«Αυτό που αγαπάω στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι που μπορούμε να έχουμε διαφορετικές απόψεις, διαφορετικούς δρόμους. Μπορεί να μη συμφωνούμε, αλλά μπορούμε να συζητάμε. Αλλά, αυτοί είναι τόσο μικρόμυλοι.. Δεν είναι το Μπρέξιτ, νομίζω ότι είναι κάτι πιο σημαντικό. Δεν θα το πω αριστερό ή δεξιό, αλλά αν διαφωνούν με αυτό που υποστηρίζεις, δεν θα μπουν στη διαδικασία να συζητήσουν, απλώς θα σου επιτεθούν και θα πουν ότι είσαι ένας απαίσιος άνθρωπος (a horrible person). Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι άνθρωποι που το κάνουν αυτό είναι άνθρωποι από πανεπιστήμια, οι μορφωμένοι.. Δημοκρατία γι’ αυτούς είναι να αποφασίζεις αυτό που θέλει η κυβερνώσα ελίτ». Ο Μπένυ μικροδείχνει. Τον κάνω δεν τον κάνω 25, μου λέει ότι είναι 41. Κινεζικής καταγωγής, ήρθε από το Χονγκ Κονγκ στο Μάντσεστερ στα 20, τελείωσε τις σπουδές του, δίδαξε για 12 χρόνια, πέρασε μετά στις επιχειρήσεις. Επιτυχημένος, βραβευμένος επιχειρηματίας σήμερα, και οπαδός του Μπρέξιτ. Ψήφισε γι’ αυτό, ψήφισε και τους Συντηρητικούς πρόσφατα. Μου λέει ένα μικρό όνομα, αρνείται να γυρίσουμε βίντεο γιατί πιστεύει ότι μπορεί να επηρεάσει τις δουλειές του. Οι άνθρωποι είναι βαθιά διχασμένοι για το Μπρέξιτ. «Οι άνθρωποι που είμαστε στις επιχειρήσεις, φοβόμαστε να πούμε ότι ψηφίσαμε υπέρ του Μπρέξιτ. Σε κάθε περίσταση, σε επιχειρηματική συνάντηση, που αναφέρεται το Μπρέξιτ, θα ακούσεις τον ίδιο απορριπτικό αναστεναγμό… Αααχ! Δεν σκέφτονται καν ότι κάποιος ανάμεσά τους μπορεί να ψήφισε Μπρέξιτ. Η αναλογία που χρησιμοποιώ είναι αυτή των γκέυ που μέναν ‘κλεισμένοι στη ντουλάπα’ στο παρελθόν. Είμαστε μπρεξιτερς κλεισμένοι στη ντουλάπα. Πως φτάσαμε εδώ; ένας λόγος που δε μπορώ να σου πω το αληθινό μου όνομα, είναι ότι θα δεχθώ επιθέσεις. Στο facebook μου, στον κύκλο μου στη δουλειά, όλοι είναι απόλυτα Ευρωπαϊστές, πιστεύουν ότι όποιος ψήφισε Μπρέξιτ είναι απολύτως λάθος, άτιμος άνθρωπος, απαίσιος, όποια κακή λέξη σκεφτείς θα στη αποδώσουν… Στην καλύτερη περίπτωση θα σου πουν ότι πίστεψες σε ψέμματα και δεν κατάλαβες τι ψήφιζες. Το σκέφτηκα πολύ αυτό. Έστω ότι έχουν δίκηο και οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι ψήφιζαν, ήταν χαζοί και δεν είχαν όσες πληροφορίες. Είναι ίσες όλες οι ψήφοι σε μια δημοκρατία; και του ευφυούς και του βλάκα; γιατί, αν δεν είναι, που βάζεις το όριο; Στην ευφυία; στην μόρφωση; και τι γίνεται με την την επιτυχία στις μπίζνες, αν ο επιχειρηματίας δεν έχει πάει πανεπιστήμιο; Θέλουν να γυρίσουν στην εποχή που συγκεκριμένοι άνθρωποι είχαν δικαίωμα ψήφου; Αυτό για μένα είναι το θεμέλιο που χτίζεται η δικαιοσύνη στο δικαίωμα ψήφου. Είτε έχεις δημοκρατία, είτε δεν έχεις. Αν αρχίσουν οι εξαιρέσεις η ψήφος θα ξαναγίνει ταξική»

