Έρευνα, Κείμενο: Τζένη Τσιροπούλου

Συνεντεύξεις:Τζένη Τσιροπούλου, Νάντια Ρούμπου 


Η ιστορία της Ζωής

«Τον ονόμασα Αργύρη, όπως μου 'πε η καρδιά μου.» Στην κυριολεξία

 

H Ζωή κανονίζει το ραντεβού τού Αργύρη για κούρεμα. «Έχουν μακρύνει πολύ τα μαλλιά του» γελάει ενόσω μιλάμε στο τηλέφωνο. Τον τελευταίο χρόνο, ο γιος της 44χρονης Ζωής Κωσταρίδη, ο μικρός Αργύρης, που φέτος πάει πρώτη δημοτικού, αναρωτιόταν γιατί δεν έχει το όνομα τού παππού του όπως οι περισσότεροι συμμαθητές του.  
 
Η Ζωή δεν του έκρυψε την αλήθεια. Ονόμασε τον γιο της Αργύρη γιατί «έτσι της είπε η καρδιά της». Στην κυριολεξία, αφού ο Αργύρης έχει το όνομα τού 17χρονου που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο και η οικογένειά του χάρισε την καρδιά του στη Ζωή που είχε ανάγκη για μεταμόσχευση. Ο Αργύρης γνωρίζει ότι η μαμά του έχει κάνει μια σοβαρή εγχείριση και έχει πάρει μια νέα καρδιά. «Θέλω να ξέρει ότι και η δική του ζωή οφείλεται στον αλτρουισμό και τη μεγαλοψυχία κάποιων ανθρώπων» μού λέει η Ζωή, η γυναίκα που αποτέλεσε ένα ιατρικό θαύμα ως η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που έκανε παιδί αφού είχε κάνει μεταμόσχευση καρδιάς. «Όταν έφτασε η μέρα να γεννήσω, τόσοι γιατροί ήταν εκεί και έτρεχαν πανικόβλητοι που τους πείραζα ότι είναι σαν να γυρίζουμε ντοκιμαντέρ» λέει γελώντας η Ζωή.
 
Σήμερα δεν εργάζεται, όχι επειδή δεν μπορεί – ίσα-ίσα πάει γυμναστήριο και συμμετέχει μέχρι και σε μαραθώνιους- αλλά γιατί μετά τη μεταμόσχευση αποφάσισε να αφοσιωθεί στον αγώνα για τη διάδοση της ιδέας της δωρεάς οργάνων και την ευαισθητοποίηση μέσα από το Σύλλογο Μεταμοσχευμένων «Σκυτάλη». «Είναι κάτι που το χρωστάμε όσοι έχουμε μεταμοσχευθεί» λέει χωρίς δεύτερη σκέψη.
 
Οι γιατροί τής είχαν απαγορεύσει να μείνει έγκυος μετά τη μεταμόσχευση καρδιάς που έκανε το 2004, γιατί δεν υπήρχε κανένα αντίστοιχο ιστορικό στη χώρα μας. «Οι περισσότερες γυναίκες κάνουν μεταμόσχευση μετά τα 40 οπότε συνήθως έχουν ήδη παιδιά. Εγώ ήμουν νέα κοπέλα, μόλις 31 χρονών» εξηγεί. Εκείνη τους παρακαλούσε να το σκεφτούν, αλλά οι γιατροί φοβόντουσαν ότι ένα τέτοιο ρίσκο μπορεί να την οδηγούσε στο θάνατο εξαιτίας «της πιθανής ενεργοποίησης ενός ιού που έχουν όλοι σχεδόν οι μεταμοσχευμένοι μετά την εγχείριση και ο οποίος μπορεί να προκαλέσει απόρριψη του μοσχεύματος». Η Ζωή και ο σύζυγός της είχαν προσπαθήσει να υιοθετήσουν παιδί, αλλά μόλις οι υπεύθυνοι άκουγαν για τη μεταμόσχευση τούς απέρριπταν αμέσως. Ένα πρωί, μετά από ένα χρόνο, η Ζωή αποφάσισε ότι θα το κάνει πάση θυσία. «Πήγα στο γιατρό μου για μια ύστατη προσπάθεια, αλλά ήμουν σαν Μεγάλη Παρασκευή από τη στενοχώρια» θυμάται.
 
«Τι έχεις Ζωή; Κάτσε, πάρε χαρτί και στυλό και γράφε» της είπε ο γιατρός.
 
