των Δημήτρη Κατσορίδα και Γιώργου Κολλιά

1. Τι σηματοδότησε η ήττα του 2015

Για τις δυνάμεις που εκπροσωπήθηκαν πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ και πίστεψαν στην αντιμνημονιακή προοπτική, το 2015 αποτέλεσε το χρονικό εκείνο ορόσημο που στην συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνικής πλειοψηφίας που τον ακολούθησε, παγιώθηκε η αίσθηση του «δεν υπήρχε άλλη λύση» από αυτή που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τελικά να εφαρμόσει. Δηλαδή, την εφαρμογή ενός τρίτου μνημονίου με τις επιταγές της Κομισιόν και του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη απογοήτευση του κόσμου που τον εμπιστεύτηκε, η εσωκομματικές αναταράξεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ από ένα δυναμικό που αρνήθηκε να συμβιβαστεί, οδηγώντας στην διάσπαση του κόμματος, στην δημιουργία της ΛΑΕ από τους αποχωρήσαντες μαζί με άλλες δυνάμεις, αλλά και την επανάκαμψη της δεξιάς με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, το 2019, με όρους ρεβανσισμού σε όλα τα επίπεδα.

2. Που βρισκόμαστε σήμερα

Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης έδωσε την ευκαιρία στο αστικό μπλοκ εξουσίας να συνεχίσει την επίθεση στα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, σε όλα τα μέτωπα, με την πλήρη αποδιάρθρωση των μισθών και του εργατικού διακαίου, με τελικό χτύπημα στο εθνικό σύστημα υγείας και στα ασφαλιστικά δικαιώματα, και με απίστευτη καταστολή και αυταρχισμό ενάντια σε ότι κινείται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής.

Η οργανωτική κατάσταση των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων των εργαζόμενων τάξεων βρίσκεται στο χειρότερο σημείο από την μεταπολίτευση και έπειτα. Αδυνατούν, είτε σε κοινωνικό είτε σε πολιτικό επίπεδο, να διαμορφώσουν τους όρους ενότητας της εργατικής τάξης απέναντι στην ανασυγκρότηση που επιβάλει το κεφάλαιο. Η εργατική τάξη και τα σύμμαχα κοινωνικά στρώματα, βλέποντας τις πολιτικές τους εκπροσωπήσεις να αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα ενιαίο πολιτικό κέντρο αγώνα στην βάση των αναγκών επιβίωσής τους, βρίσκεται σε μια πρωτοφανή παράλυση με αποσπασματικές, είναι αλήθεια, κινηματικές εξάρσεις, που όμως δεν αρκούν να δημιουργήσουν ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα ανατροπής, και από τα κάτω και από τα πάνω.

3. Τι επιβάλει η συγκυρία. Προς μια πολιτική συμμαχιών

Επιβάλλει, καταρχάς, μια γραμμή άμυνας όλων των ηττημένων και κατακερματισμένων κοινωνικών δυνάμεων, την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, επικεντρώνοντας σε τομείς αιχμής και σε χώρους εργασίας που διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα και οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν το όχημα εκείνο που θα συμπαρασύρει στον αγώνα και θα αποτελέσει πόλο συσπείρωσης και άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Όσον φορά τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, η συγκυρία επιβάλλει μια τακτική συμμαχιών, δηλαδή μια πολιτική Ενιαίου Μετώπου, ως το μόνο ικανό να προσφέρει πολιτική έκφραση στις σκόρπιες κοινωνικές αντιστάσεις. Και η πρόταση του ΜΕΡΑ25, δια στόματος Βαρουφάκη, κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Όμως, τί είναι το Ενιαίο Μέτωπο (Ε.Μ.) που αρνούνται ουσιαστικά να συγκροτήσουν όχι μόνο το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τμήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς;

Η συγκρότηση του Ε.Μ. δεν είναι κάτι συμπτωματικό ή μια δόλια μανούβρα. Αντίθετα, αποτελεί έκφραση της επιθυμίας να εξασφαλιστεί σε όλες τις δυνάμεις της εργασίας η δυνατότητα ενός μετώπου αντίστασης ενάντια στην εργοδοτική και κυβερνητική επίθεση, παρά τη διαίρεση των πολιτικών οργανώσεων που στηρίζονται ή μιλούν στο όνομα της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό το Ε.Μ. αγκαλιάζει καθεμιά κι όλες μαζί τις οργανώσεις που αναφέρονται στην εργατική τάξη, στο βαθμό βεβαίως που επιθυμούν να συμμετάσχουν στην πάλη.

Επί της ουσίας, απέναντι στην χωριστική γραμμή των σχηματισμών της Αριστεράς, το ΜΕΡΑ25 κινείται σε δύο επίπεδα: Αφενός, προτείνει στα άλλα κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ριζοσπαστική εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) μια ενιαιομετωπική πολιτική συμμαχιών εναντίον της νεοφιλελεύθερης και συντηρητικής κυβερνητικής πολιτικής με προοπτική τη «συγκρότηση ενός πραγματικού προοδευτικού μετώπου το οποίο θα στηρίξει μια προοδευτική διακυβέρνηση, που θα εφαρμόσει ένα πραγματικά προοδευτικό, ανατρεπτικό, ριζοσπαστικό πρόγραμμα Ρήξης με την ολιγαρχία». Αφετέρου, προτείνει την «Προγραμματική Συστράτευση του κατακερματισμένου αγωνιστικού χώρου» (κινήσεων, κομμάτων και ατόμων) της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο οποίος θα εκφραστεί και στις βουλευτικές εκλογές. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει τόσο με τη διεύρυνση του τίτλου του ψηφοδελτίου του ΜΕΡΑ25, όσο και με την ένταξη των συνεργαζόμενων δυνάμεων και προσώπων στα αντίστοιχα ψηφοδέλτια «στην βάση κοινού, συνεκτικού, περιεκτικού, ελάχιστου Προγράμματος Ρήξης, [και] της αρχής του σεβασμού της αυτονομίας των συνεργαζόμενων», όπως το ίδιο προτείνει, με προοπτική τη «σταδιακή σύγκλιση σε Σχέδιο Μετάβασης προς μια κοινωνία απελευθερωμένη από τις καπιταλιστικές, πατριαρχικές και τεχνοφεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής».

Προφανώς, στο ΜΕΡΑ25, έχουν αντιληφθεί ότι ενστικτωδώς οι εργαζόμενοι είναι πάντα υπέρ της ενότητας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη συστηματική επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο εναντίον τους. Αντίθετα, όσοι πολιτικοί φορείς της Αριστεράς αρνούνται αυτή την ενωτική στάση, θα είναι υπόλογοι απέναντι στον κόσμο της εργασίας, που τον αφήνουν μόνο του απέναντι στη βάρβαρη πολιτική της Δεξιάς.

Εν κατακλείδι, απέναντι στα επιτελεία της άρχουσας τάξης, χρειάζεται να αντιτάξουμε ένα νέο επιτελείο και το σχέδιο-πρόγραμμα μιας πολιτικής συμμαχιών Ενιαίου Μετώπου δράσης.