Του Γρηγόρη Αυδίκου

Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1975, όπως αυτό αναθεωρήθηκε κατά διαστήματα (1986, 2001, 2008, 2019), αντιμετώπισε πολλές μεγάλες «πληγές» και παθογένειες της λειτουργίας του πολιτεύματος, αλλά είναι αλήθεια επίσης ότι δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει μια σειρά από σημαντικές παθογένειες, την ελλιπή παρουσία των θεσμικών αντιβάρων, την έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών, τη διαφθορά, τη συναλλαγή και το πελατειακό κράτος, την ασυνέχεια της διοίκησης κ.α.

Επιμέρους αποσπασματικές ρυθμίσεις της τελευταίας αναθεώρησης, όπως π.χ. η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, όπως αυτή προβλέφθηκε στο αρ. 73 παρ. 6 του Συντάγματος (για την οποία δεν έχει μέχρι σήμερα ψηφισθεί ο σχετικός εκτελεστικός νόμος [Βλ. και Αυδίκος Γ., Λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και εκτελεστικός νόμος, https://www.constitutionalism.gr, δημ. στις 09.02.2021 και στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 08.02.2021] με υψηλό όριο υπογραφών και αποκομμένη από ένα συνεκτικό δίκτυο αλλαγών που θα καθιστούσαν την ουσιαστικότερη συμμετοχή των πολιτών και την ύπαρξη ισχυρών θεσμικών αντιβάρων πραγματικότητα ή η άτολμη έως και ελλιπής αναθεώρησης της Ευθύνης Υπουργών, δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των παθογενειών. 

Μετά από όλα αυτά και ενόψει του γεγονός ότι το 2024 θα είναι εκ νέου εφικτή η εκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης, τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει, άραγε, ανάγκη για περαιτέρω αναθεώρηση του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 2019; Η απάντηση νομίζω στο ερώτημα αυτή είναι απλή. Πράγματι υπάρχει. Και αυτό για δύο λόγους, αφενός μεν διότι, όπως ήδη σημειώθηκε, η αναθεώρηση δεν αντιμετώπισε διαχρονικές παθογένειες, αφετέρου δε, διότι οι διαχρονικές αυτές παθογένειες σύντομα θα υποδαυλίσουν μια ακόμη έκρηξη πολιτικής νομιμοποίησης και περαιτέρω αποστασιοποίηση των πολιτών. 

Αρκεί να θυμηθούμε τα εξής: Κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης (2010-2018) το ζήτημα της αναγκαιότητας ή μη αναθεώρησης του Συντάγματος συμπλέχθηκε στο δημόσιο διάλογο με την ατυχή διαμονοποίηση αυτού ως αιτία της κρίσης ή με την εργαλοιοποίησή του για την υπέρβασή της. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε ότι ήταν εφικτή η αντιμετώπιση της κρίσης κυρίως με νομοθετικές παρεμβάσεις ή ότι τέλος πάντων οι αλλαγές στο Σύνταγμα μπορούν να είναι ήσσονος σημασίας. Σαφέστατα, για την κρίση δεν έφταιξε μόνο το Σύνταγμα, ούτε κυρίως αυτό. Η κρίση όμως φώτισε τις παθογένειες που ήδη υπήρχαν, παθογένειες που συνέβαλαν και αυτές στη δημοσιονομική κρίση αλλά κυριότερα στην κρίση νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης. Προοδευτικά με ψυχραιμότερη ματιά όλοι κατέληξαν να εκτιμούν ότι μια αναθεώρηση είναι αναγκαία. Αυτό άλλωστε προκύπτει αβίαστα από τις προτάσεις που κατατέθηκαν στο δημόσιο διάλογο, οι οποίες εντοπίζουν διαχρονικές αδυναμίες, ώριμες για αλλαγή. Κατά ανάλογο τρόπο σήμερα μετά την αναθεώρηση του 2019, δεν θα πρέπει η φαινομενική νηνεμία να μας ξεγελάσει. Το Σύνταγμα χρειάζεται μια συνεκτική αναθεώρηση που θα αντιμετωπίσει τις παραπάνω παθογένειες πριν μας προλάβει η επόμενη μεγάλη κρίση πολιτικής νομιμοποίησης. 

