Είναι άχαρο να θεωρητικολογεί κανείς με τόσο πρόσφατους τους θανάτους, αλλά, αν αφήσουμε την υποκρισία κατά μέρος, την απώλεια τη διαχειρίζεται μόνο η οικογένεια και οι φίλοι. Εμείς διαχειριζόμαστε την πολιτική διάσταση, και σ’ αυτήν θα περιοριστούμε.

Παρά τη βιαστική χαρά των αναμενόμενων πολιτικών και δημοσιογράφων, η δολοφονία των δύο νεαρών μελών της Χρυσής Αυγής δεν επιβεβαιώνει τη διαβόητη θεωρία των δύο άκρων. Της έλειπαν πολύ περισσότερα. Ας θεωρήσουμε για χάρη του επιχειρήματος ότι το χτύπημα έγινε όντως από «ακροαριστερούς» τρομοκράτες, οι οποίοι τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή φυλακίζεται και διώκεται έχοντας επιτέλους απέναντί της εχθρικά ΜΜΕ, αποφάσισαν να της κάνουν ένα τέτοιο δώρο σκοτώνοντας δύο ανθρώπους. Αντιπαρερχόμαστε ότι η διαπιστωμένη διαπλοκή των φασιστών με τη νύχτα και την προστασία την καθιστούν ζώνη υψηλού κινδύνου για μαφιόζικα χτυπήματα – αυτό που θα λέγαμε «ξεκαθάρισμα λογαριασμών». Αντιπαρερχόμαστε επίσης τα εξόφθαλμα οφέλη που προσπορίζεται τόσο η Χρυσή Αυγή όσο και η παραπαίουσα μνημονιακή κυβέρνηση, δηλαδή αυτό που θα λέγαμε το σενάριο της προβοκάτσιας ή την απάντηση στο ερώτημα «ποιος ωφελείται». Στον βαθμό που δεν εμφανίζονται ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, συλλήψεις, είναι προφανές ότι ο δημόσιος διάλογος θα εμφανίζεται βέβαιος ότι το χτύπημα το έκανε «η ακροαριστερά» και οι αντιρρήσεις θα κινούνται υποχρεωτικά στα όρια των αναπόδεικτων ισχυρισμών. Για χάρη της συζήτησης θα δεχτούμε αυτόν την άποψη που κυριάρχησε στην ενημέρωση και τον πολιτικό σχολιασμό από την αρχή, προκειμένου να δείξουμε ότι ακόμη και αν ισχύει αυτό, η θεωρία των δύο άκρων εξακολουθεί να παραμένει χωρίς αντίκρισμα.

Εν ολίγοις, δεν έλειπε ένα τρομοκρατικό χτύπημα μόνο, για να σταθεί αυτή η θεωρία. Η βασική αδυναμία της έχει σχέση με την ανάγνωση της τρέχουσας συγκυρίας: Αναγκάζεται, προκειμένου να είναι πολιτικά χρήσιμη στην κυβέρνηση, να υποστηρίξει ότι για την τρομοκρατία ευθύνεται συλλήβδην η αριστερά. Έτσι εξηγείται η μόνιμη αναφορά στον «ΣΥΡΙΖΑ-Βίλα Αμαλία» από τον γνωστό σύμβουλο του πρωθυπουργού (όπου στο ακροδεξιό φαντασιακό η Βίλα ήταν κάτι σαν οπλοστάσιο του αντάρτικου πόλεων, όχι ανάχωμα στη φασιστική δράση στην περιοχή), σε πείσμα κάθε λογικής, καθώς και το αστυνομικό δαιμόνιο Πάγκαλου που επιμένει πως  οι δολοφόνοι της Μαρφίν βγήκαν από το μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν βασίζεται σε πληροφορίες που διαθέτουν μόνο εκείνοι, αλλά στο ότι ο εκλογικός αντίπαλος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν αυτός πρέπει να συνδεθεί με τη βία. Όποιος πείθεται από τέτοια επιχειρήματα βρίσκεται εκτός του βεληνεκούς της λογικής, δεν υπάρχει γιατρειά. Η δεύτερη αδυναμία της εν λόγω θεωρίας είναι ότι, επίσης προκειμένου να είναι πολιτικά ωφέλιμη, οφείλει να ταυτίζει τις κοινωνικές διαμαρτυρίες με την αιματηρή βία. Να ισχυριστεί δηλαδή ότι το γιαούρτι οδηγεί στο μαχαίρι, ότι ο εθισμός στην ανομία των καταλήψεων οδηγεί στη φονική βία. Εδώ το άλμα είναι τόσο μεγάλο και πολυσυζητημένο που σχεδόν δεν χρειάζεται σχολιασμό. Ας πούμε μόνο ότι η παρανομία εκπροσωπείται και από τον Μελισσανίδη και τον Βενιζέλο, όχι μόνο από την αντιγραφή στις εξετάσεις, που θυμήθηκε ο Στάθης Καλύβας, και τους κατειλημμένους κοινωνικούς χώρους, και ότι το να συγκρίνεις χώρους αλληλεγγύης με τα πογκρόμ εναντίον των μεταναστών προϋποθέτει λοβοτομή. Η επιδίωξη της θεωρίας αυτής είναι, ως γνωστόν, να θεωρήσει τρομοκράτες όσους αντιστέκονται στα κυβερνητικά σχέδια. Είτε μαχαιρώνεις μετανάστες στα Πετράλωνα είτε εναντιώνεσαι σε ένα έργο που θεωρείς ότι θέτει σε κίνδυνο την υγεία σου, και στις δύο περιπτώσεις παραβιάζεις κάποιον νόμο. Ότι είσαι άκρο με τον ίδιο τρόπο, όμως, είναι αδύνατο να πειστεί εχέφρων άνθρωπος.

