Σε συζητήσεις εντός των κύκλων της, τα λεγόμενα εμπειρικά στοιχεία παίζουν ολοένα και μικρότερο ρόλο. Τα πράγματα κρίνονται θεωρητικά, επί της αρχής, βάσει του αν το εκάστοτε αναλυτικό σχήμα εκπληρώνει αισθητικές και ρητορικές προϋποθέσεις, αν καταφέρνει να κινητοποιήσει συναισθηματικά, και αν καταφάσκει με ορισμένες προκείμενες που έχουν, περισσότερο μέσω της συνήθειας, ταυτιστεί με τον αριστερισμό. Σε κάθε περίπτωση, η ματιά στον πραγματικό κόσμο έτσι όπως σχηματίζεται σφαιρικά από επιστημονικές πηγές – και όχι μέσω της διαλογής αυτών των πηγών ή άλλων, «ανεπίσημων» – κυρίως απουσιάζει. Αυτό το μοτίβο δεν θα μπορούσε παρά να επεκτείνεται και γενικά στην ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής, και ειδικά στις εξελίξεις εντός του πιο σημαντικού και παλαβού κράτους του δυτικού κόσμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Στην τωρινή επικαιρότητα, αν κοιτάξει κανείς τις αναλύσεις οικείων χώρων ένα γύρω, θα βρει λογιών-λογιών προσεγγίσεις, οι οποίες πολώνονται γύρω από δύο αντιθετικά σημεία. Πρώτον, ότι η εκλογή Τραμπ είναι μια εκδίπλωση του φασισμού που θα σημάνει το τέλος του κόσμου. Δεύτερον, ότι ένα και αδιαίρετο είναι το σύστημα, και οι εκλογές παγίδα για ανόητους, όπερ και ο κόσμος θα μείνει ακριβώς όπως ήταν πριν. Αυτές οι θέσεις είναι συνηθέστερα ιδεοληπτικές, κατά τι τεμπέλικες, και βασίζονται σε υπερβολικά γενικόλογα σχήματα ανάλυσης του κόσμου, τόσο που δεν μας δίνουν τελικά καμία πληροφορία γι’ αυτόν. Παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να δούμε τι μας δείχνουν τα στοιχεία και οι μηχανισμοί που αφορούν την αμερικάνικη πολιτική πραγματικότητα, και ξεκινώντας από εκεί να φανταστούμε τα πιθανά της μέλλοντα.
Το σίγουρο είναι ότι την τελευταία φορά ο κόσμος δεν τελείωσε. Το ΑΕΠ αυξήθηκε όσο και ως συνήθως, δηλαδή περίπου 2,3%. Με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας, η ανεργία κινήθηκε σε ιστορικά χαμηλά, γύρω από το 3,5%. Ο πληθωρισμός, συνολικά, έμεινε σταθερά χαμηλός. Το δημόσιο χρέος βέβαια αυξήθηκε λόγω των φορολογικών περικοπών και της δημιουργίας θέσεων εργασίας, όχι όμως σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, ενώ το χρηματιστήριο είδε μια από τις καλύτερες περιόδους του. Βέβαια, μια λεπτομέρεια σε όλες αυτές τις συζητήσεις είναι ότι, μετά την εποχή του υιού Μπους, και συμπεριλαμβανόμενης της Μεγάλης Κρίσης που διαχειρίστηκε ο Ομπάμα, τα πράγματα στην αμερικάνικη οικονομία είναι πάνω-κάτω πάντα καλά – εξαιρούμενης φυσικά της ανισοκατανομής του πλούτου, η οποία σταθερά μεγαλώνει, και εν πολλοίς ανεξάρτητα του ποιος είναι στην κυβέρνηση.
