Δεν υπάρχει δημόσιος λόγος χωρίς κάποιου είδους «fact checking». Η αντιστοιχία προς την πραγματικότητα είναι στοιχειώδης δεοντολογική προϋπόθεση του δημόσιου διαλόγου. Τηρείται πάντα; Όχι βέβαια, όπως δεν τηρήθηκε και από τους ελεγκτές, γιατί ο δημόσιος διάλογος είναι αρένα, και δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει να είναι, ούτε πρόκειται να σωθούμε χάρη στον αφελή εμπειρισμό αυτών που ισχυρίζονται ότι τους ενδιαφέρουν «μόνο τα γεγονότα». Όλη η επιστημολογία του fact checking το μόνο που συνεισέφερε στον δημόσιο διάλογο είναι μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το χάος των διαδικτυακών γνωμών με «επίσημες πηγές», δηλαδή ήταν και παραμένει μια απόπειρα αποκατάστασης του κύρους του συστημικού λόγου. Αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημα και με τα Ελληνικά Hoaxes και με το fact checking γενικά.
Θα αναφερθώ σε μερικά βασικά ιστορικά στοιχεία αυτής της συζήτησης, που νομίζω ότι είναι πολύ χαρακτηριστικά. Το Facebook αντιμετώπιζε το πρόβλημα ότι οι ρεπουμπλικάνοι του επιτίθενταν λέγοντας ότι στοχοποιούνται ειδικά αυτοί, με αποτέλεσμα η εταιρεία να προσλάβει και ιστοσελίδες ελέγχου και επαλήθευσης που προέρχονται από τη Δεξιά. Ανέθεσε τη συνεργασία με fact checkers μεταξύ άλλων στην οργάνωση Check Your Fact, που χρηματοδοτείται από τον Tucker Carlson, δηλαδή την αμερικανική mainstream ακροδεξιά, αμφισβητεί την κλιματική κρίση και τη θεωρεί αμφιλεγόμενο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης -και βεβαίως δέχεται χρήματα γι’ αυτό-, για να κάνει έλεγχο αξιοπιστίας στις αναρτήσεις άλλων. Πρόκειται για μία από τις βασικές εταιρείες που ασκούν έλεγχο για λογαριασμό της Facebook. Η απάντηση της Facebook στην κριτική που δέχτηκε γι’ αυτή την επιλογή ήταν πως θέλουν να έχουν συνεργάτες από όλο το πολιτικό φάσμα.
Η συζήτηση θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, γιατί φαντάζομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που εντοπίζει τη συντριπτική ειρωνεία του να προσλαμβάνεις δεξιούς (ή αριστερούς, εξίσου) ελεγκτές, fact checkers. Όλη η επιστημολογία του πραγματολογικού ελέγχου βασίζεται στην προϋπόθεση ότι υπάρχουν γεγονότα που είναι ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις, λοιπόν θα μπορεί να περιχαρακωθεί ένα πεδίο ελέγχου της αντιστοιχίας προς τα γεγονότα, το οποίο θα είναι ανεξάρτητο από τις ιδεολογικές κλίσεις των ελεγκτών. Αν χρειάζεται να έχουμε αριστερούς και δεξιούς ελεγκτές, ή πολύ χειρότερα, ελεγκτές που θα είναι υπέρ ή κατά της κλιματικής κρίσης, η βασική λογική του εγχειρήματος έχει τιναχτεί στον αέρα. Κάνουμε αυτό που κάνει πάντα η δημόσια συζήτηση: Διαφωνούμε, επικαλούμενοι ιδέες, γεγονότα και συμφέροντα. Όπως και να το ονομάσουμε, αυτό κάνουμε. Όταν κάποιος προσποιείται ότι αναφέρεται μόνο σε γεγονότα, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που αναφέρονται σε αξίες και συμφέροντα, χρησιμοποιεί ένα παμπάλαιο ρητορικό όπλο. Όλα αυτά μεταφέρουν τον αέρα ενός πεπαλαιωμένου θετικισμού, που ονειρεύεται πάντα να ξεμπερδεύει με τις ιδέες στο όνομα κάποιων γεγονότων, αλλά πάντα σκοντάφτει στις ίδιες αδυναμίες.
