του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, υποψήφιου στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη,  Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και Διευθυντή του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)

Φταίει άραγε η κοινωνία;

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται εύλογα, όμως είναι συγκλονιστικά ελλιπή –με ελλείψεις τόσο σοβαρές, που τα καθιστούν, όχι μόνο ανακριβή, αλλά και παραπλανητικά (αν όχι ευθέως υβριστικά προς το χειμαζόμενο πληθυσμό της χώρας). Και η μείζων παραπλάνηση που διαμορφώνουν –και καταστρεπτικά προωθούν– είναι πως για το ζοφερό αποτέλεσμα φταίει τελικά… το εκλογικό σώμα. Το αντιπολιτευόμενο πολιτικό προσωπικό που φιλοδόξησε να εκπροσωπήσει τα λαϊκά στρώματα δεν φταίει σε τίποτα, για όλα φταίει η κοινωνία. Το μοτίβο είναι άλλωστε παλαιόθεν γνωστό: δεν ήταν και πάλι η κοινωνία που έφταιγε για τη διαβόητη kolotumba, δεν έφταιγε μήπως και πάλι αυτή που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ εναγώνια να προσπαθεί να πείσει πως δεν απειλεί τίποτα και κανέναν, και πως εφεξής θα γίνει κανονική –δηλαδή νεοφιλελεύθερη– σοσιαλδημοκρατία χωρίς αστερίσκους και τέως αριστερές αναφορές;

Όμως δεν είναι έτσι. Για την ακρίβεια, πρόκειται για «ανάλυση» μόνο κατ’ όνομα (ένας κοινότοπος αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας του είδους «το 40% ψήφισε ΝΔ, επειδή ψήφισε ΝΔ»), σαν κι αυτές με τις οποίες καθημερινά μας βομβαρδίζουν τα ΜΜ«Ε». Διότι, όπως παλιά έτσι και τώρα, το πρόβλημα δεν είναι και δεν ήταν ποτέ πρόβλημα κοινωνίας, ήταν και είναι –πριν και πάνω απ’ όλα– πρόβλημα πολιτικής.

Ο ρόλος των προσδοκιών…

Για να μπουν στοιχειωδώς τα πράγματα στη θέση τους, πρέπει, ως εκ τούτου, άμεσα να τεθεί το ερώτημα: τι τελικά καθορίζει τις πολιτικές συμπεριφορές; Οι παράγοντες είναι βέβαια πολλοί, όμως το κύριο είναι οι προσδοκίες: αυτό που οι πολίτες θεωρούν εύλογο και έλλογο να επιδιωχθεί. Και ας αναρωτηθούμε για μια στιγμή γιατί ο Θατσερισμός επένδυσε τόσα πολλά στο τοξικό ψεύδος της ΤΙΝΑ. Είναι και πάλι απλό: για να πειστούν οι αποδέκτες του ότι, όσο ζοφερός και αν είναι ο βίος τους, άλλος καλύτερος δεν υπάρχει. Κωδικοποιημένο, το μήνυμα έχει συνέπειες καταπληξιακές (όπως τις περιέγραψε η Naomi Klein στο Δόγμα του Σοκ): η ζωή σας μπορεί να είναι εφιαλτική, όμως η μόνη σας επιλογή είναι να την κάνετε ακόμα χειρότερη! Με την αγαστή συνέργεια των ΜΜ«Ε», αυτό ακριβώς το μήνυμα προώθησε η ΝΔ, και αυτό επικράτησε ως η μείζων «διαμεσολάβηση της πραγματικότητας» –της νοητικής ύλης με την οποία ερμηνεύουμε ό,τι βιώνουμε. Ως αποτέλεσμα, οι προσδοκίες κατέρρευσαν. Καθώς το εκλογικό σώμα προσήλθε στις κάλπες μη προσδοκώντας κάποια βιώσιμη εναλλακτική (εξ ορισμού απευκταία, κατά το ότι είχε ήδη στιγματιστεί ως επιδείνωση), βασική μέριμνά του ήταν –απλώς– η συντήρηση του υπάρχοντος.

