Το αφιέρωμα του ThePressProject που δημοσιεύεται κάθε εβδομάδα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (και κάθε Τετάρτη ενισχυμένο στο TPP) με θέμα την πολιτική αδράνεια τον καιρό της κρίσης.
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Όποιος έχει ταρακουνήσει έναν καταθλιπτικό φίλο από τους ώμους, ξέρει πόσο μάταιο είναι μερικές φορές να επιτίθεσαι στον παραιτημένο γιατί είναι παραιτημένος. Όμως αυτή η σκέψη είναι η πιο επείγουσα σκέψη της περιόδου. Αν κανείς απαριθμούσε, τον Γενάρη του 2010, τα μέτρα που πήραν οι διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την υπαγωγή μας στον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης», θα ήταν αδύνατο να προβλέψει πως μια τέτοια επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα θα προσπερνούσε τελικά, έστω με φθορές, τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο καθένας μας σκέφτεται και προτείνει κάποιες απαντήσεις για το πώς έγινε αυτό. Αποφασίσαμε στο TPP να επιχειρήσουμε μια συστηματοποίηση αυτής της συζήτησης. Αν το ερώτημα είναι πώς τολμούν οι κυβερνώντες, η απάντηση είναι απλή: κανείς δεν τους σταμάτησε. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς εξηγείται η ανοχή των θυμάτων, το ζήτημα γίνεται απείρως πολυπλοκότερο αλλά και πιο ενδιαφέρον.
Ξέρουμε καλά ότι κανείς δεν πιστεύει ότι «τα μέτρα αυτά θα είναι τα τελευταία» (το πιο πικρό ανέκδοτο της περιόδου), ούτε ότι «υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ», ούτε ότι «το βαρέλι έχει πάτο», ούτε ότι «οι θυσίες πιάνουν τόπο», τίποτα. Όλα τα πυροτεχνήματα της φλυαρίας με την οποία έχει ντυθεί η συντριβή των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων έχουν φθαρεί ανεπανόρθωτα, και παρʼ όλʼ αυτά οι αντιδράσεις είναι περιορισμένες. Το χαμηλότερο σημείο της πολιτικής απογοήτευσης ήταν βεβαίως η επικύρωση της έντρομης συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική με τις εκλογές του
καλοκαιριού.
(Βεβαίως υπάρχει και ένα κομμάτι της κοινωνίας πολύ κινητικό: οι νεοναζί, που είναι το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της μνημονιακής περιόδου. Η συνύπαρξη παθητικότητας και ρατσιστικής βίας δεν θα πρέπει να μας ξενίζει, στην πραγματικότητα δεν συνιστά καν αντίφαση. Όπως μας πληροφορεί ένας εγγράμματος ειδήμων των ξυλοδαρμών, η πηγή της βίας είναι η αδυναμία, όχι η δύναμη. Ο κακομοίρης που έχει φάει την προσβολή με το καντάρι τρέφει μέσα του το φαρμάκι, καλλιεργεί πύρινη μνησικακία, λυσσάει. Γιʼ αυτό ακριβώς η κατάσταση της προσβολής και της συνεχιζόμενης ταπείνωσης των μαζών γεννάει τέρατα. Τα γεννάει, τα ψηφίζει, τα βάζει στη βουλή, και όποιον πάρει ο χάρος.)
Η καταθλιπτική συνθήκη μιας υποχώρησης χωρίς τέλος μπορεί συχνά να περιγράφεται από τους αισιόδοξους σαν ησυχία πριν την καταιγίδα, αλλά χρόνο τον χρόνο βλέπουμε μόνο την ησυχία, και καθόλου καταιγίδα. Οι πολίτες όχι μόνο ανέχτηκαν, αλλά επικύρωσαν και με την ψήφο τους μια πολιτική που τους εξαθλιώνει. Αυτό ακριβώς καλούμαστε να κατανοήσουμε. Και η κατανόηση αυτή είναι πικρή, γιατί μας φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια και τις αδυναμίες της δικής μας πλευράς.
