Να ευχαριστήσω καταρχάς για την πρόσκληση και την ευκαιρία να διατυπώσω τις σκέψεις μου για το βιβλίο του πολύ αγαπητού Γρηγόρη Ιωάννου. Παρότι δε συνηθίζω τις προσωπικές αναφορές, ξεκινώ με το όνομα και μερικά δικά μου προσωπικά-βιωματικά στοιχεία για τον συγγραφέα, γιατί πιστεύω πως είναι όχι μόνο χρήσιμα αλλά και απαραίτητα.

 

Εκτός από εκδοτικά δραστήριος, εργατικός, και επαγγελματικά επιτυχημένος, ο Ιωάννου είναι ένας μελετητής ενσυνείδητος (του είδους εκείνου που, ιδιαίτερα  στη συγκυρία της κρίσης, σπανίζει), ευαίσθητος, και ‒ίσως το κυριότερο‒ ανιδιοτελής: ένας μελετητής που παρότι, όπως το βιβλίο δείχνει, μπορεί και κινείται άνετα σε ένα ευρύ ρεύμα ‒ας τις χαρακτηρίσω‒ «συμβατικών κριτικών προσεγγίσεων», όχι μόνο δεν έχει τίποτα από τον κυνισμό της διχοτομικής αποδοχής που τις χαρακτηρίζει, αλλά και διακατέχεται βιωματικά από την επιθυμία, την αγωνία θα έλεγα, της γνωστικής και πρακτικής συνάφειας. Με μια κουβέντα, ο Ιωάννου γράφει το βιβλίο του όχι για να προσθέσει μιαν ακόμη αράδα στο ήδη πλούσιο βιογραφικό του· το γράφει γιατί θέλει να συμβάλλει στην υπέρβαση της κυπριακής τραγωδίας (που, από μιαν άλλη οπτική, είναι ταυτόχρονα και μαύρη κωμωδία)…

 

Στο τέλος της τοποθέτησής μου θα σας παροτρύνω ‒μετά λόγου γνώσεως και όχι απλώς ως είθισται‒ να αγοράσετε και να διαβάσετε το βιβλίο, όμως θέλω από τώρα να πω πως αυτά είναι κατά τη γνώμη μου τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα: το θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό ‒διότι όπως τόνιζε και ο E H Carr, ένας μεγάλος ιστορικός του τελευταίου αιώνα, πριν κρίνουμε κάποια γραφόμενα καλό είναι να ξέρουμε και ποιος είναι ο γράφων…

 

Αλλά ας πάμε σε αυτά τα γραφόμενα.

 

Έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερα πλούσιο βιβλίο, ένα βιβλίο που αναδεικνύει πλειάδα όψεων από ευρύ φάσμα ανθρωπιστικών και κοινωνικοεπιστημονικών οπτικών. Έχουμε καταρχάς ιστορία (μια ιστορία που διατρέχει ολόκληρο το πόνημα, και που η συγγραφή της επιχειρείται από όλες της τις δυνατές εκδοχές και χρονικές γωνίες θέασης: τη μακρά, τη μέση, και τη βραχεία). Έχουμε επίσης εθνογραφική ανθρωπολογία (με τη διερεύνηση των μηχανισμών ‒στην εκπαίδευση, στα ΜΜΕ, στην εν γένει δημόσια σφαίρα‒ που διαμορφώνουν και αναπαραγάγουν συλλογικά φαντασιακά). Έχουμε βέβαια ‒και κυρίως‒ πολιτική (τόσο ως ιστορική εξιστόρηση όσο και ως αποτίμηση και προτροπή ‒κάτι, που προσωπικά, το θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμο). Μέσα από αυτή τη συνδυαστική ματιά, θα έλεγα ότι ο Ιωάννου ρίχνει έναν πολυεστιακό προβολέα στο κυπριακό, έτσι που ‒τουλάχιστον για τον προσεκτικό αναγνώστη‒ αυτό να καθίσταται όχι μόνο ενδιαφέρον αντικείμενο καθ’ εαυτό, αλλά και γνωστικό εφαλτήριο για να κατανοήσουμε ευρύτερες παθογένειες του κοινού κοινωνικού και πολιτικού μας βίου. Από την πλειάδα των θεματικών που αναδύονται θέλω να σταθώ σε τρεις αλληλένδετες: πρώτα στο χαρακτήρα του εθνικισμού, τόσο του ελληνοκυπριακού (ε/κ) όσο και του τουρκοκυπριακού (τ/κ)· στη συνέχεια στην ταξική ‒όπως ο συγγραφέας μας δείχνει‒ φύση αυτού του εθνικισμού· και, τέλος, στη λειτουργία ‒ακριβέστερα στην απουσία‒ της Αριστεράς ως παράγοντα του όλου προβλήματος. Αυτή η τελευταία πλευρά με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Και επειδή είμαι και εγώ, όπως και ο συγγραφέας, βιωματικός και πραξιακά προσανατολισμένος, ίσως να πω από τώρα ‒έστω παρενθετικά‒ πως ο τόσο εμπνευσμένος τίτλος του βιβλίου Ο Ντενκτάς στο Νότο (δηλαδή η κατίσχυση της διχοτομικής λογικής και στον ε/κ χώρο) θα μπορούσε να είναι, εναλλακτικά, Τι γίνεται σε μιαν εθνοτική σύγκρουση όταν απουσιάζει η Αριστερά. Νομίζω ότι αυτό μας το δείχνει ιδιαίτερα έντονα το βιβλίο και πάνω σ’ αυτό μας υποχρεώνει, θέλουμε δε θέλουμε, να προβληματιστούμε…