«Τι να γράψω γιατρέ;»
 
«Τις αλλαγές των φαρμάκων σου για να βάλουμε μπροστά την εγκυμοσύνη.»


Η Ζωή και ο Αργύρης.
 
«Ήταν από τις πιο δυνατές στιγμές της ζωής μου γιατί είχα μια ευκαιρία να διεκδικήσω το όνειρό μου» λέει η μητέρα του Αργύρη σήμερα. «Μια φορά την εβδομάδα έκανα εξετάσεις αίματος και μια ομάδα γιατρών -γυναικολόγος, λοιμωξιολόγος, αιματολόγος και καρδιολόγος- με παρακολουθούσαν ανελλιπώς. Ήμουν προετοιμασμένη για να νοσηλευτώ, αλλά αυτό ήταν ψιλά γράμματα σε σχέση με ό,τι είχα περάσει στη ζωή μου μέχρι τη μεταμόσχευση. Ευτυχώς πήγαν όλα τέλεια και είχα όλους τους αγαπημένους μου κοντά μου. Όταν κράτησα για πρώτη φορά τον Αργύρη στα χέρια μου νόμιζα ότι ήταν ψέμα, νόμιζα ότι κάποιος θα με ξυπνούσα μια μέρα και θα μου τον έπαιρνε. Ήταν τόσο καλό για να 'ναι αληθινό.»
 

«Μια ψύξη είναι θα περάσει». Αλλά δεν ήταν ψύξη. Ούτε πέρασε 

Η Ζωή ήταν μόλις 13 χρονών όταν ανακάλυψε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την καρδιά της, όταν εισήχθη για μια εγχείριση αμυγδαλών. Ο καρδιολόγος τότε της είπε ότι η καρδιά της είναι λίγο μεγαλύτερη από ό,τι στα κορίτσια της ηλικίας της. Η ασθένειά της ήταν ασυμπτωματική και δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία. Για δέκα χρόνια έζησε χωρίς να δίνει σημασία, χωρίς χάπια και χωρίς ενοχλήσεις. Μέχρι που μια μέρα, όταν ήταν 23 χρονών και εργαζόταν σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο «υπό συνθήκες μεγάλης πίεσης και άγχους, προέκυψε μια μεγάλη ένταση μεταξύ συναδέλφων» και η ίδια συγχύστηκε και έχασε τις αισθήσεις της. Όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν στο ασθενοφόρο.
 
Επί έναν χρόνο η Ζωή πάθαινε κρίσεις, της γυρνούσε η γλώσσα, αλλά οι γιατροί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τι ακριβώς πήγαινε λάθος με την υγεία της, μέχρι που παραμονές τού γάμου της βρέθηκε εσπευσμένα στο Ωνάσειο και ανακάλυψαν ότι η ρίζα του προβλήματος ήταν η καρδιά της και ότι η ζωή της κινδύνευε σοβαρά. Σε μια ηλικία όπου οι περισσότεροι νιώθουμε αθάνατοι, η Ζωή έβαλε έναν απινιδωτή κάτω από το δέρμα της -ένα μηχάνημα που με μικρά ηλεκτροσόκ ρυθμίζει τους χτύπους της καρδιάς- και έζησε μαζί του για τα επόμενα επτά χρόνια.  Τα φάρμακα αυξάνονταν ενώ τα κιλά της Ζωής λιγόστευαν, μέχρι που και το να ανέβει λίγα σκαλιά φάνταζε άθλος. Μια νύχτα ο πόνος έγινε αφόρητος και ο ιδιώτης γιατρός που έφερε η Ζωή στο σπίτι τής είπε: «Μια ψύξη είναι θα περάσει». Αλλά δεν ήταν ψύξη. Ούτε πέρασε.  
 