Καταγράφω μόνο το ηχητικό της συνέντευξης – αυτό το δέχεται. Όταν ρωτάω περί ρατσισμού, γελάει. Είναι γκέη, κινέζος στην καταγωγή και Μπρέξιτερ.  Γλυκομίλητος, σχεδόν τρυφερός με τις λέξεις, που «δαγκώνουν» όμως όπου πρέπει. «Είμαι εθνική μειονότητα και σεξουαλική μειονότητα… τι άλλο.. Ε, είμαι και λίγο παράξενος τύπος». Γελάει πάλι.

Πριν λίγες μέρες βραβεύθηκε ως επιχειρηματίας. «Μετά τη βράβευση, πήγαμε μερικοί από μας για ένα ποτάκι στα γρήγορα. Τέσσερις Μπρεξιτήηρς και τρεις ρημέινερς. Ένας λευκός φίλος μου, που ήταν στην παρέα, είχε ψηφίσει να φύγουμε [από την ΕΕ], οι άλλοι λευκοί ήταν όλοι υπέρ του να μείνουμε, ήταν θυμωμένοι και αναστατωμένοι ρημέηνερς, και οι υπόλοιποι που ψηφίσαμε να φύγουμε είμασταν εγώ, ένας μαλαίσιος βρετανός, ένας από το Μολδόβα – είμασταν οι υπέρ της εξόδου… Ένα από τα πράγματα που με ενοχλούν – και με συγχωρείς αν γενικεύω-, είναι ότι πολλοί άνθρωποι όταν έχουν μια θέση, ας πούμε ψηφίζουν Εργατικούς, πρέπει να μισούν τους απέναντι, τους Τόρυς, θα τους μισούν ότι και να γίνει. Μέσα σε αυτό τον πανέμορφο κόσμο, δε μπορούν να δουν πέρα από αυτό.».

«Οταν ψήφισα Μπρέξιτ, σκεφτόμουν ότι υπάρχουν καλά και στην περίπτωση παραμονής και στην περίπτωση εξόδου. Πίστευα όμως ότι, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, η κυβέρνηση κι ο λαός μπορούν να δημιουργήσουν το μέλλον της. Ούτε η ΕΕ ούτε η κυβέρνηση μπορούν να κάνουν τα πάντα. Υπάρχει και προσωπική ευθύνη.»

Ο Μπένυ εξηγεί ένα από τα βασικά ζητήματα, που οδήγησαν στην απώλεια του «κόκκινου τείχους» από τους Εργατικούς. Φαίνεται πως πολιτικός λόγος αναπτύσσεται μόνο από τη μία πλευρά – αυτή των υπερασπιστών της Εξόδου από την ΕΕ. Και είναι ο ίδιος που πριν οδηγούσε τον ίδιο κόσμο στην αγκαλιά της Αριστεράς. Ήταν η άρχουσα τάξη που τους χαρακτήριζε αμόρφωτους, ανίκανους να κρίνουν και να αποφασίσουν σωστά. Ήταν η άρχουσα τάξη που προέτασσε την δική της ηθική – διότι περί ηθικής πρόκειται- για να χαρακτηρίσει την στάση και θέση όσων εκμεταλλεύονταν. Η συμπεριφορά των Εργατικών απέναντι στην εργατική τάξη, αυτή τη φορά, στο θέμα του Μπρέξιτ, είχε όλα αυτά τα δασκαλίστικα, ηθικίστικα χαρακτηριστικά. Και αντιμετωπίστηκε όπως και η άρχουσα τάξη.