Η ιδέα ότι οι επίσημοι φορείς λένε την αλήθεια, ενώ οι απλοί χρήστες είναι αφελείς, είναι η ίδια τρομακτικά αφελής. Η πιο σημαντική εταιρεία lobbying για τις πετρελαϊκές εταιρείες, η FTI consulting, που εκπροσωπεί 83 από τις 100 πιο ισχυρές εταιρείες του πλανήτη, σαν τη Monsanto, την Bayer κα, ξέρουμε από ρεπορτάζ των New York Times ότι χρηματοδοτούσε και υποτιθέμενα «κινήματα από τα κάτω» για την υπεράσπιση των εξορύξεων πετρελαίου, με συνθήματα όπως «thank a roughneck», «πες ευχαριστώ στον εργάτη», σε κινήματα που ονομάζονται π.χ. Texans for Natural Gas. Στην ιστοσελίδα τους παρουσιάζουν ακόμη και μαρτυρίες γυναικών, που έχουν προφίλ από κοινόχρηστες φωτογραφίες του διαδικτύου. Όταν λοιπόν κανείς προσποιείται ότι ο εχθρός του είναι ο επιστημονικός αναλφαβητισμός του κοινού χρήστη, ή κοροϊδεύει ή έχει πιαστεί κορόιδο.
Το πρόβλημα φαίνεται καλύτερα αν διατυπώσουμε το ερώτημα σε πιο παλαιική γλώσσα: αν σας πει κάποιος ότι η πηγή της παραπληροφόρησης στην κοινωνία είναι οι ίδιοι οι πολίτες, και πρέπει να φτιάξουμε φορείς όπου το κράτος σε συνεργασία με ιδιωτικούς κολοσσούς θα αποφασίζει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να ειπωθεί, θα νιώθατε άνετα με αυτή την προοπτική; Δεν χρειάζεται να είσαι ο Τσόμσκι για να τη θεωρήσεις ανατριχιαστική.
Γιατί ανακατεύω το κράτος σε αυτή τη συζήτηση; Ας προσέξουμε ότι ο Ζάκερμπεργκ φρόντισε να εξαιρέσει την τρομοκρατία από τα θέματα από τα οποία αποσύρεται. Τι είναι τρομοκρατία; Για τη Meta, την εταιρεία που κατέχει Facebook, Instagram και Whatsapp, τρομοκράτες είναι οι εχθροί των ΗΠΑ. Στους όρους χρήσης αναφέρεται σε τρομοκρατικές οργανώσεις, «συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων και ατόμων που ορίζονται από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ως Ξένες Τρομοκρατικές Οργανώσεις (FTO)». Οπότε μην ανησυχείτε, οι ειδήσεις για την Παλαιστίνη θα εξακολουθήσουν να θάβονται όπως ακριβώς και σήμερα. Πώς ξέρουμε ότι όντως θάβονται οι αναρτήσεις για την Παλαιστίνη; Αυτό που συνειδητοποίησαν εμπειρικά οι χρήστες στην Ελλάδα, ότι μειώνεται η ορατότητα των σχετικών αναρτήσεων, έχει τεκμηριωθεί από το Human Rights Watch και έχει ενισχυθεί και με ρεπορτάζ του BBC όπου μιλούν μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που αφηγούνται πώς συνέβη. Με λίγα λόγια, ο έλεγχος της πληροφορίας, (άλλως γνωστός και ως προπαγάνδα), είναι αλγοριθμικός, δεν χρειάζεται fact checkers για να γίνει.
Δεύτερο περιστατικό: όταν η Καθημερινή είχε κάνει την τεράστια πατάτα να υπερασπίζεται τα ψεύδη της αστυνομίας για τη Νέα Σμύρνη, ότι δηλαδή είχε προηγηθεί επίθεση τριάντα αντιεξουσιαστών στους αστυνομικούς, στη συνέχεια είχε την ατυχή έμπνευση να οργανώσει και ημερίδα για τα fake news, τα «Όπλα Μαζικής Καταστροφής της ενημέρωσης», όπως έλεγε. Αυτό είναι το δεύτερο ερώτημα για τους οπαδούς (συγγνώμη για τον ποδοσφαιρικό όρο) του fact checking: τι γίνεται αν ψεύδονται οι επίσημοι φορείς, όπως η αστυνομία; Ποιον να ρωτάμε τότε;
Ο Colin Powell είχε παρουσιάσει φωτογραφίες από κτήρια στα οποία υποτίθεται ότι ήταν αποθηκευμένα τα Όπλα Μαζικής Καταστροφής του Ιράκ. Οι φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν αναδημοσιεύτηκαν στα βασικά αμερικανικά ενημερωτικά Μέσα και ακολούθως παντού, παρότι οι απεσταλμένοι επιθεωρητές του ΟΗΕ δεν είχαν εντοπίσει ΟΜΚ στο Ιράκ, ούτε οι βρετανοί και αμερικανοί στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί για πέντε χρόνια (Παραποιημένες Ειδήσεις (Fake News). Ο μετασχηματισμός της προπαγάνδας στην κοινωνία της ενημέρωσης, Πλειός, Γιώργος, 331-2). Ο τρόπος με τον οποίον καλύφθηκε το γεγονός στα ΜΜΕ έχει μελετηθεί εκτενώς: το Associated Press από την ίδρυσή του το 1848 έχει καθιερώσει το σχήμα της ανεστραμμένης πυραμίδας στην ενημέρωση. Για γεγονότα σε εξέλιξη, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ταυτίζουν αυτή την προσέγγιση με το αξίωμα του «just the facts, ma’am», «μόνο γεγονότα», που πρακτικά μεταφράζεται στο ότι θα μιλούν οι σημαντικότεροι θεσμικοί παράγοντες που συμμετέχουν στα γεγονότα: ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός, κοκ. Έτσι ακριβώς προκύπτουν τα αποτελέσματα που είδαμε όταν η CIA δίνει μια κατασκευασμένη φωτογραφία στον Colin Powell, για να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για πόλεμο και οι δημοσιογράφοι αδυνατούν να πάρουν αποστάσεις από την κρατική προπαγάνδα, γιατί το ενημερωτικό τους μοντέλο βασίζεται στην ενημέρωση από επίσημες πηγές, τις οποίες θεωρεί εξ ορισμού αξιόπιστες.
Με αυτή την έννοια, η ηρωοποίηση του Σωτήρη Τσιόδρα, που ήταν αρχικά ένα πρόσωπο υπεράνω κριτικής, ακόμη και σε στιγμές που η επιτροπή των ειδικών πολιτικολογούσε σκανδαλωδώς, και η αδράνεια των αντανακλαστικών της Αριστεράς εκείνη την περίοδο δεν είναι τυχαίο γεγονός, είναι σοβαρή νίκη του συστημικού λόγου εναντίον μας. Οπότε να πούμε μία κουβέντα για την πανδημία, ως τρίτο και τελευταίο σημείο, από τα πολλά που θα μπορούσαν να ειπωθούν.
Έχει δημοσιευτεί μια εκτενής μελέτη, συλλογή κειμένων με θέμα την ενημέρωση τον καιρό της πανδημίας. Παρά την κοινή ανησυχία όλων των μελετητών για τα fake news, φαίνεται να συγκλίνουν όλες οι επιμέρους έρευνες στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος εμπιστευόταν τις επίσημες πηγές και ενημερωνόταν από αυτές. (Η επικοινωνιακή κατασκευή μιας πανδημίας, Ο SARS-COV-2, τα Μέσα και η κοινωνία, συλλογικό, Π. Ζέρη, σ. 355). Αυτό αποτυπώνεται και στο ιατρικό συμπέρασμα ότι η αύξηση της θνητότητας συνέβη λόγω της ανεπάρκειας των δομών υγείας, όχι της έλλειψης συνεργασίας του κόσμου.