Οι ευθύνες του αντιπολιτευόμενου πολιτικού προσωπικού για την εξέλιξη αυτή είναι τεράστιες –και σε αυτές αμέσως θα επιστρέψω– όμως έχει σημασία (περισσότερο για τους αναλυτές παρά για τους πολίτες) να αναφερθεί κανείς επιγραμματικά στο πόσο δραματικά παραποιεί την πραγματικότητά η κυρίαρχη –ευμενής– απόδοσή της. Τα στοιχεία είναι εν πολλοίς γνωστά, όμως δε βλάπτει και πάλι να τα υπενθυμίσουμε (ώστε να μπορέσουμε και να φανταστούμε το μέγεθος της λαίλαπας που έρχεται). Το χρέος είναι σήμερα κατά 100 δις μεγαλύτερο απ’ ό,τι ήταν το 2009 (όταν ξεκίνησε η μνημονιακή οδύνη), ενώ το ΑΕΠ κατά 30 δις μικρότερο. Η χώρα έχει 20 δις έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (αρνητικό ρεκόρ δωδεκαετίας), ενώ 2,7 εκατομμύρια συμπολίτες μας ζουν στο κατώφλι της απόλυτης φτώχειας –με 8 στους 10 να μη μπορούν να αποταμιεύσουν τίποτα στο τέλος του μήνα (όταν και αν τον «βγάζουν»), και με το 30% ήδη να τρέφεται ελλιπώς με υποπροϊόντα, χωρίς κρέας ή ψάρι. Η πάντα διψήφια ανεργία βέβαια μειώθηκε, όμως οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν αποτελούν την επιτομή του όρου «γαλέρα», με θέση δεσπόζουσα για τις διαβόητες εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων: συλλογικές διαπραγματεύσεις ούτε έχουμε ούτε βέβαια προβλέπεται να έχουμε, ενώ ό,τι δημόσιο αγαθό παρέμεινε βαίνει και αυτό προς τάχιστη ιδιωτικοποίηση. Όλοι και όλες ξέρουν επίσης πως, αμέσως μετά τις εκλογές, η ήδη ζοφερή κατάσταση θα επιδεινωθεί: όχι μόνο για τους ήδη προγραμμένους από τα αρπακτικά ταμεία και τους servicers (που εποφθαλμιούν την απόσπαση 70 δις από τη χώρα), αλλά και από την «Α»ΑΔΕ, που προετοιμάζεται να αξιοποιήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των 4 και πλέον εκατομμυρίων πολιτών που συνθλίβονται.

Όλα αυτά –και άλλα πολλά ακόμη– είναι βέβαια γνωστά (κι ας βαυκαλίζονται όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο).

Όμως τι ακριβώς προκαλεί αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα και –το κυριότερο– μέσα από τι είδους δράσεις μπορεί αυτή να αναταχθεί; Αυτό είναι εν προκειμένω το θεμελιώδες –διττό– ερώτημα, η «καυτή πατάτα», που για να απαντηθεί απαιτείται πολιτική τόλμη και όραμα ρήξης. Ας δούμε τις όψεις του προβλήματος με τη σειρά.
Είναι απόλυτα πρόδηλο ότι η τρέχουσα δυστοπία προκύπτει ευθέως από το ασφυκτικό μνημονιακό πλαίσιο. Απολύτως ενδεικτικά: (α) το καρτέλ ενέργειας (που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται «χρηματιστήριο»), (β) μέτρα όπως οι προπληρωμές φόρων και το 24% ΦΠΑ, (γ) το γεγονός ότι η χώρα βρίσκεται ανήμπορη –λόγω του Υπερταμείου– να διαχειριστεί στοιχειωδώς τους πόρους της για στοχευμένα έργα ανάπτυξης σε πρωτογενή και δευτερογενή τομέα , (δ) τον «Ηρακλή» –μια βάναυση, πλην απόλυτα αναμενόμενη– μετεξέλιξη της πλατφόρμας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών), (ε) το άνωθεν επιβαλλόμενο μοντέλο των εργασιακών σχέσεων. Και το ζήτημα που εδώ τίθεται, και συνδέεται άμεσα με τις διαμορφούμενες προσδοκίες, είναι απλό: όλα αυτά θα καταργηθούν; Διότι είναι σαφές πως η μη διεκδίκηση κατάργησής τους ή –ακόμα χειρότερα– η εμπρόθετη απώθησή τους στο χώρο της «αυταπάτης», λειτουργεί ως ο πλέον αποτελεσματικός ιμάντας μεταβίβασης της λογικής ΤΙΝΑ που και παραπάνω περιγράφαμε: ή ζωή είναι δύσκολη, όμως το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι να γίνει ακόμα χειρότερη!