Όταν πια βρέθηκε στην εντατική ήταν σχεδόν αποστεωμένη, χωρίς όρεξη να μιλήσει ή να φάει. Η μόνη λύση ήταν τώρα η μεταμόσχευση. «Ο γιατρός, ο κύριος Αλιβιζάτος, μου έλεγε ότι θα μπορέσω μέχρι και να ξανατρέξω, αλλά εγώ δεν το πίστευα. Μπήκα στη λίστα για την αναμονή του μοσχεύματος και το πολυπόθητο τηλεφώνημα ήρθε τελικά τη Μεγάλη Τετάρτη του 2004 στις 9 το βράδυ. Μου είπαν, “Ζωή έλα, γιατί έρχεται ένα καλό μόσχευμα για 'σενα”. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τους πω να το αφήσουμε γιατί ένιωθα καλύτερα. Φοβήθηκα. “Το τρένο περνάει μια φορά”, μου ΄πε η συντονίστρια. “Σήκω κι έλα.” Ήμουν μόνη στο σπίτι, ντύθηκα και έφυγα. Την επομένη τής μεταμόσχευσης ήταν Πάσχα. Από τη χαρά μου έφαγα μέχρι και αρνί που είχαν οι νοσοκόμες σε τάπερ» γελάει η Ζωή. «Ήταν απλώς μαγικό. Άκουγα μια δυνατή καρδιά και η ζωή μου ξεκινούσε από την αρχή.»
 

Να εμπνέεις, να σμίγεις, να ευχαριστιέσαι τα μικρά

 
Στα 13 χρόνια που η Ζωή είναι μεταμοσχευμένη δεν έχει σκοντάψει σε προκαταλήψεις της κοινωνίας. «Αντιθέτως, όταν ακούνε την ιστορία μου συνήθως εντυπωσιάζονται. Δεν έχουν ιδέα, δεν έχουν ξαναδεί μεταμοσχευμένο άνθρωπο και ρωτάνε με μεγάλη περιέργεια» λέει. Κάποιοι, μάλιστα, με έμπνευση τη Ζωή αποφασίζουν να σώσουν τις ζωές κι άλλων ανθρώπων. Μια φίλη της έγινε αμέσως δότρια μυελού των οστών, ενώ κάποιοι γονείς, όταν δυστυχώς έχασαν το παιδί τους, αποφάσισαν να δωρίσουν τα όργανά του γιατί γνώριζαν τη δική της ιστορία.


Η Ζωή και ο Αργύρης. 

Η είδηση της γέννησης του μικρού Αργύρη, τον Απρίλιο του 2011, έλαβε μεγάλη δημοσιότητα λόγω του ότι γράφτηκε ως στιγμή-ορόσημο στην ελληνική επιστημονική πρωτοπορία. Η οικογένεια του δότη της Ζωής, του 17χρονου Αργύρη που είχε χάσει τη ζωή του σε τροχαίο, αναγνώρισε τη μεταμοσχευμένη κοπέλα στην τηλεόραση με τα λίγα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της και της έστειλε μήνυμα στο facebook.  Συναντήθηκαν όλοι μαζί για πρώτη φορά στη βάφτιση του μωρού, χωρίς οι συγγενείς του δότη να έχουν ιδέα για το βαφτιστικό όνομα που θα άκουγαν. Η ανάγκη τής οικογένειας του δότη και της λήπτριας να σμίξουν ήταν μεγαλύτερη από τον νόμο που επιβάλλει το να παραμείνουν άγνωστοι μεταξύ τους. Το καλοκαίρι του 2016, η Ζωή συνάντησε για πρώτη φορά και τη μητέρα του δότη της στη Ζαχάρω Ηλείας, στον γάμο του αδερφού του. «Τη φοβόμουν αυτή τη συνάντηση» μου λέει η Ζωή, «αλλά ήταν συγκινητική. Δεν χρειάστηκαν πολλά λόγια. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και τους συγκινούσε να έχουν κοντά τους τον μικρό Αργύρη».
 
Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, ρωτάω τη Ζωή πώς αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα μετά από αυτή την εμπειρία. «Αλλάζει η φιλοσοφία, αλλά δυστυχώς η καθημερινότητα σε καταπίνει πάλι. Όμως, μετά σταματάς για λίγο και λες “Φτάνει, δεν αξίζει να στενοχωριόμαστε για μικροπράγματα. Πρέπει να ευχαριστιόμαστε το παραμικρό, μια βόλτα στη θάλασσα, έναν καφέ με φίλους, όλα αυτά που τα έχουμε, αλλά ξεχνάμε να τους δώσουμε σημασία.»
 