Αν λοιπόν το Σύνταγμα χρειάζεται μια νέα αναθεώρηση, προς ποια κατεύθυνση πρέπει αυτή να λάβει χώρα; Αλλαγές όπως η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, η αποδυνάμωση της Βουλής, ο περιορισμός της, ήδη αναιμικής, συμμετοχής ή του μέχρι σήμερα υποτυπώδους ελέγχου του λαού και η αλλαγή του εκλογικού συστήματος σε λιγότερο αναλογικά μοντέλα με σκοπό την αποφυγή της ακυβερνησίας, ναι μεν μπορεί προσωρινά να κρύψουν τα μεγάλα προβλήματα και τις παθογένειες των συνταγματικών ρυθμίσεων που μας οδήγησαν ως εδώ, πλην όμως δεν θα τα επιλύσουν, με αποτέλεσμα αυτά να επιστρέψουν δριμύτερα. Αντίθετα, μπορούν να συμβάλουν στην επίλυση τουλάχιστον κάποιων εκ των παθογενειών που εντοπίστηκαν ρυθμίσεις, όπως η ενίσχυση του πολιτεύματος με ισχυρά θεσμικά αντίβαρα και με αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, η ενίσχυση της Βουλής, η αντιμετώπιση του πελατειακού κράτους, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης, η αντιμετώπιση της ασυνέχειας της διοίκησης, η ενίσχυση της συμμετοχής του λαού, η εμπιστοσύνη στην ενεργό συμμετοχή του, ο μεγαλύτερος έλεγχος του λαού στους αντιπροσώπους του και η έστω κάποια αποκατάσταση της διάκρισης των εξουσιών.

Στη συζήτηση αυτή προσπαθεί να συμβάλει ένα νέο βιβλίο (μια συλλογική προσπάθεια) με τον τίτλο «Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας», επιχειρώντας να εκκινήσει εγκαίρως τη συζήτηση για το νέο κύκλο διαλόγου για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Κινείται στην παραπάνω γενική κατεύθυνση που προαναφέρθηκε. Ο τίτλος υπονοεί ότι το προτεινόμενο Σύνταγμα μπορεί να απελευθερώσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας και της κοινωνίας μας. Ευελπιστούμε να συμβάλει στον διάλογο και να αποτελέσει τη βάση μιας προωθημένης αντίληψης για το Σύνταγμα που θέλουμε. Βέβαια κανένα Σύνταγμα από μόνο του δεν αρκεί να επιφέρει τις απαιτούμενες αλλαγές, χωρίς αλλαγές στην ίδια την κοινωνία, δεν θα πρέπει όμως, από την άλλη, να υποβαθμίζουμε την αμφίπλευρη αλληλεπίδραση του δικαίου με την κοινωνία και τη σημασία που έχει το γεγονός ο δημόσιος διάλογος να λαμβάνει χώρα επί τη βάσει ενός συνεκτικού σχεδίου για το Σύνταγμα και την κοινωνία που θέλουμε. 

 

 *O Γρηγόρης Αυδίκος είναι Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Τμήματος Νομικής Ε.Κ.Π.Α.

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας που επιμελούνται οι Γρηγόρης Αυδίκος και Δημήτρης Καλτσώνης (εκδόσεις Τόπος) αναφέρει:

«Το Σύνταγμα της Ελεύθερης Ελλάδας είναι ένα σχέδιο ριζοσπαστικής αναθεώρησης. Αποτελεί το ελάχιστο αναγκαίο για να ανοίξει ο δρόμος για μια άλλου τύπου δημοκρατία και μια άλλου τύπου κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη που έχει ανάγκη ο ελληνικός λαός. Η συνολική κατεύθυνσή του μπορεί να διευκολύνει τη μετάβαση σε μια δημοκρατία γνήσια λαϊκή σε αντίθεση με τη σημερινή φθίνουσα δημοκρατία των αρχόντων, της οικονομικής ολιγαρχίας. Μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική εθνική ανεξαρτησία της χώρας και στην άνθιση των παραγωγικών της δυνατοτήτων σε όφελος των εργαζομένων. Μπορεί δηλαδή να ανοίξει το δρόμο για έναν ελεύθερο λαό σε μια ελεύθερη Ελλάδα. 

Εμπνέεται από συνταγματικά κείμενα όπως της Πορτογαλίας του 1976, της Βενεζουέλας, της Βολιβίας, το προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος του 1946, το Ιταλικό Σύνταγμα του 1948, το σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος της κυβέρνησης Αλλιέντε στη Χιλή, το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου, τις νομοθετικές εμπειρίες της εθνικής μας Αντίστασης, τις προτάσεις της αντιπολίτευσης κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1975. Απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό και όχι μόνο σε νομικούς ή πολιτικούς επιστήμονες».