Καθόμαστε σε ένα ιταλικό καφέ, αλυσίδας, το cafe Nero, λίγα βήματα από την πλατεία της Σφαγής του Πήτερλου (the Peterloo Massacre). Από την πλατεία αυτή, όπου χύθηκε το 1819 αίμα για να αποκτήσει η εργατική τάξη το δικαίωμα στην ψήφο, ξεκίνησαν όλες οι πορείες και συγκεντρώσουν που ζητούσαν να γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Το 1819, το ιππικό επετέθη στους εργάτες που είχαν μαζευτεί στο Πεδίο του αγίου Πέτρου (St Peter’s Field), του Μάντσεστερ. Ταλαιπωρημένοι από την πείνα και τη χρόνια ανεργία που έφερε το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, οι εργάτες απαίτησαν λόγο, απαίτησαν δικαίωμα ψήφου. Συγκεντρώθηκαν εξήντα με ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι, με ηγέτη τον ριζοσπάστη Χένρυ Χαντ, για να το απαιτήσουν. Δέχθηκαν την βίαιη επίθεση του Ιππικού, των Χαζάρων, που για να φτάσει να συλλάβει τον Χαντ πέρασε πάνω από το λαό, σκοτώνοντας 18 ανθρώπους και τραυματίζοντας 400-700, ανάλογα με την πηγή. Τέσσερα χρόνια μετά το Βατερλώ, Waterloo, οι εφημερίδες βάφτισαν Σφαγή του Πητερλώ, Peterloo, την δολοφονική επίθεση κατά άοπλων εργατών. Το γεγονός στάθηκε σημείο αναφοράς για τη Βρετανική Ιστορία. Η κυβέρνηση πέρασε τότε έξι νόμους (the Six Acts), με στόχο την καταστολή όχι μόνο εξεγέρσεων αλλά και απλών συγκεντρώσεων με πολιτικά αιτήματα. Λογικά, ακολούθησε η ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού πληθυσμού όλης της περιοχής.

Στο ραντεβού των Brexiteers

Η ομάδα λέγεται «Leavers of Manchester», φτιάχτηκε από το μηδέν μετά το δημοψήφισμα και στόχος της ήταν να πιέσει ώστε να γίνει σεβαστό το θέλημα της κάλπης. Ανάλογες ομάδες έχουν δημιουργηθεί σε όλη τη Βρετανία, όμως εδώ είμαι στην καρδιά του «Κοκκινου Τείχους», γι αυτό και ζητώ να παρακολουθήσω μια συνέλευσή τους. Δέχονται. Είναι Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου και οι συγκεντρωμένοι εδώ είναι 10-12 άτομα μόλις, πολύ λιγότεροι από ότι συνήθως. Δικαιολογημένο, τρεις μόλις μέρες μετά το «επίσημο» Μπρέξιτ.

Ο Σπένσερ, με τη βαριά εργατική προφορά, είναι ο στερεότυπος Μπρεξιτερ που περιγράφει χρόνια τώρα ο συστημικός βρετανικός τύπος. Μιλάει για το Σόρος, για την αριστερά που είναι «η πέμπτη φάλαγγα», για την ΕΕ που «θέλει να ξαναφέρει τη Σοβιετία», για το «σοσιαλισμό που δε δουλεύει». Τον διακόπτει η Τζο: «Είμαι κομμουνίστρια. Εδώ είμαστε για να μιλήσουμε για το Μπρέξιτ. Εδώ είμαστε αριστεροί και δεξιοί μαζί γι’ αυτό.». Κοντά στα 60 της, από παιδί ανήκει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Μ. Βρετανίας, Μαρξιστικό – Λενινιστικό, δηλαδή τους παλιούς μαοϊκούς που μετά πήγαν με τον Εμβέρ Χότζα. Αφού παγώσει με το αυστηρό της βλέμμα τον Σπένσερ, μιλά για όσα την απασχολούν για την επόμενη μέρα. Ανακοινώνει ότι οργανώνουν συνέδριο στις 29 Μαρτίου «την ημέρα που έπρεπε να φύγουμε κανονικά» για να αναδειχθεί το θέμα που θεωρούν κυρίαρχο: Τι σημαίνει σήμερα να είσαι πολίτης. Της χώρας σου, όχι της ΕΕ. Κάνει χιούμορ, διευθύνει άτυπα τη συζήτηση και κουνά σκεπτική, αλλά θετικά, το κεφάλι, όποτε κάποιος στέκεται στον κίνδυνο να αρχίσουν νέα κόλπα υπέρ της παραμονής ή και την επιδίωξη νέου δημοψηφίσματος οι ρημέινερς, πριν κλείσει ο χρόνος – η διορία ολοκλήρωσης της εξόδου.

