αναδημοσίευση από τον «Ημεροδρόμο» με την άδεια του συντάκτη
«O Ιησούς σηκώθηκε, ένιωσε μια άπειρη δύναμη να ξυπνά στο πνεύμα του, εκείνη την ώρα ήταν ικανός να κάνει τα πάντα, να διώξει το θάνατο από εκείνο το κορμί, να κάνει να επιστρέψει σ’ αυτό η ύπαρξη και το είναι του ακέραια, ο λόγος, η κίνηση, το γέλιο και το δάκρυ ακόμη, όχι όμως κι ο πόνος, μπορούσε να πει, Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή, όποιος σε μένα πιστεύει, ακόμη και νεκρός, θα ζήσει, και θα ρωτούσε τη Μάρθα. Εσύ το πιστεύεις αυτό, και εκείνη θα απαντούσε, Ναι, πιστεύω ότι είσαι ο γιος του Θεού που θα ερχόταν στον κόσμο, κι έτσι, αφού βρίσκονται όλα τα χρειώδη διαθέσιμα και παρατεταγμένα, η δύναμη και η δυνατότητα, η θέληση να τις χρησιμοποιήσει, το μόνο που λείπει είναι ο Ιησούς , κοιτάζοντας το εγκαταλειμμένο από την ψυχή του σώμα, απλώνοντάς του τα χέρια, δείχνοντάς του το δρόμο της επιστροφής, να πει, Λάζαρε, σήκω, κι ο Λάζαρος να σηκωθεί, γιατί ο Θεός το θέλησε, ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή, την πραγματικά τελευταία και έσχατη, η Μαρία η Μαγδαληνή βάζει το χέρι της πάνω στον ώμο του Ιησού και του λέει. Κανείς δεν έχει αμαρτήσει τόσο στη ζωή του που ν’ αξίζει να πεθάνει δυο φορές, και τότε ο Ιησούς άφησε τα χέρια του να πέσουν και βγήκε έξω να κλάψει». (Ζοζέ Σαραμάγκου , «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον», εκδόσεις «Καστανιώτη»).
γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
Η Θρησκεία είναι η «ανεστραμμένη συνείδηση του κόσμου» (Μαρξ). Ενός κόσμου που «σε αυτόν που όλη του τη ζωή δουλεύει και στερείται, η θρησκεία διδάσκει ταπεινοφροσύνη και υπομονή στην επίγεια ζωή, παρηγορώντας τον με την ελπίδα της επουράνιας ανταμοιβής. Και σε εκείνους που ζουν από ξένη εργασία, η θρησκεία διδάσκει την αγαθοεργία στην επίγεια ζωή, προσφέροντάς τους μια πολύ φθηνή δικαίωση για όλη την εκμεταλλευτική τους ύπαρξη και πουλώντας τους σε πολύ συμφέρουσα τιμή εισιτήρια για την επουράνια μακαριότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» (Λένιν).
Είναι ακριβώς οι…κοσμικές αναγκαιότητες αυτού του εκμεταλλευτικού κόσμου που κατέστησαν τη θρησκεία «εργαλείο» και πλευρά των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων ανά τους αιώνες.
Τέτοιο «εργαλείο» είναι φυσικά και ο χριστιανισμός, όπως και όλες οι θρησκείες, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διαπερνώνται από το εξής σχήμα: Ακόμα κι αν ο επίγειος βίος δεν είναι τόσο φιλικός με τον άνθρωπο, η δικαιοσύνη θα αποκατασταθεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε μια …άλλη ζωή. Μια ζωή, που η «επαλήθευση» της ύπαρξής της ανάγεται στη σφαίρα των ιδεών και του «πίστευε και μη ερεύνα».