…και οι πολιτικές ευθύνες (του ΣΥΡΙΖΑ)

Ίσως να έχει ήδη γίνει σαφές πως αναφέρομαι στον ΣΥΡΙΖΑ, που χωρίς να έχει –ή να μπορεί– να βγάλει κανένα συμπέρασμα από την εκλογική του κατάρρευση, πασχίζει με κάθε τρόπο να πραγματοποιήσει τη φαντασματική σοσιαλδημοκρατικοποίησή του, τούτη τη φορά «οργανωμένα και συστηματικά» χωρίς παραφωνίες και μνήμες ρήξεων. Με γεια του με χαρά του. Όμως, για τους σκοπούς της ανάλυσης, η διαπίστωση δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή μας: Αποφεύγοντας να θίξει (όταν δεν δαιμονοποίησε) την προοπτική της ρήξης, ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ο βασικός ιμάντας μεταβίβασης, ο κύριος μοχλός κατίσχυσης της λογικής ΤΙΝΑ. Όμως το εκλογικό σώμα που, σε προηγούμενο χρόνο τον πίστεψε και συνέχισε να παρακολουθεί (τόσο την πρακτική του ως αξιωματική αντιπολίτευση το διάστημα 2019-2023 όσο και την προεκλογική εκστρατεία που διεξήγαγε), αντιλήφθηκε την πλάνη –έστω δια μέσου των γραμμών, έστω την τελευταία στιγμή πριν από την κάλπη.
Τι τραγελαφικό παράδοξο! Διατεινόμενος ότι «μας έχει πλέον βγάλει από τα μνημόνια», ο ΣΥΡΙΖΑ πίστεψε (και –αφελώς– εξακολουθεί να πιστεύει) ότι θα έπειθε τον κόσμο ότι μπορεί να διαχειριστεί το σύστημα πιο αποτελεσματικά. Όμως καταψηφίζοντάς τον, ο κόσμος ήξερε καλύτερα: ήξερε πως καλύτερη διαχείριση δεν γίνεται (ή, αν γίνεται, δεν έχει και τόση σημασία) εντός του υφιστάμενου πλαισίου, κυριότερη είναι η συμμόρφωση –εξ ου και το αποτέλεσμα των εκλογών.

Πρόκειται βέβαια για συμπέρασμα που ενώ είναι σε ένα σκέλος του σωστό (πράγματι εντός του υφιστάμενου πλαισίου διορθωτικές κινήσεις με σημασία δεν είναι δυνατές), είναι εντούτοις καταστρεπτικό ως σύνολο (είναι ακριβώς η επιβολή της ΤΙΝΑ). Για όσον όμως χρόνο η λογική της ηγεσίας ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί στο χώρο της Αριστεράς (και στις εκλογές της 21ης Μαΐου πράγματι κυριάρχησε), η καταστρεπτική επίδρασή της θα διαρκεί: η αντιποίηση αρχών και συμβόλων στην οποία εξακολουθητικά προβαίνει θα αποκαρδιώνει τους ανθρώπους της Αριστεράς και των κινημάτων, θα προκαλεί αποσυσπείρωση και κατακερματισμό, θα οδηγεί μαχητικά στελέχη σε απογοήτευση και αποστράτευση.