Δεν ξεμπερδεύουμε λέγοντας ότι υπάρχει καταστολή και προπαγάνδα. Είναι αδύνατο να θέσει κανείς αυτό το ζήτημα χωρίς να παραδεχτεί πως για να είναι οι πολίτες ελεύθεροι θα πρέπει να είναι και υπόλογοι. Το να παραδεχτούμε δηλαδή πως ευθύνονται, είναι ο μόνος τρόπος για να υποστηρίξουμε στα σοβαρά πως έχουν ίσως σε κάποιο βαθμό το μέλλον στα χέρια τους. Η αθωότητα του λαού, αντιθέτως, είναι κατασκεύασμα του λαϊκισμού. Η αθωότητα του λαού προετοιμάζει απλώς την παράδοση στα χέρια του επόμενου επιτήδειου.
Μερικές από τις διαπιστώσεις μας για το πού οφείλεται η αδράνεια των πολιτών είναι μισές αλήθειες, με ισχυρό αντίλογο. Όμως σημασία δεν έχει μόνο ποιος έχει δίκιο. Χρειάζεται κάτι περισσότερο: να διαβάσουμε σωστά την πραγματικότητα, να δούμε πώς κατανέμονται τα επιχειρήματα στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να δούμε γιατί δεν πείθονται όσοι δεν πείθονται. Να σκεφτούμε δηλαδή πώς γίνεται να δρα κανείς τόσο εξωφρενικά ενάντια στο συμφέρον του, τι κάνει τον ψηφοφόρο να δένεται στο άρμα των εκμεταλλευτών του, ακόμα και αν, όπως φάνηκε στην περίπτωση του σκανδάλου της λίστας Λαγκάρντ, το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν διανοούνται να πάρουν ούτε δεκάρα από τους πλούσιους φίλους ή συγγενείς τους.
Περιγράφει ο Καββαδίας πως «κάποτε που δεν είχε αγέρα καθίσαμε είκοσι ολόκληρες μέρες στο ίδιο μέρος. Είκοσι ολόκληρες μέρες στη μέση της θάλασσας. Τρώγαμε λίγο και πίναμε ακόμη λιγότερο, από φόβο μήπως σωθούνε τα τρόφιμα και το νερό». Τα τρόφιμα και το νερό σώνονται, και η πολιτική άπνοια των ημερών δεν αντιμετωπίζεται με υπομονή. Το πρώτο μας μέλημα είναι να σκεφτούμε τη σιωπή των θυμάτων, να την πολεμήσουμε.
Υ.Γ. Δεν μας διαφεύγει το ενδεχόμενο στο μεταξύ να αλλάξουν τα δεδομένα και να τιναχτεί το εγχείρημά μας στον αέρα. Σε αυτή την περίπτωση, ένα έχουμε να πούμε: χαλάλι.
.
Φύλλα που κουνήθηκαν
Στον ιδιωτικό τομέα είδαμε μεγάλης διάρκειας απεργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Είδαμε, επίσης, το κίνημα των Αγανακτισμένων, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011. Είδαμε, τέλος, την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης: λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες, το κίνημα κατά των μεσαζόντων κ.ά. Αυτό που συνδέει όλες τις προσπάθειες οργανωμένης έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι ότι σχεδόν τίποτα απʼ αυτά δεν είχε μέχρι σήμερα χειροπιαστά αποτελέσματα: τίποτα δεν ανέτρεψε την πορεία των πραγμάτων και συχνά ούτε καν την ανέκοψε.
Οι απεργίες και οι αγανακτισμένοι έδειξαν γρήγορα τα όριά τους. Οι συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης βασίζονται στο πείσμα ορισμένων μόνο, των οποίων οι δυνάμεις είναι αξιέπαινες μα περιορισμένες. Παρά τις λαϊκές αντιδράσεις, κάθε φορά που μια κυβέρνηση κλονιζόταν, υπήρχε μια εφεδρεία έτοιμη για επιστράτευση. Δεν σκοπεύουμε να απαξιώσουμε τις προσπάθειες μέρους της ελληνικής κοινωνίας να αναζητήσει δικαιότερες λύσεις. Από την άλλη, δεν είναι φρόνιμο να εθελοτυφλούμε όταν αποτυγχάνουν. Πρόθεσή μας είναι να συνεισφέρουμε στον συλλογικό προβληματισμό, συμμετέχοντας εντέλει σε μια σκληρή, δύσκολη, αλλά χρήσιμη, κατά την άποψή μας, συζήτηση.