Υπάρχει βέβαια και ζωή πέρα απ’ την οικονομία. Ας πούμε, επί πρώτης προεδρίας Τραμπ, η Αμερική αποσύρθηκε από την Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Για τους τρεις πρώτους μήνες του 2017, το εκτελεστικό διάταγμα 13769, πιο γνωστό ως Muslim Ban, απαγόρευσε την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες στο 12% του παγκόσμιου πληθυσμού μουσουλμάνων (μαντέψτε ποιό 12%). Την ίδια χρονιά, η πολιτική μηδενικής ανοχής στα σύνορα οδήγησε στο να αποκοπούν ανήλικα παιδιά από τις οικογένειές τους ακόμα και για μήνες ή χρόνια. Η DACA, ένα προσωρινό μέτρο που αφορά μετανάστες που έφτασαν ως ανήλικοι στις ΗΠΑ και προστατεύει το δικαίωμα διαμονής και εργασίας τους έγινε στόχος της πρώτης τραμπικής κυβέρνησης, δημιουργώντας συνθήκες τρόμου για σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Επίσης, αναιρέθηκε οδηγία της κυβέρνησης Ομπάμα υπό τον ομοσπονδιακό νόμο για τις διακρίσεις βάσει του φύλου Title IX, η οποία επέτρεπε την χρήση σχολικών τουαλετών και φοριαμών βάσει του προσδιορισμού φύλου του ίδιου του ατόμου, ενώ απαγορεύτηκε στα τρανς άτομα και το να υπηρετούν στον αμερικάνικο στρατό. Στον τομέα της Υγείας, έγιναν προσπάθειες να αναιρεθεί το πρόγραμμα προσβάσιμης περίθαλψης Affordable Care Act (ACA), ενώ επετεύχθη η επανερμηνεία της διάταξης 1557, πρακτικά ανοίγοντας τον δρόμο για άρνηση παροχής υπηρεσιών σε LGBQT+ άτομα. Τέλος (;), την τετραετία 2017-2021, οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από μια σειρά διπλωματικών συμφωνιών όπως η Συμφωνία του Ιράν για τα πυρηνικά, ενώ το 2019 εγκρίθηκε συμφωνία ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων για πολεμικό εξοπλισμό της Σαουδικής Αραβίας.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν μόλις, ισχυρίζομαι το εξής: είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς έστω και μία κίνηση ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω, η οποία να πληροί και τα εξής τρία κριτήρια: πρώτον, να μην αναιρέθηκε αρκετά σύντομα επί της ίδιας της κυβέρνησης Τραμπ, δεύτερον, να μην ήταν, στο πεδίο της, πολύ πιο μετριοπαθής ή/και συμβολική απ’ όσο θα περίμενε κανείς, και, τρίτον, να μην κινήθηκε σε παραπλήσιο μήκος κύματος από τα αντίστοιχα που εύλογα υποθέτουμε ότι θα έκαναν οι Δημοκρατικοί. Συγκεκριμένα, οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού δεν ήταν εξ αρχής ούτε καθ’ υποψία ικανοί να αρχίσουν να αναστρέφουν την καταστροφική κλιματική πορεία του πλανήτη, αλλά επίσης δεν φαίνονται να υλοποιούνται καν. Τα βασικότερα κομμάτια του Muslim Ban αναιρέθηκαν μετά από διαταγή του Ανώτατου Δικαστηρίου μόλις τον Μάρτιο του 2017, ενώ ο διαχωρισμός οικογενειών στα σύνορα έχει σταματήσει από τον Ιούνιο του 2018 (1, 2). Η αναίρεση της DACA αντιμετώπισε ισχυρή πολιτική, νομική, και κοινωνική αντίσταση, και στην ουσία δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Τελικά, τον Ιούνιο του 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αναίρεση θα βρισκόταν σε παράβαση του ομοσπονδιακού διοικητικού νόμου – χωρίς ωστόσο να απαγορεύει την μελλοντική αναίρεσή της εφόσον ακολουθούνταν οι τυπικές νόμιμες διαδικασίες. Στο σύνολό τους, οι συλλήψεις στα σύνορα και οι απελάσεις δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από την περίοδο Ομπάμα. Ειρήσθω εν παρόδω, η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε μια από τις πιο επιθετικές αντιμεταναστευτικές πολιτικές του Τραμπ, το Title 42 περί εξπρές απέλασης, ως το 2023, ενώ διάφοροι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι όσα μέτρα την αντικατέστησαν ήταν ακόμα χειρότερα. H ACA, κοινώς ObamaCare, δεν αναιρέθηκε τελικά ποτέ από τον Τραμπ, ενώ τα εξοπλιστικά προγράμματα προχώρησαν με τρόπο που αν δεν ταυτίζεται, τότε σίγουρα δεν ξεφεύγει πολύ από τις βλέψεις των Δημοκρατικών, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ο δικός τους Πρόεδρος θα ήταν η με ιστορία σε τέτοιες μπίζνες Χίλαρι Κλίντον. Η επίθεση στην προστασία και τα δικαιώματα των LGTBQ+ ατόμων είναι βέβαια σοβαρότατο ζήτημα αλλά αφ’ ενός οι περιφέρειες και οι πολιτείες είχαν το ελεύθερο να κινηθούν κατά βούληση, αφ’ ετέρου η εξέλιξη αυτή είναι από μόνη της κάτι πολύ πιο χαλαρό απ’ αυτό που θα περίμεναν και οι πιο αισιόδοξοι αντί-τραμπικοί. Κατά κοινή ομολογία, λοιπόν, η πρώτη προεδρεία ταλαιπώρησε, βασάνισε, απέκλεισε πολλούς ανθρώπους – αλλά, στη μεγάλη εικόνα, ο (αμερικάνικος) κόσμος έμεινε πάνω-κάτω όπως ήταν.
Πάντως, για τη στασιμότητα αυτή δεν ευθυνόταν η έλλειψη διάθεσης του ίδιου του Τραμπ. Όπως αποκαλύπτουν πλείστες όσες πηγές από την πρώτη κυβέρνησή του, ο πρώην και νυν Πρόεδρος έδινε συχνά-πυκνά αδιανόητα ακραίες εντολές προς εκτέλεση. Ο Miles Taylor, πρώην Chief of Staff του Υπουργείου Ασφαλείας, δήλωσε το 2020 ότι ο Τραμπ διέταξε την διακοπή χρηματοδότησης για την πυρόσβεση των μεγάλων πυρκαγιών στην Καλιφόρνια («Αδιαφορώ. Δεν έχουν κάνει αρκετά για να το αξίζουν. Κόψτε τους τα λεφτά»). Ο Mark Esper, Υπουργός Άμυνας του Τραμπ, παραδέχτηκε ότι, μετά την δολοφονία του George Floyd, ο τελευταίος του πρότεινε να εξαπολυθεί ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να αρχίσει να πυροβολεί διαδηλωτές του κινήματος Black Lives Matter. Επίσης, ότι ο Τραμπ προωθούσε τον βομβαρδισμό διάφορων πραγμάτων από εργαστήρια παρασκευής ναρκωτικών στο Μεξικό μέχρι, γιατί όχι, τυφώνες. Να μην ξεχνάμε βέβαια και όσα έγιναν πιο γνωστά σε εμάς και αφορούσαν την δημόσια υγεία, όπως π.χ. την δημόσια δήλωσή του που επεσήμανε ως «ενδιαφέρουσα πρόταση» την ένεση με απολυμαντικό ως άμυνα απέναντι στον κορονοϊό. Κι αν αυτά είναι αυτά που μάθαμε, ένας Θεός ξέρει πόσα και ποιού μεγέθους είναι όσα δεν μάθαμε.
Γιατί λοιπόν σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε; Τι σταματούσε τον πιο ισχυρό άνδρα στον ελεύθερο κόσμο από το να κάνει τα σχέδιά του πράξη; Όπως φαίνεται, η ίδια του η υπόσταση ως πρώτα και κύρια ανθρώπου του θεάματος που προσγειώθηκε περίπου ουρανοκατέβατος στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ. Ο Τραμπ αναδείχτηκε σε δυνατό χαρτί των Ρεπουμπλικάνων με έναν μοναδικά αμερικάνικο τρόπο, και ως εκ τούτου πήρε τη σκυτάλη μη έχοντας σχεδόν καθόλου δικό του πολιτικό μηχανισμό – ο οποίος, ειδικά σε αχανή, ανομοιόμορφα, και παγκοσμίως ηγετικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, είναι υπεύθυνος για όλη την ουσιαστική πολιτική δουλειά εκτός της βιτρίνας, συμπεριλαμβανόμενου και του καθήκοντος να μετατρέψει γενικούς προσανατολισμούς σε καθημερινές υλικές πραγματικότητες. Όπως αναφέρουν πάμπολλα δημοσιεύματα από την πρώτη προεδρεία του Τραμπ, εντός και εκτός του Λευκού Οίκου είχε αναπτυχθεί μια δικτύωση ανώτατων στελεχών τα οποία δούλευαν σιωπηρά και ενάντια στην πραγματοποιήση του πολιτικού προγράμματος του ηγέτη τους, αξιοποιώντας κυρίως καθυστερήσεις, ψεύτικες επιβεβαίωσεις, και γραφειοκρατικά βραχυκυκλώματα (1, 2). Το κίνητρό τους ήταν πιθανότατα μη μονοσήμαντο: είτε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το ποιό ήταν το πραγματικό τους πατριωτικό καθήκον, είτε ατομικό αίσθημα επιβίωσης, είτε συλλογικό αίσθημα επιβίωσης του ρεπουμπλικανικού κόμματος ή και της ίδιας της χώρας. Και όλοι αυτοί δεν ήταν μόνοι τους: στην αντίσταση προστέθηκαν τότε δικαστήρια από άκρη σε άκρη της χώρας, το κομμάτι του βαθέως κράτους που παραμένει πολιτικά ανεξάρτητο, και φυσικά τα κοινωνικά κινήματα που εναντιώθηκαν στις πολιτικές του Τραμπ.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγαλύτερη διαφορά: από όλα αυτά τα στοιχεία που συγκρατούσαν τότε τον Τραμπ, μόνο το τελευταίο δεν έχει αποσυναρμολογηθεί τελείως πλέον. Για την ακρίβεια, ο ίδιος ο Τραμπ, έχοντας πλέον οκταετή πολιτική εμπειρία στο υψηλότερο επίπεδο, έχει φροντίσει να ξηλώσει μεθοδικά τα εμπόδια που ένιωσε στο πετσί του την προηγούμενο τετραετία. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Donald Trump Jr., δήλωσε πρόσφατα στην Wall Street Journal: «Θέλουμε ανθρώπους που να υπακούν στ’ αλήθεια τον εκλεγμένο πρόεδρο, όχι που να παριστάνουν τους μη εκλεγμένους αξιωματούχους που ξέρουν καλύτερα, διότι δεν ξέρουν καλύτερα». Ο ίδιος, σύμφωνα με τον Ezra Klein των New York Times, φέρεται να έπεισε τον πατέρα του να διαλέξει για Αντιπρόεδρο τον James Vance. Ο ίδιος ο Vance, πέρα από παλαιότερες δηλώσεις απέχθειας για τον Τραμπ, έχει επίσης κάνει και άλλες, π.χ. ότι η στρατιωτική ανυπακοή στον Πρόεδρο των ΗΠΑ αποτελεί απειλή για την ίδια την δημοκρατία. Αλλά και γενικότερα:
«Το διοικητικό κράτος ελέγχει τα πάντα, σωστά; Οπότε, για να περάσουμε στην ουσία, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίζει, δεν μπορεί να τοποθετεί τους ανθρώπους του στις πυρηνικές θέσεις εξουσίας του διοικητικού κράτους. Δηλαδή έχουμε ή δεν έχουμε συνταγματική δημοκρατία; Οι ιδρυτικοί πατέρες όντως έφτιαξαν μια μορφή εκτελεστικού ηγέτη με εξουσία, έναν πολύ δυνατό πρόεδρο. Αλλά αν αυτός ο πρόεδρος δεν μπορεί να απολύσει ανθρώπους από την ίδια του την κυβέρνηση, είναι αυτή μια πετυχημένη δημοκρατία;»
Δεν είναι όμως μόνο ο μηχανισμός του Τραμπ, ούτε ότι ο Vance έχει αντικαταστήσει τον Mike Pence, όπως ο Mike Johnson έχει αντικαταστήσει τον Paul Ryan στο House Republican. Είναι ότι το ίδιο το δικαστικό σύστημα, που είδαμε παραπάνω πώς και πόσο στάθηκε εμπόδιο στις προηγούμενες ονειρώξεις του Τραμπ, έχει πλέον ανατραπεί σχεδόν ολικά προς όφελός του. Ειδικά όσον αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Τραμπ έχει τοποθετήσει μια πλειοψηφία συντηρητικών, «δικών του» δικαστών, που δεν έχουν καμία ιδεολογική σχέση με τους προηγούμενους. Σε εκλογικό επίπεδο, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν ένα 3/3 που τους βάζει σε τρομερά ισχυρή νομοθετική θέση: πήραν και την ψήφο της πλειοψηφίας, και την Βουλή των Αντιπροσώπων, και την Γερουσία. Είναι λοιπόν πάρα πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς από πού θα προκύψει η αντίσταση στο να κάνει κυριολεκτικά ό,τι του κατέβει, πέρα ίσως από την μαζική κινητοποίηση των αντιπάλων του, οι οποίοι εκτός κυβέρνησης έχουν ούτως ή άλλως περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης, χωρία που θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια καταστολή που, καταπώς φαίνεται, δεν θα συγκρατείται από πουθενά.
Τα μείζονα σχέδια του Τραμπ για την επόμενη θητεία του είναι τα εξής. Στην οικονομία: περαιτέρω μείωση των φόρων προς όφελος των πλούσιων Αμερικάνων και των μεγάλων επιχειρήσεων. Στη μετανάστευση: μαζικές απελάσεις, ολοκλήρωση του μεξικάνικου τείχους, τέλος της παροχής ιθαγένειας σε παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Αμερική από μη Αμερικάνους πολίτες. Στην εξωτερική πολιτική: τέλος του πολέμου στην Ουκρανία (μεγάλο ερωτηματικό το πώς), επαναδιαπραγμάτευση της θέσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Στην εσωτερική πολιτική: αύξηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος με βάση έναν προσανατολισμό συντηρητικών αξιών και, τέλος, την ίδρυση ενός επιτελείου κυβερνητικής αποτελεσματικότητας με ηγέτη τον Elon Musk, που κατά διάφορους συμπαθούντες μπορεί να κόψει ως και 2 τρισεκατομμύρια (ναι, τρις) από τις κυβερνητικές δαπάνες των ΗΠΑ.
Το τι σημαίνουν αυτά τα σχέδια και το αν είναι, bullet by bullet, απολύτως εφιαλτικά, νομίζω σκιαγραφείται πειστικά από την ίδια την περιγραφή τους. Το αν θα γίνουν πραγματικότητα, μένει να το δούμε. Το ποιος θα τα αποτρέψει, πάντως είναι πραγματικά ένα μυστήριο. Ο Μεγάλος Άλλος απουσιάζει, αρκετά κυριολεκτικά ετούτη τη φορά.