Τι ισχύει στην Ελλάδα για τη δωρεά οργάνων για όλους τους πολίτες

 
Τις μέρες που δούλευα αυτό το ρεπορτάζ συνομίλησα με αρκετούς συναδέλφους και φίλους για τη δωρεά οργάνων και ήταν πέρα από εμφανές ότι επικρατεί άγνοια για την ισχύουσα νομοθεσία που μας αφορά όλους. Μου φάνηκε, επίσης, τραγελαφικό το ότι αναζητώντας στο Google το αρκτικόλεξο «ΕΟΜ» (δηλαδή Εθνικός Οργανισμός Μεταμοσχεύσεων, που είναι ο επίσημος κρατικός φορέας του Υπουργείου Υγείας για τη δωρεά και τη μεταμόσχευση), το πρώτο αποτέλεσμα που έπαιρνα ήταν «Ελληνική Ομοσπονδία Μπριτζ».
 
Ας διευκρινίσουμε, λοιπόν, τι ισχύει. Μέχρι το 2011 η ελληνική νομοθεσία όριζε ότι όποιος ήθελε να γίνει δωρητής οργάνων έπρεπε να το δηλώσει ρητά στον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), από όπου θα έπαιρνε και την αντίστοιχη κάρτα δωρητή. Το 2011, όμως, (επί Ανδρέα Λοβέρδου ως υπουργού Υγείας) η νομοθεσία προκειμένου να προσαρμοστεί στις ευρωπαϊκές οδηγίες, προσανατολίστηκε εμφατικά υπέρ της δωρεάς οργάνων -η λεγόμενη «εικαζόμενη συναίνεση» που ισχύει σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες- και έκτοτε ο νόμος λέει ότι: «Η αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων οργάνων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεσή του [Άρθρο 9, παράγραφος 2 του ν. 3984/2011].
 
Εν μέσω ψήφισης του πρώτου μνημονίου και χωρίς να δοθεί μεγάλη δημοσιότητα, η κοινωνία, τότε, δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με την αλλαγή αυτή, όμως υπήρξαν και αρνητικές τοποθετήσεις από εμπλεκόμενα μέρη, όπως από την επιστημονική κοινότητα, την εκκλησία, αλλά και τους συλλόγους μεταμοσχευμένων. Η θεμελιώδης αντίρρηση ήταν ότι η επιθυμία για δωρεά οργάνων δεν πρέπει να εικάζεται, αλλά ως ύψιστη κίνηση αλτρουισμού, θα πρέπει να επιλέγεται συνειδητά από το άτομο. Όσο και να αποσκοπεί στο κοινό καλό, μια επιβεβλημένη συναίνεση δωρεάς, πολλοί φοβήθηκαν ότι θα γεννούσε περισσότερη αντιδραστικότητα στον κόσμο παρά κατανόηση για το μεγαλείο της προσφοράς των οργάνων.
 
Ο Αναστάσιος Χατζής, παιδίατρος-εντατικολόγος και πρώην πρόεδρος του ΕΟΜ, μιλώντας στο TPP, διευκρινίζει ότι καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη έπαιξε η εκκλησία: «Παλαιότερα, η θέση της Ιεράς Συνόδου ήταν υπέρ της δωρεάς οργάνων και των μεταμοσχεύσεων ως δείγμα αλληλεγγύης, αγάπης και προσφοράς. Όμως στον νόμο της εικαζόμενης συναίνεσης αντέδρασε επισήμως, λέγοντας ότι καταστρατηγείται το αυτεξούσιο, η απόλυτα εθελοντική προσφορά. Η εκκλησία δε δέχτηκε ότι θα εικάζεται ότι είμαι δωρητής εκτός κι αν δηλώσω ότι δεν είμαι. Και η εκκλησία, καλώς ή κακώς, έχει απήχηση στην κοινωνία. Από τον πιο απλό παπά μέχρι τον αξιωματούχο της εκκλησίας, όταν πει κάτι από άμβωνος, αυτό έχει ανταπόκριση στον κόσμο. Επίσης, η εκκλησία εκπροσωπείται με δικό της μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΟΜ και τότε, αποφάσισε να μη συμμετάσχει λόγω της διαφωνία της». 
 
Λίγους μήνες αργότερα, τελικά, ο νόμος της «εικαζόμενης συναίνεσης» τροποποιήθηκε (με το άρ. 55 παρ. 4 του Νόμου 4075/2012) και προστέθηκε η προϋπόθεση της «συναίνεσης της οικογένειας» τού υποψήφιου δότη, κίνηση που «γεφύρωσε τις διαφορές».
 
Σήμερα, λοιπόν, δεν υπάρχουν πια κάρτες δωρητών και όλοι οι πολίτες θεωρούνται εν δυνάμει δωρητές σε περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου, αλλά τον τελευταίο λόγο τον έχει αυστηρά η οικογένεια. Δεν μπορεί να προηγηθεί γραπτή δήλωση του ατόμου ότι θέλει να δωρίσει τα όργανά του, η οποία θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη την κρίσιμη στιγμή για να διευκολύνει την οικογένεια. Εάν κάποιος δεν επιθυμεί να γίνει δωρητής, πρέπει να το δηλώσει ρητά στον ΕΟΜ. Τέλος, εάν δε βρεθούν συγγενείς, οι γιατροί απαγορεύεται να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια για δωρεά οργάνων.


14 Δεκεμβρίου 1967. Νοσοκομείο Γκρόοτε Σουρ, Κέιπ Τάουν, Νότια Αφρική. Η χειρουργική ομάδα του Dr. Christiaan Barnard κάνει επέμβαση ανοικτής καρδιάς, εκεί όπου 11 μέρες νωρίτερα είχε γίνει η πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς στον κόσμο.  


Μια πρωτιά… από το τέλος που μας στοιχίζει ζωές

 
Όσο είμαστε υγιείς, συνήθως δεν σκεφτόμαστε τη δωρεά οργάνων, μάλλον γιατί αντί να πιστέψουμε ότι είναι συνυφασμένη με τη ζωή, τη συνδέουμε συνειρμικά με ένα θέμα-ταμπού, την απώλεια της ζωής. Αλλά οι πιθανότητες να χρειαστούμε μόσχευμα εμείς οι ίδιοι είναι έξι φορές περισσότερες από το να χαρίσουμε τα όργανά μας. Από έναν δότη μπορούν να σωθούν ακόμα και 20 άνθρωποι που έχουν ανάγκη από νέα καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, νεφρούς, κερατοειδείς, δέρμα ή και οστά. Στις μέρες μας, όλο σχεδόν το ανθρώπινο σώμα μπορεί να μεταμοσχευθεί, ενώ με τα επιστημονικά άλματα που έχουν επιτευχθεί, το ποσοστό επιβίωσης μετά τη μεταμόσχευση είναι πάρα πολύ υψηλό και οι άνθρωποι ζουν φυσιολογικές ζωές, χωρίς να θεωρούνται καν ασθενείς.

Γιατί, όμως, η Ελλάδα παραμένει τελευταία στην ΕΕ στη δωρεά οργάνων;

Απηύθυνα την ερώτηση στον κ. Χατζή, πρώην πρόεδρο του ΕΟΜ:
 
«Μέχρι το 2011 -με εξαίρεση το 2007-2008 που φτάσαμε στο πικ- η Ελλάδα κυμαίνεται πάρα πολύ χαμηλά στις δωρεές οργάνων. Είμαστε τελευταίοι και με απόσταση από τον προτελευταίο.  Κατά την καλή διετία 2007-2008, δόθηκαν αρκετά χρήματα στον ΕΟΜ και έγινε μια καμπάνια ενημέρωσης για τη δωρεά μέσω των ΜΜΕ. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, το 2008 οι δότες (πτωματικοί, δηλαδή εγκεφαλικά νεκροί) έφτασαν το 8,9 ανά εκατομμύριο πληθυσμού (α.ε.π.). Το 2011-2012 ήμασταν στους 7 α.ε.π. και τέτοιες καλοί περίοδοι δεν υπήρξαν ποτέ ξανά ούτε πριν ούτε μετά.» 

Το 2015 είχαμε 3,6 δότες α.ε.π., το 2016 ήταν 4,1 και το 2017 είναι 4,7. Για να καταλάβουμε τη διαφορά, στην πρωτοπόρο Ισπανία η προσφορά οργάνων φτάνει τους 43 δότες α.ε.π., ενώ στην Κροατία που έχει το μισό πληθυσμό από την Ελλάδα, οι δότες είναι 39,5 α.ε.π.
 