 

Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά, ξεκινώντας με τον κυπριακό εθνικισμό.

 

Ι

Αυτό που κάνει πραγματικά εντυπωσιακή την ανάλυση του βιβλίου είναι η κατάδειξη μιας ιδιαίτερης όψης των δυο κυπριακών εκδοχών του: ότι αμφότερες υπήρξαν εξωγενείς ‒δεν προέρχονταν δηλαδή από την ίδια την Κύπρο, αλλά εκπορεύονταν, συντηρούνταν και αναπαράγονταν από τις δυο «μητέρες πατρίδες». Διαβάζοντας την ανάλυση του Ιωάννου έκανα τη σκέψη πως μια ιδιαιτερότητα του κυπριακού είναι πως εδώ ο εθνικισμός δεν επιτέλεσε ποτέ και καμία από τις παραδοσιακά προοδευτικές του λειτουργίες (λειτουργίες που αλλού, σε ιστορικά πρότερους καιρούς και άλλες περιοχές του πλανήτη, επιτελέστηκαν με τη μορφή της υπέρβασης τοπικισμών καθ’ οδόν προς την απόκτηση μιας συμπεριληπτικής εθνικής συνείδησης). Στην Κύπρο, αντίθετα, οι εθνικισμοί ήρθαν να διαλύσουν παραδόσεις και πρακτικές συμβίωσης, να σπείρουν διχόνοια και οικουμενική οπισθοδρόμηση, να πυροδοτήσουν μίση και φαντασιακά αρχέγονες διαμάχες.

 

Η συμβολή είναι εξαιρετικά σημαντική. Δίνει λαβή για να σκεφτούμε την απόλυτα αντιδραστική φύση και το χαρακτήρα του εθνικισμού (ασχέτως αν μερικοί εξακολουθούν να τον αποκαλούν αντι-ιμπεριαλιστικό «πατριωτισμό»), και εμπνέει για το κυριότερο, που είναι η διαμόρφωση και η επεξεργασία ενός λογισμικού σκέψης και ενός λεξιλογίου που να διαρρηγνύει τις συμβάσεις της κοινότοπης θεσμικής ανοησίας. Δεν είναι κάτι απλό, αλλά το βιβλίο, εκτός από το ότι μας το αναδεικνύει, μας εξοπλίζει και με τρόπους για να το προσπαθήσουμε.

 

Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναλογιστούμε για τις καταβολές, για τις πηγές αυτού του ‒με ιστορικούς όρους‒ εξαιρετικά αντιδραστικού φάσματος απόψεων. Πώς και γιατί μας προέκυψε τόσος εθνικισμός στο νησί;

Αυτό με πάει στο δεύτερο μέρος της τοποθέτησής μου.

 

ΙΙ

Γράφει ο Ιωάννου στη σ. 46 του βιβλίου:

 

Πίσω από τη φαινομενική τους καθολικότητα και διαταξικότητα, ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός των Κυπρίων είχαν ένα έντονα αστικό ταξικό στίγμα…

 

Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μείζονα ‒ίσως την πλέον μείζονα‒ συνεισφορά του βιβλίου, μιας μορφής που η ενάργειά της προκαλεί γνωστική ανακούφιση.

 

Αν όμως θέλουμε αυτή η έκφραση (η «αστική ταξική φύση» του εθνικισμού) να μη μείνει ένα απλό ρητορικό σχήμα, πρέπει να δούμε τους τρόπους με τους οποίους υλοποιήθηκε και διαμόρφωσε ‒υλοποιείται και διαμορφώνει‒ την πραγματικότητα. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από την πολιτική πρακτική των αστικών οργανώσεων, των κρατών και των αντίστοιχών τους επιτελείων, αλλά και πολλών οργανώσεων που κινούνται στην κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και των κομμάτων. Εδώ, παρότι η ιστορία είναι κατά βάση απλή, δεν πρέπει νομίζω στιγμή να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις βασικές της συνιστώσες: Σκέφτηκα να απαριθμήσω:

 

(1) Αν η ε/κ αστική τάξη δεν εξασφαλίσει τον έλεγχο στο Βορρά δεν πρόκειται ποτέ να στηρίξει μιαν επανένωση.

(2) Αλλά η τ/κ αστική τάξη, από την πλευρά της, δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί κάτι τέτοιο.

(3) Αν κάποια στιγμή, κάτι φανεί συγκυριακά να επιτρέπει υπέρβαση των αλλεπάλληλων αδιεξόδων, αυτό θα είναι πρόσκαιρο και ασταθές: στο βαθμό που επικεφαλής των όποιων πρωτοβουλιών είναι φορείς αυτών των επιδιώξεων, το πρόβλημα δε θα λυθεί, απλώς θα πάρει διαφορετικό χαρακτήρα.

 

Όλα αυτά, ασχέτως βέβαια του ότι σε τίποτα δεν εξυπηρετούν συμφέροντα των υποτελών σε αμφότερες τις εθνότητες.

 

Θεωρώ πως αυτό είναι το ερμηνευτικό κλειδί με το οποίο πρέπει να ερμηνεύσουμε την ανειλικρίνεια, τις υπαναχωρήσεις και τη φαυλότητα με την οποία έγινε η διαχείριση του προβλήματος όλην αυτήν την μακρά περίοδο που το κυπριακό είναι «πρόβλημα».

 

Κάποιος μπορεί βέβαια να αναρωτηθεί: μα μήπως αυτό είναι μια λιγάκι ρομαντική θέση; Μήπως ο εθνικισμός είναι κάτι ευρύτερο; Μήπως είναι τελικά πρόβλημα της κοινωνίας; Ας μου επιτρέψει ο Γρηγόρης να πω πως η οπτική αυτή τείνει καμιά φορά να διαπερνά και το βιβλίο (θα έλεγα σε αντίφαση με τη μείζονα συνεισφορά που μόλις ανέφερα, περί της ταξικής ‒και τοξικής‒ φύσης του εθνικισμού). Φταίει λοιπόν ο «απλός λαός» που είναι…εθνικιστές;

 

Ο ίδιος ο συγγραφέας το απαντά αρνητικά και γλαφυρά, ιδιαίτερα στις ενότητες που σχολιάζουν τις κινητοποιήσεις του 2003 όταν, κάτω από την πίεση των τ/κ κυρίως λαϊκών στρωμάτων, άνοιξαν τα σύνορα. Όπως γράφει (στις σσ. 100-101 και 107),

 

Ήταν εκπληκτικό το πόσο εύκολα και αιφνίδια ανατράπηκε…το ιδεολογικό οικοδόμημα και η συνακόλουθη κουλτούρα του φόβου εκείνους τους πρώτους μήνες μετά το άνοιγμα, προκαλώντας αμηχανία και στις δυο πλευρές. Κατά χιλιάδες συνέρρεαν ε/κ και τ/κ καθημερινά στα οδοφράγματα και, αγνοώντας όλο το επίσημο αφήγημα για τη βαρβαρότητα που επικρατεί στην άλλη πλευρά, τους κινδύνους από τον εχθρό και την ανάγκη για προστασία, περνούσαν πεζοί απέναντι, σε εκείνο το κομμάτι της χώρας τους, που είχαν στερηθεί για τρεις δεκαετίες…Ήταν μια «σιωπηλή επανάσταση» των ε/κ, που κόντρα στην πολιτική τους ηγεσία, στα ΜΜΕ και το κυρίαρχο γενικό αφήγημα, αγνοώντας κάθε «κίνδυνο» και κάθε αναστολή, επισκέφτηκαν το έδαφος υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού. Υπολογίζεται ότι τους πρώτους τρεις μήνες 200.000 ε/κ διασταύρωσαν τα οδοφράγματα.. [Ήταν μια στιγμή όπου] ο λαός είχε την ευκαιρία να βγει στο προσκήνιο της ιστορίας και να διαμορφώσει τους όρους της… [έμφαση δική μου]