Με άλλους λόγους, αυτό το στοιχείο της μεταθανάτιας ανταμοιβής, που προβάλλεται από όλα τα θρησκευτικά δόγματα, γίνεται πολύ χρήσιμη και αξιοποιήσιμη δύναμη για την αποτροπή της αντίδρασης των καταπιεζόμενων εναντίον των καταπιεστών τους σε τούτον τον …μάταιο κόσμο. Κατ’ αυτό τον τρόπο η θρησκεία λειτουργεί αντικειμενικά ως ο «δεξιός βραχίονας» της κάθε καταπιεστικής εξουσίας, η οποία μόνο οφέλη έχει από ένα «εργαλείο» όπως η θρησκεία, που καλλιεργεί στον στερημένο και εκμεταλλευόμενο αυτού του κόσμου την παρηγοριά της επουράνιας ανταμοιβής, με ενέχυρο την καρτερικότητα για όσα υφίσταται επί της Γης.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στον χριστιανισμό, που ο Ενγκελς αναγνώρισε ότι στην «πρωτόγονη» φάση του «υπάρχουν άξια προσοχής σημεία προσέγγισης με το σύγχρονο εργατικό κίνημα», η αξιοποίηση από τις κυρίαρχες τάξεις του «λυτρωτικού» του μηνύματος, που ανάγεται στο «μεταθανάτιο υπερπέραν» (σε αντίθεση με το σοσιαλισμό, ο οποίος, όπως έλεγε ο Ενγκελς, «κηρύττει» τη λύτρωση στον επίγειο κόσμο, στο μετασχηματισμό της κοινωνίας), είναι πασίδηλη από την εποχή της αρχαίας Ρώμης.
Ο χριστιανισμός, από θρησκεία των δούλων και των μη εχόντων δικαιώματα, έγινε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας του Καίσαρα, του Βυζαντίου και επίσημη ιδεολογία του Μεσαίωνα. Εγινε, δε, πολύτιμος στυλοβάτης των «Αρχών» ακολουθώντας «θαυματουργές» συμβουλές, όπως του Ναζιανζηνού προς τον Αγιο Ιερώνυμο:
«Εχουμε ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερους μύθους για να μπορούμε να εντυπωσιάζουμε τον όχλο. Οσο λιγότερο καταλαβαίνει ο όχλος τόσο πιο ενθουσιώδης γίνεται»…
Ειδικά στις συνθήκες του καπιταλισμού, ο Μαρξ σημείωνε ότι «ο χριστιανισμός με τη λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου… αποτελεί την πιο κατάλληλη μορφή θρησκείας για μια κοινωνία εμπορευματοπαραγωγών».
Ένα κοινωνικό σύστημα που επικαλύπτει την εκμεταλλευτική του φύση με ένα πέπλο φετιχισμού (οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό παίρνουν τη φαντασμαγορική μορφή της σχέσης των ανθρώπων απέναντι στα πράγματα), χρειάζεται μια θρησκεία που να εξηγεί τα επίγεια δεινά με ανάλογο φετιχιστικό τρόπο. Μια θρησκεία, που, όπως όλες οι θρησκείες, αλλά πιο εκλεπτυσμένα, θα αξιοποιεί το φόβο του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο, θα δαιμονοποιεί τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, θα «θεοποιεί» τις συμφορές της ανεργίας, της φτώχειας, της αρρώστιας κλπ., και θα χρησιμοποιεί την άγνοια του ανθρώπου για να γεννήσει στη συνείδησή του το Θεό.
Μια θρησκεία «βολική», που διακονεί την πίστη σε μια καλύτερη ζωή (αλλά μετά θάνατον), η οποία θα κατακτηθεί μέσω της εξατομικευμένης «νηστείας και προσευχής», με το άτομο να καλείται να απορρίψει την επίγεια συλλογική δράση και ως ακίνδυνο άθυρμα να «γυρνά και το άλλο μάγουλο»…
«Η πιο βαθιά πηγή των θρησκευτικών προλήψεων είναι η εξαθλίωση και η αμάθεια. Αυτά πρέπει να καταπολεμήσουμε», έλεγε ο Λένιν, που ταυτόχρονα σημείωνε πως η παραπάνω τοποθέτηση θα συνιστούσε μια ανώδυνη εξήγηση της θρησκείας για το σύστημα, αν δε συμπληρωθεί από τη θέση πως οι ρίζες της θρησκείας «στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες είναι κύρια κοινωνικές».