«Από την εμπειρία μου» συνεχίζει ο εντατικολόγος, «υπάρχουν συγγενείς που η μόνη τους παρηγοριά είναι να δωρίσουν τα όργανα τού ανθρώπου τους, είναι το “βάλσαμο της ψυχής μας”, όπως έχει τύχει να μου πουν. Αυτή είναι η πεμπτουσία, το μεγαλείο. Ας παραμερίσουμε όμως τα νούμερα, καθώς πρέπει να δοθεί έμφαση στα βασικά προβλήματα. Το πρωτεύον είναι τα κρεβάτια των μονάδων εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), όπου γίνονται οι μεταμοσχεύσεις. Στην Ελλάδα λείπουν τα μισά κρεβάτια εντατικής που χρειαζόμαστε και αυτό δεν είναι συνέπεια της κρίσης, αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες.»
 
Αυτή η έλλειψη, τι συνέπειες επιφέρει;
 
«Η πρωταρχική συνέπεια είναι να μην μπορούμε να σώσουμε ανθρώπους που θα σώζονταν. Όσο για τη δωρεά: Πείτε ότι ένας άνθρωπος χτυπάει με ένα μηχανάκι και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Δε βρίσκουμε κρεβάτι, τον έχουμε στα εξωτερικά ιατρεία διασωληνωμένο, την επόμενη μέρα αγωνιζόμαστε να βρούμε ένα κρεβάτι εντατικής και εν τω μεταξύ καταλαβαίνετε ότι οι γονείς είναι ανάστατοι και θυμωμένοι. Τελικά, βρίσκουμε κρεβάτι μετά από δύο μέρες σε άλλο νοσοκομείο ή δεν βρίσκουμε ποτέ και ο άνθρωπος πεθαίνει. Ανακοινώνεις στους δικούς του ότι ο άνθρωπός τους είναι νεκρός και τους ρωτάς αν μπορούμε να δωρίσουμε τα όργανα. Εκεί σου ορμάνε και σου λένε “Μας τον σκοτώσατε, γυρνάμε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και θέλετε και τα όργανα;”. Το πρωτεύον φυσικά είναι να σώσεις τον άνθρωπο. Αν έχεις ένα σύστημα που δουλεύει ιδανικά, ο άλλος κατανοεί ότι έγινε καθετί δυνατόν, ακόμα κι αν δεν τα καταφέρεις. Στην Ελλάδα το σύστημα κάνει τους συγγενείς εχθρούς του. Ο θυμός της απώλειας ξεσπάει και εκεί πέρα. Δεν είναι αυτό το μοναδικό πρόβλημα, αλλά ό,τι άλλο και να κάνεις, αν δεν έχεις ένα κρεβάτι εντατικής να σώσεις ανθρώπους ή να αξιοποιήσεις αυτούς που είναι εγκεφαλικά νεκροί, δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα, όσες καμπάνιες ενημέρωσης ή κέντρα μεταμοσχεύσεων και να έχεις. Αυτή είναι η αλήθεια» απαντάει ο πρώην πρόεδρος του ΕΟΜ.
 
Προς επίρρωση των βιωμάτων τού εντατικολόγου, η έρευνα (2009) του Ευρωβαρόμετρου έδειξε ότι το 43% των Ελλήνων θα επιθυμούσε να δωρίσει τα όργανά του, αλλά σύμφωνα με σχεδόν 1 στους 2 πολίτες (45%), η βασική αιτία της μη συγκατάθεσης είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο σύστημα μεταμοσχεύσεων, υγείας και κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης γενικότερα.


 
«Ένα άλλο κρίσιμο ζητούμενο είναι το κατά πόσο ο ΕΟΜ είναι σε θέση να επιτελέσει όλο αυτό το φοβερό έργο που έχει να επιτελέσει, καθώς χρειάζεται προσωπικό, χρήματα, οργάνωση και αφοσίωση. Δυστυχώς, όπως το έζησα κι ο ίδιος από μέσα, παλεύουμε ακόμα με σπαθάκια και με τόξα. Το προσωπικό μας στον ΕΟΜ δούλευε σχεδόν εθελοντικά. Τέλος, όλα τα κέντρα μεταμόσχευσης πρέπει να αποκτήσουν σύγχρονα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά» προσθέτει ο κ. Χατζής.
 
Δυστυχώς, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλα τα παραπάνω μάς κοστίζουν ανθρώπινες ζωές που θα μπορούσαν να σωθούν. Είτε πρόκειται για ζωές που χάνονται σε νοσοκομεία με ελλείψεις είτε για ζωές που χάνονται όσο περιμένουν στη λίστα για τα μοσχεύματα που δεν έρχονται ποτέ.