Αντιγράφω από συνέντευξη του Λύτρα στην Καθημερινή:
«Τα τρία ευρήματα που σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα ήταν, πέραν από την ηλικία φυσικά, όπως γράφουμε και στο άρθρο, ο φόρτος των διασωληνωμένων –το σύνολο δηλαδή διασωληνωμένων που ήταν εκείνη τη στιγμή–, το αν νοσηλεύονται στην Αθήνα ή εκτός Αττικής και το αν νοσηλεύονται εντός ή εκτός ΜΕΘ. Αυτοί οι τρεις παράγοντες σχετίζονται με αυξημένη θνητότητα των διασωληνωμένων ασθενών».
Με αυτή την έννοια, η απόφανση της ιστορικού Εφης Γαζή ότι «Η ελευθερία του λόγου δεν προστατεύεται αλλά υπονομεύεται στην επικράτεια των viral fake news παντός είδους και στόχευσης και πρέπει ίσως, όπως και με τον covid 19, να σκεφτούμε “πώς θα σταματήσουμε τη διάδοση”. Δεν πρόκειται απλώς για ατομική ευθύνη αλλά για δημοκρατικό καθήκον» (Αποτυπώσεις σε στιγμές κινδύνου, συλλογικό, σ. 404), είναι δήλωση ολοκληρωτικής έμπνευσης, ακόμη και αν δεν είναι αυτή η πρόθεσή της, και επιπροσθέτως δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό πρόβλημα.
Τελειώνω με μία πολιτική επισήμανση. Η λέξη «λογοκρισία» θεωρείται υπερβολική, όταν περιγράφει τη διαγραφή ή απόκρυψη αναρτήσεων, διότι η λογοκρισία προϋποθέτει έναν επίσημο φορέα που απαγορεύει, όχι μια ιδιωτική πλατφόρμα που μπορεί ο χρήστης να την εγκαταλείψει και να χρησιμοποιήσει μια άλλη. Αυτό λέγεται με κάποια αλαζονεία μερικές φορές, αλλά επειδή είναι μια χούφτα ιδιωτικοί κολοσσοί που έχουν καταλάβει τη δημόσια συζήτηση, αν οι φωνές φιμώνονται εκεί, απλώς δεν υπάρχουν πουθενά. Γι’ αυτό ακριβώς ο ειδικός εισηγητής για την ελευθερία της έκφρασης στα Ηνωμένα Έθνη θεωρεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι πεπαλαιωμένο, διότι ο ρόλος που έχουν αναλάβει πια αυτές οι πλατφόρμες στη διαμόρφωση του δημόσιου διαλόγου είναι τόσο καινοφανής και κρίσιμος, ώστε χρειαζόμαστε νέα εργαλεία για να τον αντιληφθούμε (Speech Police: The Global Struggle to Govern the Internet, Kaye, David 15).
Και τότε πώς θα προστατευτούμε από την παραπληροφόρηση; Η απάντηση είναι δυσάρεστη: δεν υπάρχει καμία λύση που να απαλλάσσει τους χρήστες από την ευθύνη να σχηματίζουν γνώμη υπεύθυνα, όσο μπορούν και όπως μπορούν. Επιλέγοντας ποιους θα εμπιστευτούν και κάνοντας λάθη, όπως κάνουν οι πολίτες στις δημοκρατίες. Η ιδέα ότι θα μεταθέτουμε αυτή την ευθύνη σε ιδιωτικούς κολοσσούς για να προστατευτούμε από τους απλούς πολίτες είναι ύποπτη, εκτός από ατυχής.
Να αναφέρω όμως μια θεσμική λύση, που μου φαίνεται πολύ πιο δημοκρατική από όσα συζητάμε τις τελευταίες μέρες: Δημοσιεύτηκε το 2017 ένα κείμενο με τίτλο Joint Declaration On Freedom Of Expression And “fake News”, Disinformation And Propaganda, από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο συνοψίζει σε τρία βήματα τις λύσεις που προτείνει.
Πρώτον, καμία κυβέρνηση δεν πρέπει να λογοκρίνει την ελεύθερη έκφραση επειδή είναι ψευδής.