Το ζητούμενο επομένως είναι το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό πλαίσιο. Αυτή είναι και η εξήγηση στο γιατί η τεράστια πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας – που συντελείται σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια – δεν επιφέρει αυτόματα την απαλλαγή από τα δεσμά του θρησκευτικού μυστικισμού, ακόμα και σε αρκετούς από εκείνους που κατέχουν τα επιστημονικά εφόδια. Ο Λένιν το είχε διαγνώσει: Δεν μπορεί να αποκλειστεί «αντιδραστικές προσπάθειες (να) γεννιούνται από την πρόοδο της επιστήμης».
Ο Πάβελ Γκούρεβιτς στο βιβλίο του «Οι θεοί ξαναζούν», αναφερόμενος στη σκέψη του Λένιν, σημείωνε τη θέση του τελευταίου ότι η επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων και η προσωρινή τους νίκη οδήγησαν σε προσπάθειες εκ μέρους της άρχουσας τάξης «να αναβιώσει τη θρησκεία, να αυξήσει την απαίτηση για θρησκεία, να ανακαλύψει θρησκεία, να μπολιάσει τους ανθρώπους με θρησκεία, ή να δυναμώσει την επιρροή της θρησκείας με νέες μορφές».
Επομένως, πώς αντιμετωπίζεται το φαινόμενο του θρησκευτικού ανορθολογισμού;
Ο μαρξισμός – λενινισμός είναι σαφής: “Η θρησκευτική καχεξία είναι, κατά ένα μέρος, η έκφραση της πραγματικής καχεξίας, και, κατά ένα άλλο, η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική καχεξία. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που “πάλη ενάντια στην θρησκεία σημαίνει πάλη ενάντια στον κόσμο, που πνευματικό του άρωμα είναι η θρησκεία” (Μαρξ) .
Η θρησκεία δεν πρέπει και δεν μπορεί να εξετάζεται ως υπό εξόντωση αντικείμενο. Και τούτο όχι μόνο για λόγους σεβασμού απέναντι στο θρησκευτικό δικαίωμα του καθενός. Μια τέτοια αντιμετώπιση θα ήταν άλλωστε, το λιγότερο, κουτή, με την έννοια ότι όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια που επηρεάζει τον άνθρωπο έχει γίνει μέρος της κληρονομιάς, των παραδόσεων και των αισθημάτων του, όπως σημειώνει ο Δ. Κασιούρας, στο βιβλίο του «Μαρξισμός και νεοορθόδοξοι».
Η υπέρβαση των θρησκευτικών προκαταλήψεων δεν θα έρθει διά διαταγμάτων, αλλά μέσα από την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, που γεννούν το έδαφος για μεταφυσική απόδραση από την πραγματικότητα.
«Τις θρησκευτικές προλήψεις – συνιστούσε ο ηγέτης των Μπολσεβίκων – πρέπει να τις καταπολεμάμε με πολύ μεγάλη σύνεση. Μεγάλη ζημιά προξενούν εκείνοι που προσδίνουν στην πάλη αυτή ένα τόνο προσβολής του θρησκευτικού αισθήματος. Η πάλη αυτή πρέπει να γίνεται με την προπαγάνδα, με τη διαφώτιση. Προσδίδοντας οξύ τόνο στην πάλη αυτή, μπορούμε να ερεθίζουμε τις μάζες. Μια τέτοια πάλη επιτείνει τη διαίρεση των μαζών με βάση τη θρησκεία, ενώ η δύναμή μας βρίσκεται στην ένωση».
Η υπέρβαση της δοξασίας θα έρθει μέσα από την ανατροπή εκείνης της πραγματικότητας, που για τη διαιώνισή της οι άνθρωποι πρέπει να μένουν καθηλωμένοι σε ρόλο θεατή της ιστορίας, σε ρόλο θεατή εκείνων των άλλων που ορίζουν τη ζωή τους. Οι άνθρωποι παύουν να έχουν την ανάγκη του Θεού, όταν πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ζωής τους και για να την πάρουν πρέπει να μάθουν ότι μπορούν και πρέπει να το κάνουν.
Η διατύπωση του Μαρξ παραμένει αξεπέραστη:
«Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση… Οι πηγές της θρησκείας – τόνιζε – δε θα βρεθούν στον ουρανό, αλλά εδώ στη Γη. Μόλις αυτή η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, της οποίας η θρησκεία είναι αντανάκλαση, διαλυθεί, η τελευταία θα πεθάνει από φυσικό θάνατο».