος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, πρώην ΑΝΕΛ, πρώην ΚΚΕ. Το σκυλάδικο όμως, δεν γνώρισε τέτοιες αγάπες. Δεν έχει πρώτα ονόματα. Το σκυλάδικο δεν το άγγιξε και δεν το κατάλαβε κανείς, από οποιαδήποτε ελίτ ή πρωτοπορία, με ελάχιστες εξαιρέσεις (φόρος τιμής εδώ στον Κουτρουμπούση, τον Παπαγιώργη, τον Πετρόπουλο, τον Βακαλόπουλο). Γι’ αυτό και παραμένει κλαυθμός βαθύς και πρωτόγονος και δεν αγγίχτηκε από αναλύσεις.

«Η πραγματική Ελλάδα είναι Εκτός Πραγματικότητας»*

Στις ερημιές, μακρυά από την πόλη και τους νοικοκυραίους, εκεί που μόνο σκυλιά άκουγες να γαυγίζουν, κακό φαί και φτηνή μουσική, μαυράκι, ίσως πρέζα, κάποια κορίτσια να τραγουδούν και να εκδίδονται μαζί – τα πρώτα σκυλάδικα. Σκύλοι, λέει ο Πετρόπουλος, ήταν οι σκληροτράχηλοι μάγκες, οι μοναχικοί.

Ο Νικ Κέηβ είχε γράψει (και το έχει σχολιάσει στην πάλαι ποτέ Ελευθεροτυπία και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, αλλά δεν μπόρεσα να το βρω στο δίκτυο, δυστυχώς) πως ενώ ήταν από παιδί φαν του Έλβις, αυτό που του έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση ήταν όταν είδε σε βίντεο μιά παράσταση του Βασιλιά στο Λας Βέγκας.

Η εικόνα του ύστερου, μεσήλικα Έλβις, του χοντρού, του καταϊδρωμένου, που έχει αποδεχτεί ως μοίρα του να διασκεδάζει σιτεμένες οπαδούς και περαστικούς τζογαδόρους, που τραγουδάει ανάκατα μελό και κλασσικά του τραγούδια, τρεκλίζοντας και μπερδεύοντας τα λόγια του, τίγκα στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, μέσα σε μια απέραντη μοναξιά ― για να λυτρωθεί στο τέλος της παράστασης μέσα από κάποιο τραγούδι που τον ανεβάζει στα ουράνια – φάνηκε στον Κέηβ ως η ιδανική παραβολή της σταύρωσης και της ανάστασης, της τέχνης και της ζωής. Εκεί, γράφει, στο Λας Βέγκας, ο Έλβις έγινε πραγματικά Έλβις.

Αυτό είναι και το σκυλάδικο. Μόνο που οι θεράποντες του, όπως οι περισσότεροι από μας, δεν έχουν ανέβει προηγουμένως στα ουράνια.

«Χρόνια τώρα, το σκυλάδικο ήταν αυτό που ήταν και δεν καμώθηκε ποτέ για το αντίθετο. Δε θέλησε να κηρύξει μανιφέστα, να δώσει λύσεις, να έχει άποψη. Δεν δήλωσε ποτέ κάποια ανωτερότητα, του έφτανε το «πάμε να ξεπλύνουμε τ’ αφτιά μας σε κάνα σκυλάδικο». Περιορισμένο μέσα στα ενδιαιτήματά του, τα σκυλάδικα κέντρα, βαθιά προσωπικό και σεξουαλικό, άνθισε πάνω στη βάση της καθημερινής μας ομερτάς, στη σκιά που έριχνε η μελετημένη αμφιβολία της συμβατικής μας κοινωνικότητας. Μαζί όμως με τους παλιούς ραδιοπειρατές, αποτελεί ένα καταπληκτικό δείγμα λαϊκής κουλτούρας της σύγχρονης Ελλάδας, που ποτέ δεν μελετήθηκε όσο του άξιζε. Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και τα τραγούδια της, πες τα, ρε Χρήστο Γιανναρά: «ο φαυλεπίφαυλος κύκλος της ηθικής μας κρίσης». Αυτό ακριβώς!».