 

Υπάρχουν και άλλες συναφείς αναφορές, τόσο για πριν το 2003

  • σε σχέση, λ.χ., με τη στάση όσων έμεναν στα κατεχόμενα ‒τη ρήση, πιο ειδικά, μιας ηλικιωμένης γυναίκας στο Ριζοκάρπαζο ότι «εγκλωβισμένοι εσείς είσαστε, όι εμείς» [εγκλωβισμένοι δηλαδή στο τοξικό εθνικιστικό αφήγημα] (υποσημείωση 1 στη σ. 65), ή τα γενικευμένα ανέκδοτα για τα ψευδο-αυτοκίνητα που ψευδοκυκλοφορούν στο ψευδοκράτος,

όσο και μετά,

  • σε σχέση ‒και πάλι λ.χ.‒ με τη βαθύτητα και την πραγματική κοινωνική εμβέλεια του «Όχι» στο Σχέδιο Ανάν: «Ήδη από το 2006», αναφέρεται στη σ. 135, «ήταν φανερό ότι το 76% του Όχι δεν ήταν κάτι το συμπαγές».

 

Άρα, παρά την προφανή (και απολύτως αναμενόμενη) διάδοση της ιδεολογίας του «Ντενκτάς στο Νότο», το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται ‒και οι συναφείς ευθύνες δεν μπορούν ως εκ τούτου να αποδίδονται‒ σε μια ταξικά αδιαφοροποίητη ε/κ «κοινωνία» ‒αυτό που όλοι οι κυνικοί, κατ’ όνομα αντι-εθνικιστές κατά συρροήν πράττουν. Ο λόγος δεν είναι βέβαια ότι κάτι τέτοιο δεν έχει πραγματικά ‒πλην επιφανειακά‒ εμπειρικά ερείσματα, αλλά διότι δεν μπορεί να αποτελέσει γνωστικό πόρο ερήμην της πολιτικής, ερήμην δηλαδή του τι έκαναν ή δεν έκαναν οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί φορείς.

 

Αυτό με πάει στο τρίτο και τελευταίο τμήμα της τοποθέτησής μου που αφορά την Αριστερά του ΑΚΕΛ ‒αυτό που με σκόπιμα δεικτικό τρόπο θα αποκαλούσα ουσιαστική «απουσία αριστερής παρέμβασης».

 

ΙΙΙ

 

Επιτρέψτε μου να πλαισιώσω τον προβληματισμό μου μένοντας προς στιγμήν στη συγκυρία του ανοίγματος των συνόρων το 2003, για να σχολιάσω τον τρόπο με τον οποίο ο Γρηγόρης Ιωάννου διαχειρίζεται το θέμα. Όπως προανέφερα, πρέπει εμφαντικά να του πιστωθεί ότι αναγνωρίζει όσο λίγοι την τεράστια σημασία του όλου συμβάντος. Άποψή μου όμως είναι ότι την ίδια ώρα φαίνεται να το υποτιμά. Γράφει, λ.χ., (στη σ. 107), πως η ρήξη με το εθνικιστικό αφήγημα δεν απόκτησε δυναμική διότι «οι πολίτες δεν όρισαν τον εαυτό τους ως τον φορέα της αλλαγής, αφήνοντας τους πολιτικούς και εν τέλει το ίδιο το κράτος να ανακτήσουν το έδαφος που έχασαν εκείνες τις χαοτικές μέρες». Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας θα επέμενε στη διατύπωση, όμως, ως έχει, δείχνει να αφήνει εντελώς στο απυρόβλητο την Αριστερά ‒κυρίως το ΑΚΕΛ. Και δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι οι «πολίτες» δεν πρέπει να κρίνονται ως μονολιθικό ‒θα έλεγα οιονεί μεταφυσικό‒ σώμα με ενιαία βούληση και κίνηση. Οι πολίτες φτιάχνουν με θυσίες ‒δίνοντας το χρόνο, τα νιάτα τους καμιά φορά και την ίδια τη ζωή τους‒ οργανώσεις, και αυτές πρέπει να κρίνονται για ό,τι προτείνουν ή δεν προτείνουν.

 

Μεγάλη συζήτηση και αυτή βέβαια, αλλά έχω ήδη πάει στο ΑΚΕΛ,

  • στην πολλαπλώς ξεπερασμένη θεωρία των σταδίων που επί δεκαετίες προωθεί (μια θεωρία που επιτάσσει ταξικό συνεργατισμό και ενότητα με τη ντόπια αστική τάξη ως βήμα για να περάσουμε αργότερα ‒στην πράξη ποτέ‒ και στα κοινωνικά προβλήματα)·
  • στη διαρκή (και βέβαια όχι τυχαία) απραξία και τα χοντρά λάθη του τις κρίσιμες στιγμές (κάτι που το βιβλίο τόσο καίρια αναδεικνύει)·
  • τις εν γένει τεράστιες ευθύνες του.