Οι λέξεις που χρησιμοποιούν είναι τέσσερις. Brexiteer, αυτός που θέλει να φύγει η χώρα από την ΕΕ. Remainer αυτός που θέλει να μείνει η χώρα στην ΕΕ. Remoaner, ο κλαψιάρης, ο γκρινιάρης, για κείνους που περιφρονούν τους υπέρ της Εξόδου, δεν μπορούν να αποδεχθούν με τίποτε τη σχετική απόφαση του δημοψηφίσματος, και κοιτάνε πως θα την ανατρέψουν ακόμη και σήμερα. Και Rejoiner, αυτός που θέλει με κάθε τρόπο, δημοκρατικο ή μη, την επιστροφή στην ΕΕ.

Τα κύρια θέματα είναι τρία. Αν η Βρετανία θα πάρει μια συμφωνία «τουλάχιστον αντίστοιχη με αυτή που πήρε ο Καναδάς, που είναι μια μακρυνή χώρα». Αν θα υπάρξουν, και ποιά μορφή θα έχουν, ισχυρές αντεπιθέσεις από τους Remoaners. Και τι θα γίνει με την Ιρλανδία.

Η κριτικη τους στην ΕΕ, όταν γίνεται, έχει πολιτικό χαρακτήρα. Η αστυνομία επιτίθεται, οι κυβερνήσεις αδιαφορούν για όσα θέλουν οι λαοί, οι Γερμανοί κι οι Γάλλοι μόνο προβλήματα δημιουργούν… οι οικονομικές ανισότητες, το προσφυγικό, τα κίτρινα γιλέκα… Ο Κέβιν γι’ αυτό, λέει, ψήφισε όπως ψήφισε. «Να μη μπορεί η κυβέρνηση να τα ρίξει αλλού, στην Ευρωπαϊκή ένωση, αλλά να έχει ευθύνη απέναντί μας».

Εκεί που όλοι συμφωνούν, είναι στην καταδίκη της στάσης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Η Τζο διηγείται πως μετά από 26 χρόνια ακύρωσε τη συνδρομή της στην Γκάρντιαν. Ο εφημεριδοπώλης της ήρθε, μάλιστα, να τη ρωτήσει αν ο γιός του κατάλαβε σωστά, όταν του μετέφερε το μήνυμά της. «Του είπα, δεν μπορώ να συνεχίσω να δίνω χρήματα σε κάτι τόσο διαβολικό». Και άρχισε να διαβάζει την Τέλεγκραφ. Το BBC και οι παρουσιαστές κι αναλυτές τους «που θέλουν μόνο να μας λένε τι να κάνουμε», είναι ο άλλος στόχος. Και που «δεν μας λένε τίποτε για τα Κίτρινα Γιλέκα, τα Κίτρινα Γιλέκα είναι σα να μην υπάρχουν στις ειδήσεις της Βρετανίας, ούτε οι τραυματισμοί, ούτε οι φυλακίσεις, τίποτε, γιατί δε θέλουν να κακοχαρακτηρίουν μια χώρα της ΕΕ».

Για την 70χρονη Σάλλυ, παιδιόθεν ψηφοφόρο και υποστηρίκτρια των Συντηρητικών, η χρονιά που έρχεται δε θα είναι εύκολη. «Αγαπάω το Μπόρις, αλλά ούτε γι’ αυτόν θα είναι εύκολη η χρονιά. Θα έρθουν πολλά και σκληρά χτυπήματα. Χρειάστηκε μια πολύ ισχυρή Δημοκρατία [η Βρετανική] για να πληγεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και δε θα σταματήσουν εδώ». Είναι ακόμη μια ισχυρή γυναικεία παρουσία. Οι κυρίες της παρέας είναι δυναμικές, ενεργές και δείχνουν ακατάβλητες. Ο άντρας της Σάλλυ, ο Φράνσις, αντιθέτως, προτιμά να μου μιλά για την εποχή που ήταν χίππυ στην Κρήτη, επί χούντας, και οργάνωνε μαζί με άλλους φίλους του πλάκες κατά της αστυνομίας των συνταγματαρχών. Ο άλλος φίλος της Ελλάδας είναι ο Γκάρυ, που ξέρει για το δικό μας δημοψήφισμα («κι εμάς έτσι θέλαν να μας κάνουν, να μην υπακούσουν τη λαϊκή θέληση») ξέρει το Βαρουφάκη και τον Τσίπρα και τις κωλοτούμπες, το Λαπαβίτσα και όλη την ελληνική υπόθεση του 2015. Αριστερός, ψηφοφόρος των Εργατικών μέχρι πρόσφατα. Θιασώτης του Κόρμπιν κάποτε. Μιλάει για τους υποκριτές Γερμανούς, που «είναι φασίστες, στηρίζουν μια γερμανική αυτοκρατορία με φασιστική ιερασρχία και εκτός Δημοκρατίας» – την ΕΕ -, μιλάει για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που «αιμορραγούν, δες στην Πολωνία το γίνεται, φεύγουν οι νέοι, κλέβουν το αίμα μιας ολόκληρης κοινωνίας» κι από πάνω «το ρίχνουν στην ψυχολογία και λένε φασίστα όποιον διαφωνεί μαζί τους. Αυτοί θέλουν να αποφασίζουν ποιός δικαιούται να μιλάει, αυτά τα παράσιτα».