Τέλος, το θεωρητικό ζήτημα, για την καταδίκη χωρίς προϋποθέσεις, «χωρίς αστερίσκους», όπως λέγεται συνήθως στην αργκώ των τηλεοπτικών παραθύρων: Δεν υπάρχει καθολική καταδίκη της βίας, παρεκτός για τον ορκισμένο πασιφιστή που γυρίζει το άλλο μάγουλο. Όταν η κυβέρνηση μιλά για απόλυτη καταδίκη της βίας, υπονοεί ότι θα ήθελε να καταδικάζουμε όλες τις άλλες εκδοχές της βίας εκτός από τη δική της, την κρατική, γιατί είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Όμως αν η ουδετερότητα του κράτους είναι πολιτικά αμφισβητήσιμη σε περιόδους ομαλότητας, η δεξιά του Σαμαρά, με την ανεξέλεγκτη αστυνομική βία, τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία, τη δημόσια υπεράσπιση βασανιστών, τη συστηματική κακοποίηση μεταναστών, τις επιθέσεις σε διαδηλωτές και τις συλλήψεις στις Σκουριές, δεν είναι νομιμοποιημένη βία: είναι ωμή προώθηση πολιτικής ατζέντας με τα πιστόλια της αστυνομίας. Όλα αυτά εξακολουθούν να ισχύουν, και μετά τα χθεσινοβραδινά χτυπήματα.

Με το χτύπημα στο Νέο Ηράκλειο παραβιάζονται κατάφωρα κάποιες από τις δικές μας προϋποθέσεις για το πότε θα μπορούσε η βία να θεωρηθεί αν όχι δικαιολογημένη, τουλάχιστον κατανοητή. Δεν ξέρω ποιος διέπραξε τους φόνους και δυσκολεύομαι πολύ να πιστέψω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν είναι μαφιόζος ή παρακρατικός που θα έκανε ένα τέτοιο δώρο στην άλλη πλευρά. Ωστόσο αυτή είναι η πολιτική συνέπεια της τρομοκρατίας, διαχρονικά. Οι στόχοι της είναι άτρωτοι, γιατί τα φυσικά πρόσωπα είναι αντικαταστάσιμα, και το κράτος ενισχύει τη θέση του. Το γεγονός ότι σε κάθε τρομοκρατικό χτύπημα συζητάμε αν πρόκειται για αριστερούς ή για το παρακράτος, αποδεικνύει κάτι πολύ απλό για μένα: εφόσον συμφέρει τόσο την κυβέρνηση, κάθε τρομοκρατική πράξη είναι δώρο στο κράτος, είτε από πολιτική μυωπία είτε από προβοκάτσια. Προσωπικώς δεν πίστευα και δεν πιστεύω στην τρομοκρατία, λοιπόν δεν ανακαλύπτω κάτι καινούργιο σε αυτή την ιστορία, ούτε η κυβέρνηση θα βρει να πει κάτι που δεν το ήξεραν ήδη όσοι δεν υπερασπίζονται την τρομοκρατία. Εννοώ, στον βαθμό που έχουν σημασία τα επιχειρήματα.

Αφήνοντας το ντετεκτιβικό κομμάτι, μένει μια διαπίστωση που ισχύει ό,τι και αν έχει συμβεί: η ανοχή της κοινωνίας έχει αποδειχθεί πάρα πολύ εντυπωσιακή, αλλά δεν γίνεται να είναι απεριόριστη. Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να ενεργοποιηθεί η στρατηγική της έντασης στα σοβαρά. Όχι ρητορικά, όχι με κορώνες, αλλά με πυγμή και θράσος. Η σημερινή κυβέρνηση είναι απολύτως κατάλληλη για να το πράξει αυτό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Προς το παρόν παρακολουθούμε τις λεπτομέρειες αυτής της πορείας, αλλά η κατάληξή της είναι, φοβάμαι, αναπότρεπτη.

ThePressProject