 

Όπως μόλις είπα, ο Ιωάννου σε πάρα πολλά σημεία του βιβλίου το αναγνωρίζει, αλλά φοβάμαι ότι δεν το λέει όσο ρητά πρέπει. Στο 6ο, προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, μάλιστα, δείχνει να αντιστρέφει όλην του αυτή την επιχειρηματολογία υποστηρίζοντας ότι το ΑΕΚΛ, σε αντίθεση με αντιπάλους (που όμως είναι μάλλον αχυράνθρωποι), είναι τελικά μια δύναμη ρεαλιστική, γειωμένη, και με κατανόηση της κυπριακής πραγματικότητας. Είναι βέβαια ένα σημείο δύσκολο που όμως νομίζω ότι αποκλίνει με την κατά τα άλλα πολύ μεγάλη συμβολή του βιβλίου ‒προπαντός την πίστη του σε μιαν εναλλακτική πορεία που θα υπερβαίνει την αέναα ρευστή προσχηματικότητα των υφιστάμενων διαιρέσεων.

 

Επιτρέψτε μου λοιπόν να ολοκληρώσω αντλώντας από την έμπνευση που μου έδωσε το βιβλίο αναφορικά με αυτόν τον εναλλακτικό δρόμο στον οποίο ‒όπως και στην αρχή τόνισα‒ πράγματι πιστεύει ο συγγραφέας και από το όραμα του οποίου πράγματι εμφορείται.

 

Σημείο εκκίνησης είναι αυτός ο αστικός ταξικός χαρακτήρας των εκατέρωθεν εθνικισμών που το βιβλίο τόσο καίρια υπογραμμίζει.

Για την Αριστερά, αυτό σημαίνει

  • έμπρακτες και στο χρόνο διαρκείς πρωτοβουλίες και δράσεις πέρα από τις ιλαροτραγικές προσπάθειες των κυρίαρχων δυνάμεων να επιτύχουν συμβιβασμούς. (Και επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι, ακόμα και στην εξαιρετικά απίθανη περίπτωση που θα επέλθουν, τέτοιοι συμβιβασμοί θα είναι αλυσιτελείς, βραχύβιοι, και θα τείνουν να εκθρέψουν ‒όπως και στο παρελθόν‒ και άλλους, ενδεχομένως χειρότερους εθνικισμούς.)
  • Σημαίνει επίσης ‒και κυρίως‒ την ενεργό ανάδειξη μιας πράγματι διεθνιστικής ματιάς. Προτάσεις επ’ αυτού έχουν ήδη κατατεθεί και πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί, αλλά θα πρέπει προφανώς να τους γίνει περαιτέρω επεξεργασία και ‒βέβαια‒ να γίνονται κάθε φορά συγκεκριμένες.

 

Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η μεγάλη πρόκληση για την επόμενη περίοδο, και μάλιστα, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και διεθνώς. Για να το πω με μια πρόταση, η Αριστερά που δε θέλει να είναι μόνο κατ’ όνομα Αριστερά καλείται να εγκαταλείψει το ρόλο

  • του ταξικά συνεργάσιμου και συστημικά ενσωματωμένου ουραγού των εξελίξεων,
  • του θεατή των όποιων πρωτοβουλιών αναλαμβάνουν ο ΟΗΕ, η ΕΕ ή τα κυρίαρχα κράτη, και
  • να προβάλλει το δικό της όραμα που ‒αν και φαίνεται να το έχει ξεχάσει‒ είναι το όραμα του σοσιαλισμού.

 

Καταλήγοντας: προμηθευτείτε και διαβάστε το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου. Θα ενημερωθείτε, θα καταλάβετε, θα προβληματιστείτε ‒με μια φράση θα μπείτε στο πνεύμα θεματικών και προβλημάτων που είναι πολλαπλά επίκαιρα και προπαντός κρίσιμα. Πρόκειται για μιαν άρτια έκδοση, πρώτη στην κυπρολογική σειρά Ρότσος των εκδόσεων Ψηφίδες, με μιαν αρτιότητα τόσο του εκδότη όσο και του συγγραφέα που μας κάνουν να αναζητούμε επιτακτικά και τη συνέχεια.