«Η εμπειρία μου στα σκυλάδικα δεν μπορεί να συγκριθεί με μια θεατρική παράσταση, όσο επιτυχημένη και αν είναι. Είναι σαν να συγκρίνεις έναν αληθινό οργασμό με κάποια που τον υποδύεται στο σανίδι. Γίνεται; Αν δεν βιώσεις τις νύχτες στα σκυλάδικα σαν αληθινός εργάτης, δεν μπορείς να νιώσεις τη μαγεία του. Είναι σαν μια ορολογιακή βομβα η εμπειρία που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά θεατρική ή κινηματογραφική.

Είναι, φυσικά, και κάποια πράγματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Εμπειρίες από τα σκυλάδικα, ας πούμε… Τα πρώτα μαθήματα κονσομασιόν μού τα έδωσε βετεράνα τραγουδίστρια με κωμικοτραγικά, για μένα, αποτελέσματα. Είναι μόνη στο τραπέζι με ένα μαλάκα και θέλει να αδειάσει το μπουκάλι γρήγορα, για να έρθουν τα υπόλοιπα, αφού το θύμα είναι “φορτωμένο’ με τα λεφτά της επιδότησης. Εκείνη τη βραδιά ακούω για πρώτη φορά στη ζωή μου τον όρο αγροτικές επιδοτήσεις. Όλοι οι αγρότες του θεσσαλικού κάμπου καταφτάνουν με τη σαγιονάρα και το τσουράπι, ενώ στο χέρι κρατάνε παραφουσκωμένα τσαντάκια, τα παλιακά εκείνης της εποχής. Πηγαίνω, λοιπόν, που λέτε εγώ το άμοιρο, και την ώρα που το θύμα είναι τουαλέτα, η τύπισσα μου παραδίδει μαθήματα ταχείας εκμάθησης κονσομασιόν. «Θάνο, την ώρα που μιλάμε και τον αγκαλιάζω, εσύ κάνε συνέχεια ‘στην υγειά σας’, γέμιζε τα ποτήρια και να πετάς το ουίσκι στο πάτωμα». Ένα, δύο, τρία, σε λίγο με τρομαγμένες κινήσεις εγώ το έχω τελειώσει και η γκόμενα χαρούμενη ζητάει δεύτερο. Τότε ο μάγκας, ο οποίος ήξερε όλη τη χορογραφία, μου λέει το εξής συγκλονιστικό, που εκείνη την ώρα ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί: “Θάνο, λεβέντη μου, να παραγγείλουμε και δεύτερο και τρίτο άμα γουστάρεις, όταν όμως χύνεις κάτω το ουίσκι να το ρίχνεις στη μοκέτα γιατί η γαλότσα μου έχει πλημμυρίσει.”…

Δεν προσπάθησα να συνδυάσω τίποτε, τίποτε! Πάντα πήγαινα εκεί που με πήγαινε η ζωή, το αλάνθαστο ένστικτό μου και πάντα αναζητούσα στους ανθρώπους την αλήθεια τους, είτε αυτοί ήταν απόφοιτοι του Χάρβαρντ είτε νονοί της νύχτας. Αν έπρεπε υποχρεωτικά να επιλέξω, εγώ, ειλικρινά σου λέω, θα επέλεγα τους δεύτερους γιατί εκεί βρήκα υπέροχους ανθρώπους, ενώ με τους περισσότερους διανοούμενους δεν τα πήγαινα καλά.»

Αντί επιλόγου

Από παιδί είχα μιαν απέχθεια στους νικητές. Δεν πα’ να γράφαν την ιστορία, την αρχή της, το τέλος της και όλα τα πρήκουελ και τα σήκουελ… Δεν συνεκινούμην. Από το Βιτγκεστάιν προτιμούσα τις κατεστραμμένες οξυζενέ ξανθιές της παλαιάς εθνικής Λαρίσης Βόλου. Επιμένω. Τι ξέρει αυτός, αδελφέ μου; Μπας και του έσπασε ποτέ κανένας δυό ντουζίνες πιάτα, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ενώ το έκο έκο έκο γέμιζε τον αέρα «γεννήθηκες για την καταστροφή»;

 

*Χρήστος Βακαλόπουλος