Στο εργοτάξιο και στην πάμπ

Ο Άντυ Γκάιλ ήταν υποψήφιος με το κόμμα του Μπρέξιτ. Είχε δεχθεί παλαιότερα προτάσεις να κατέβει και από τους Συντηρητικούς και από τους Εργατικούς. Είχε αρνηθεί. Δέχτηκε τώρα, για το Μπρέξιτ, και ήταν από αυτούς που δεν απέσυραν την υποψηφιότητά τους.

Γνωστός ακτιβιστής για τα δικαιώματα της lgbtq+ κοινότητας, αναφέρεται στις επιθέσεις που δέχθηκε ως «ρατσιστής», κι αυτός και η ουκρανή σύντροφός του, που της πέταξαν ένα μιλσέηκ στα μούτρα γιατί «τη θεώρησαν ρατσίστρια επειδή είναι μαζί του». Περιγράφει όχι απλώς μια διχασμένη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που πολύ δύσκολα θα καλύψει το χάσμα που άνοιξε.

Εξηγεί ότι, όταν αποφάσισε να κατέβη με το κόμμα του Μπρέξιτ, ώστε να γίνει σεβαστό το δημοψήφισμα, κάλεσε όλους τους εργαζόμενούς του – πολλοί μετανάστες- για να τους εξηγήσει την απόφασή του και να τους καθησυχάσει. Ανησυχούσαν. Η συνάντηση κράτησε πάνω από δύο ώρες, οι ερωτήσεις ήταν πολλές. Δέχεται να μιλήσει στην κάμερα, όπως και οι δύο πληροφορικάριοι, ο Σάιμον Μπελτ και ο Μάρκ Ουίλλιαμς που συναντώ στην παμπ, το ίδιο βράδυ. Ο Μαρκ, από την εποχή της Θάτσερ στην αριστερά, δίνει και μια άλλη διάσταση, στο θέμα: το προσφυγικό. Ντρέπεται, μου λέει, για τον τρόπο που η ΕΕ αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες, για τις «εικόνες της ντροπής». Σε τόσες συνεντεύξεις, τόσες μέρες, είναι μια άποψη που δεν έχω ξανακούσει και με συγκινεί προσωπικά.

Κάποιοι ακόμη, από τους πρώην ψηφοφόρους των Εργατικών που δε θέλουν να μιλήσουν δημόσια – είναι πολλοί που φοβούνται – επιμένουν να φέρνουν στη συζήτηση στον Κόρμπιν. Θεώρησαν την προεκλογική καμπάνια των Εργατικών «πρόκληση», ζητούσαν να θυμηθεί την ευρωσκεπτικιστική του περίοδο. Δεν το έπραξε, προσπάθησε να επιβάλλει μια ατζέντα που μόνον αυτόν και τους φίλους του ενδιέφερε, μου λένε. Το κόμμα των Εργατικών άλλαξε, αλλά η Εργατική Τάξη όχι. Και το ερώτημα που ετέθη ξανά και ξανά είναι, ποιός, εν τέλει, οφείλει να ακούει ποιόν.-