Να λοιπόν ένα πρώτο συμπέρασμα για το αποτέλεσμα των εκλογών που τείνει να διαφύγει την προσοχή: η ΝΔ νίκησε διότι με το αφήγημά της κατάφερε να παραποιήσει την πραγματικότητα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε να προβεί σε πειστική ανασκευή αυτού του αφηγήματος. Ή, για να το θέσω με τους –πράγματι βαρύγδουπους– όρους της αρχής αυτού του κειμένου, η οντολογία του εκλογικού σώματος (του κάθε εκλογικού σώματος και της κάθε συλλογικότητας) δεν είναι ουσιοκρατική, αλλά σχεσιακή: αποτελεί συνάρτηση και απόρροια των σχέσεων στις οποίες οι άνθρωποι ενέχονται –τόσο του πολιτικού λόγου (των αφηγημάτων) των οποίων γίνονται αποδέκτες όσο και των πρακτικών βιωμάτων τους στο πεδίο της καθημερινής πολιτικής, ιδιαίτερα της διεκδικητικής.
Και αν ρωτήσει κανείς γιατί; –γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέδειξε αποτελεσματικά, λόγω και έργω, το ψεύδος του συντηρητικού αφηγήματος;– η απάντηση είναι και πάλι οδυνηρά απλή: διότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετέρχεται του ψεύδους της ΤΙΝΑ, συμμετέχει σε αυτό με κάθε ρανίδα της πολιτικής του υπόστασης (βλ., «βγήκαμε από τα μνημόνια», κάθε ρήξη είναι αυταπάτη και μας πάει σε περιπέτειες, κτλ.,) και, ως εκ τούτου, δεν είναι πλέον Αριστερά. Είναι, αντίθετα, ένα αρχηγικό κόμμα που –εκόν, άκον– έχει αποδεχτεί το νεοφιλελεύθερο-νεοαποικιακό πλαίσιο του μνημονίου που και το ίδιο υπέγραψε και υπερασπίζεται («χρηματιστήριο» ενέργειας, «Ηρακλής», Υπερταμείο, κτλ.), φτάνοντας μάλιστα σήμερα, στο έσχατο σημείο ευτελισμού, να ανταγωνίζεται το ΠΑΣΟΚ για υπεροπλία στο χώρο της απόλυτης κενολογίας «δημοκρατική παράταξη».

Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό αντιληπτό, τόσο καλύτερα για τους αγώνες που έρχονται. Εδώ βέβαια πρέπει κανείς να αναρωτηθεί για το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα: τι κάνει η Αριστερά που παραμένει Αριστερά.

Οι αρχές της Αριστεράς και το ΚΚΕ

Προϋπόθεση της αριστερής ταυτότητας είναι σήμερα (και όχι μόνο σήμερα) η ρήξη. Είναι βέβαια σημαντικό η επιδίωξη αυτή να εξαγγέλλεται στον πολιτικό λόγο, όμως πιο κρίσιμο είναι το πώς επιχειρείται στην πράξη. Μπορεί, αίφνης, κάποιος να καταγγέλλει το μνημονιακό πλαίσιο, το νεοφιλελευθερισμό ή τον καπιταλισμό, και να δηλώνει πως οι κρίσιμες μάχες δεν πρόκειται ποτέ να διεξαχθούν στο κοινοβούλιο αλλά στο δρόμο, όμως, όταν τέτοιες μάχες ξεσπούν, να καταλαμβάνεται από αμηχανία: απλώς να… συμπαρίσταται. Να παίρνει μεν θέση υπέρ των διεκδικήσεων, όμως να μην διατυπώνει προτάσεις για το πώς οι περί ου ο λόγος δράσεις θα συντονιστούν και θα κλιμακωθούν ώστε να καταστούν νικηφόρες.

Αυτή είναι δυστυχώς η στάση του ΚΚΕ (αλλά και πολλών, αν όχι των περισσότερων, οργανώσεων της κινηματικής Αριστεράς): συμπαρίστανται –ναι–, αλλά αδυνατώντας (ή αποφεύγοντας) να αναλάβουν την ευθύνη συγκεκριμένων προτάσεων συντονισμού και κλιμάκωσης, καταλήγουν συνήθως να συμπαρίστανται σε ήττες που αποκαρδιώνουν. Οι πιο ανιδιοτελείς το κάνουν βέβαια επικαλούμενες την ανάγκη να αποφύγουν τον ψόγο του «καπελώματος». Όμως «καπέλωμα» είναι το φρενάρισμα των αγώνων, όχι η διαβούλευση για τον συντονισμό και την κλιμάκωσή τους.

Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο, είναι απόλυτα ζωτικό. Αν, λ.χ., αύριο ξεσπάσει ένα κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς ή την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση κάποιου δημόσιου αγαθού, ποια πρέπει να είναι η στάση της πολιτικής Αριστεράς; Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της; Το ερώτημα –που την απάντησή του έχουν συσκοτίσει δεκαετίες δόλια εμπρόθετης παραχάραξης– είναι σχεδόν ρητορικό: είναι να προτείνει τρόπους ώστε το κίνημα να νικήσει στον εδώ και τώρα χρόνο. Διότι είναι την επαύριο τέτοιων –μικρών ίσως– νικών που διαμορφώνονται και οι όροι, καθώς και τα ακροατήρια, για την πειστική κατάθεση της μεγάλης εναλλακτικής: του κυβερνητικού προγράμματος της πραγματικής Αριστεράς.

