Της Βασιλικής Σιούτη

Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται γιατί η Δικαιοσύνη αποφάσισε να ελέγξει τώρα αυτά που εδώ και χρόνια  έκανε ότι δεν έβλεπε, καθώς και πρόσωπα που ήταν στο απυρόβλητο, με πολιτική κάλυψη.

Μετά την άσκηση διώξεων για το σκάνδαλο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ορισμένοι  άρχισαν να διακινούν διάφορα σενάρια. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η κίνηση αυτή ευνοεί  τον Α. Σαμαρά και τον Ευ. Βενιζέλο, επειδή εκθέτει τον Κ.Καραμανλή και τον Γ. Παπανδρέου, των οποίων στενοί συνεργάτες εμπλέκονται.

Άλλοι υποστήριξαν πως η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι αποφάσισε να προβεί σε κάθαρση, για να εξευμενίσει τον κόσμο, κι άλλοι βλέπουν «πόλεμο εξόντωσης» φιλογερμανικών και φιλοαμερικανικών συμφερόντων.

Η αλήθεια -όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ-  είναι ότι η κυβέρνηση καμία βούληση για κάθαρση δεν είχε, αντιθέτως, η κινητικότητα αυτή στη δικαιοσύνη, της προκαλεί έντονη ανησυχία. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς όμως, κάνει την ανάγκη φιλοτιμία, επιχειρώντας να πιστωθεί  προθέσεις που δεν είχε.

Είναι γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του σκανδάλου ανήκαν στα περιβάλλοντα των πρώην προέδρων των κομμάτων τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι δεν διατηρούσαν σχέσεις και με τους ίδιους. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, στη λίστα των ρουσφετιών του ΤΤ  υπάρχουν μερικά τουλάχιστον για τον έναν από τους δύο εταίρους της κυβέρνησης.

Επίσης, ακούγονται ήδη και άλλα ονόματα σημερινών υπουργών που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αν αρχίσει η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων, δεν γνωρίζουν πού θα σταματήσει, και αυτό ακριβώς είναι που προκαλεί ανησυχία.

Όσο για τα σενάρια ξεκαθαρίσματος λογαριασμών οικονομικών συμφερόντων και πολιτικής επιρροής των ΗΠΑ και της Γερμανίας, οι γνωρίζοντες τα θεωρούν από υπερβολικά έως ανυπόστατα, με κάποιους μόνο να λένε ότι μπορεί παραπλεύρως σε ένα μικρότερο βαθμό να παρεμβαίνει κι ένας τέτοιος παράγοντας, σε καμία όμως περίπτωση, υποστηρίζουν, δεν κινούνται τα νήματα από εκεί.

Οι εκπρόσωποι  της διαπλοκής πάντως, όχι μόνο δεν έκρυψαν την ενόχλησή τους για τον «ακτιβισμό» της Δικαιοσύνης, αλλά επιχείρησαν να περάσουν και «μηνύματα», ώστε να την αντιληφθούν αυτοί που πρέπει.

Κανένας από τους τραπεζίτες δεν θέλει να ανοίξει η όρεξη των δικαστών και να αρχίσουν να σκαλίζουν και τα δικά τους θαλασσοδάνεια, παρά την υπόσχεση της κυβέρνησης ότι θα δημοσιοποιούσε τα αποτελέσματα των ελέγχων στις τράπεζες, που ανακεφαλαιοποιήθηκαν  με χρήματα που δανείζεται ο ελληνικός λαός – και άρα δικαιούται να γνωρίζει.

Η υπόθεση «θαλασσοδάνεια» επίσης, δεν επιθυμούν καθόλου να ανοίξει -για τους ευνόητους λόγους- και οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο των ΝΕΩΝ που παρουσίαζε τη Δικαιοσύνη ως τρομοκράτη. Στο σκίτσο, που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα, την έδειχνε να κρατά μία βόμβα, με την οποία απειλεί υποτίθεται τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.

Ακολούθησε πλήθος άρθρων και σχολίων στον τύπο, στο ίδιο περίπου κλίμα, που ζητούσε –με πιο διακριτικό ή αδιάκριτο τρόπο- από τους δικαστές να μην ταράξουν «την πολιτική ηρεμία και το οικονομικό κλίμα».

Αλλά και ο υπουργός Οικονομικών, Γ.Στουρνάρας, δεν κράτησε ούτε τα προσχήματα, προβαίνοντας σε μία δήλωση, με την οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί για παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, δηλώνοντας σίγουρος για την αθωότητα της  Αναστασίας Σακελαρίου του ΤΧΣ, την ώρα  που ελέγχεται για τις εισηγήσεις της στο ΤΤ, αντί να περιοριστεί να δηλώσει, όπως θα άρμοζε, ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να κάνει ανεμπόδιστα τη δουλειά της. Κι αυτό,  τη στιγμή που ακούγεται ότι και η σύζυγός του συνεργαζόταν με τον Κυρ.Γριβέα που εμπλέκεται στο σκάνδαλο του ΤΤ, ενώ η Δικαιοσύνη ελέγχει κι άλλους στενούς φίλους του  (για άλλες υποθέσεις) στους οποίους ο Γ. Στουρνάρας  επίσης είχε εμπιστοσύνη, όπως π.χ ο Γιάννος Παπαντωνίου.