Δεύτερον, οι κυβερνήσεις και οι ηγέτες τους έχουν την υποχρέωση να μη δημιουργούν ή διασπείρουν ψευδείς ειδήσεις και
Τρίτον οι πλατφόρμες θα πρέπει να είναι διαφανείς ως προς τους κανόνες τους και να προωθήσουν τις τεχνικές λύσεις που θα βοηθούσαν την αυτονομία των χρηστών και τη δυνατότητά τους να διακρίνουν την αλήθεια από το ψεύδος.
Αν παρατηρήσατε κάτι, δεν ενοχοποιείται ο κοινός χρήστης ως βασικός υπαίτιος της παραπληροφόρησης. Και εδώ έρχεται η πιο πολιτική διάσταση του θέματος: είναι εύλογη η προσποίηση των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ ότι θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τον Τραμπ με πραγματολογικό έλεγχο. Δεν πέτυχε ώς τώρα, ούτε καν όταν μιλούσε για Αϊτινούς που τρώνε τα γατιά τους, αλλά εξακολουθούν να ποντάρουν εκεί επικοινωνιακά διότι και εκείνοι ωφελούνται από την αποπολιτικοποίηση της συζήτησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στροφή του Ζάκερμπεργκ συνιστά υπόκλιση στον Τραμπ. Το είπε σχεδόν απροκάλυπτα, λέγοντας ότι υπήρχε υπερβολικός έλεγχος στα ζητήματα φύλου και μετανάστευσης, προδικάζοντας ότι θα υπάρξει ως προς αυτά επιδείνωση του κακοποιητικού λόγου, όπως συμβαίνει τώρα στο X, το οποίο περιέγραψε ως πρότυπό του. Όταν όμως κάποιος οδύρεται ότι θα αντιμετωπίζαμε την ακροδεξιά με πραγματολογικό έλεγχο και τώρα χάσαμε αυτή τη δυνατότητα, παραβλέπει ότι αυτό δεν δούλεψε, διότι πολύ απλά δεν υπάρχουν τεχνικές λύσεις για πολιτικά προβλήματα.
Εξάλλου ο έλεγχος του περιεχομένου γίνεται σήμερα αλγοριθμικά, διότι σημασία δεν έχει τι γράφουν οι χρήστες, αλλά τι διαβάζουν: η ορατότητα. Αν λοιπόν με την παρούσα συνθήκη είναι δυνατόν να στηρίξεις μια γενοκτονία χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, το να οδύρεται κανείς διότι αυτό το σύστημα ελέγχου της δημόσιας συζήτησης μας αποχαιρετά, μου φαίνεται ατυχές ή ύποπτο. Θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε fact checking, με την έννοια ότι ο δημόσιος διάλογος περιλαμβάνει πάντοτε και μία κρίση επί της αντιστοιχίας με την πραγματικότητα, εκτός από τις αξίες. Συνεπώς, ο τίτλος μου υπονοεί ότι δεν θα μας λείψει διότι δεν θα πάψουν οι δημοσιογράφοι να αποδομούν κυβερνητικά ψεύδη ούτε οι επιστήμονες να αποδομούν ψευδοεπιστημονικές θεωρίες. Αυτό που χάνεται είναι η παραπλανητική πεποίθηση ότι ο δημόσιος διάλογος θα βελτιωθεί με την επίκληση ενός αντικειμενικού τρίτου, ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε και τη δυνατότητα να επηρεάζει την ορατότητα των αναρτήσεων. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει «αρχιμήδειο σημείο» που να μας απαλλάσσει από την αγωνία της σκέψης και της απόφασης. Όσοι το υπόσχονται, θα πρέπει να είναι οι πρώτοι που χρειάζεται να κρίνουμε και να αμφισβητούμε.
Υ.Γ. Οι πληροφορίες βασίζονται στο υπό έκδοση βιβλίο μου Social Media: ο μύθος της οριζόντιας επικοινωνίας.
Υ.Γ. 2 Το άρθρο κατέβηκε αυτομάτως από το Facebook, οπότε θέλω να καθησυχάσω όσους ανησυχούν, ότι ο μηχανισμός προστασίας της κοινής γνώμης από την παραπληροφόρηση βρίσκεται σε εντυπωσιακή εγρήγορση.