Κατά την περίοδο μετά το προδιαγεγραμμένο έγκλημα των Τεμπών, το ΚΚΕ είχε με τη θέση τους σε μαζικούς χώρους τη δυνατότητα να διαδραματίσει ένα τέτοιο ρόλο. Όπως όμως και άλλες –πάρα πολλές– φορές στην πρόσφατη ιστορία, δεν το έπραξε (και στο σημείο αυτό αμέσως θα επανέλθω). Καθώς οι άλλοι κρίσιμοι δρώντες δεν είχαν τους αναγκαίους κινηματικούς –ή πολιτικούς– πόρους να το πράξουν, οι δράσεις των Τεμπών, αντί να καταστούν εφαλτήριο για ένα κίνημα με εύρωστες συλλογικές ταυτότητες και στοχεύσεις (που θα μετέβαλαν και το πλαίσιο διεξαγωγής των εκλογών), αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου και του κάματου της καθημερινής επιβίωσης. Να ένας ακόμα λόγος για την ευκολία με την οποία κατίσχυσε το τοξικό αφήγημα των ΜΜΕ και των κυρίαρχων.
Όμως κάθε ανάλυση πρέπει οδηγεί σε συμπεράσματα. Και στις περιστάσεις το μείζον συμπέρασμα είναι ένα: Αριστερά του μέλλοντος είναι εκείνη που θα μπορέσει, εκτός από τον συνεκτικό και πειστικό προγραμματικό της λόγο, να συμβάλλει έμπρακτα και στρατηγικά στην επίτευξη νικών, μικρών ή και μεγάλων κατακτήσεων: λ.χ., την κατάργηση της πανεπιστημιακής αστυνομίας, το μπλοκάρισμα των επερχόμενων πλειστηριασμών με γενικές απεργίες, την απόσυρση νομοσχεδίων για την ιδιωτικοποίηση του νερού, κοκ.

Δυστυχώς (ένα μεγάλο «δυστυχώς») το ΚΚΕ δεν φαίνεται διατεθειμένο να διαδραματίσει με συνέπεια αυτόν το ρόλο –κι αυτό είναι κάτι για το οποίο πρέπει σοβαρά να προβληματιστούν τα μέλη και οι αγωνιστές του. Για του λόγου το αληθές, ας θυμηθούμε τη στάση του στο κίνημα ενάντια στη λιτότητα (η Αλέκα Παπαρήγα είχε δηλώσει το 2011 πως η επιδίωξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι «είδος ναρκωτικού»), το ρόλο του στο δημοψήφισμα του 2015 (αποχή!), το τι έκανε την επαύριο των Τεμπών (όταν ούτε καν το αίτημα της άμεσης κοινωνικοποίησης δεν έθεσε αφού, ακόμα και αν μια τέτοια κοινωνικοποίηση συντελούνταν, θα παραμέναμε εντός του καπιταλισμού).

Οι κινηματικές οργανώσεις και ο ρόλος του ΜέΡΑ25- Συμμαχία για τη Ρήξη

Ως εκ τούτου, η ευθύνεται βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις κινηματικές οργανώσεις (εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και στο μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που έδειξε έμπρακτα τη διάθεση να συνομιλήσει ανιδιοτελώς με αυτές (να εισφέρει και να αποκομίσει πολιτικά συμπεράσματα και προτάσεις), το ΜέΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη. Στην κρίσιμη συγκυρία που διανύουμε, η μετωπική αυτή ενότητα είναι απαραίτητο να υπάρξει, όπως απαραίτητη είναι και η εκλογική στήριξη του κόμματος αυτού –ώστε με την κοινοβουλευτική του παρουσία και τη μετωπική του προσέγγιση να είναι σε θέση να εισφέρει πόρους αναγκαίους για την ευόδωση των κινηματικών επιδιώξεων.
Πρέπει όμως να σκεφτόμαστε και την επόμενη μέρα: το γεγονός ότι μόνο μέσα από μια μετωπική σύμπραξη αρχών μπορεί να προκύψει η Αριστερά-όπλο για την επιτυχή διεξαγωγή των αγώνων του σήμερα –πρόπλασμα για τη μεγάλη Αριστερά του αύριο που είναι απαραίτητη ώστε οι επερχόμενοι κοινωνικοί αγώνες να βρουν δικαίωση.