Γιατί  η Δικαιοσύνη λοιπόν, τολμά τώρα να ελέγξει μερικές από τις «ιερές αγελάδες» του συστήματος, κόντρα στην πολιτική και οικονομική εξουσία που ενοχλείται;
 

Όλα δείχνουν ότι υπάρχει ένα μέρος των δικαστών που έχει απελευθερωθεί από τις δουλείες του παρελθόντος και προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του, αποδίδοντας δικαιοσύνη. Η ερμηνεία έχει πολλές πτυχές.

Πρώην υπουργός  Δικαιοσύνης αναφέρει ότι «Σε μια κοινωνία που έχει βυθιστεί και δεν πιστεύει πλέον στους θεσμούς, κάποιοι δικαστές -και για λόγους αυτοσυντήρησης, αντιλήφθηκαν ότι πρέπει να υπερασπιστούν το όποιο κύρος τους απέμεινε. Επίσης, επειδή και οι ίδιοι υπέστησαν οικονομική ζημιά, ανέπτυξαν κι ένα αίσθημα αλληλεγγύης προς τα μεγαλύτερα θύματα, που βλέπουν ότι είναι οι πιο αδύναμοι πολίτες».

Ο πρώην υπουργός παραδέχεται ότι ο υποκειμενικός αυτός παράγοντας ευνοείται από την πολιτική συγκυρία,  που έχει καταστήσει αδύναμη την (άλλοτε παντοδύναμη) κυβέρνηση,  με αποτέλεσμα να έχουν χαλαρώσει οι μηχανισμοί χειραγώγησης της Δικαιοσύνης.

«Η κυβέρνηση αυτή δεν είναι μία σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση. Μπορεί να πέσει με ένα φύσημα. Με ένα οποιοδήποτε «ατύχημα». Δεν την παίρνει να θέσει τους μηχανισμούς παρεμπόδισης,  γιατί μπορεί να αποκαλυφθεί».

Χαρακτηριστική είναι και η ομολογία στη Βουλή από βουλευτή του ΠΑΣΟΚ ότι όταν τα δύο κόμματα ήταν πανίσχυρα, η Δικαιοσύνη δεν τολμούσε να τους ακουμπήσει.

Έμπειρος νομικός αναφέρει ότι η «ιστορία γράφεται και από πρόσωπα. Μερικοί από τους δικαστές που έχουν αναλάβει τις υποθέσεις αυτές, είναι αξιοπρεπείς προσωπικότητες που θέλουν να υπερασπιστούν το κύρος τους και δεν είναι προσεγγίσιμοι από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Μεγάλο βάρος σηκώνουν στις πλάτες τους και οι νέοι πρωτοδίκες,  που σήμερα έχουν μία άλλη κουλτούρα απέναντι στην εξουσία. Υπάρχουν επίσης και αρκετοί που αναφέρονται στην αριστερά, πράγμα σπάνιο παλιότερα».

Η διαπίστωση ότι ένα μέρος των δικαστών, λόγω της κρίσης και των συνεπειών της, έχει απελευθερωθεί, φαίνεται να είναι γενικώς αποδεκτή. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι ένα, μάλλον μεγαλύτερο, τμήμα, δεν εξακολουθεί να παραμένει δέσμιο. Οι δουλείες και οι δεσμεύσεις είναι πολλές και γνωστές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ και όχι μόνο. «Αν δείτε πόσα παιδιά δικαστικών βρίσκονται στις τράπεζες, θα εκπλαγείτε» αναφέρει πρώην κυβερνητικό στέλεχος.

Το ερώτημα που παραμένει είναι: Οι δικαστικοί που διαθέτουν τη βούληση να υπερασπιστούν το κύρος της Δικαιοσύνης, που έχει καταβαραθρωθεί,  καθώς και να ανταποκριθούν στη λαϊκή απαίτηση για απόδοση δικαιοσύνης, θα τα καταφέρουν;  Θα μπορέσουν να προχωρήσουν;

«Να δούμε αν θα καταδικαστεί κανένας  από όλους αυτούς που διώκονται» λένε όσοι διατηρούν τις επιφυλάξεις τους. «Διαφορετικά», παρατηρούν, «θα φανεί ως μία προσπάθεια να εκτονωθεί απλώς η ένταση, αλλά χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα».