του Αντώνη Φάρα*
Στο βιβλίο αυτό ο Srnicek επιχειρεί να παρουσιάσει μια ιστορική αφήγηση για την ανάδυσης της σύγχρονης ψηφιακής οικονομίας. Τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολείται είναι οι όροι συγκρότησης της ψηφιακής οικονομίας, η δυνατότητα ορισμού της καθώς και οι προοπτικές – τώρα και στο μέλλον.
Πώς κατέστη δυνατή η ψηφιακή οικονομία;
Η προφανής απάντηση στο παραπάνω ερώτημα – η απάντηση που θα δινόταν στα περισσότερα τεχνολογικά τμήματά – είναι ότι η ψηφιακή οικονομία κατέστη δυνατή χάρη στην ανάπτυξη του διαδικτύου και των τεχνολογιών τηλεπικοινωνιών, των οποίων η οικονομική δυναμική ήταν ήδη εμφανής από τη δεκαετία του 1990. Ως συνέπεια, πρωτοπόροι επενδυτές άρχισαν να αγοράζουν νεοσύστατες εφαρμογές διαδικτύου με τις φυσικές και εικονικές υποδομές τους. Είναι όμως έτσι;
Ξεκινώντας από την δουλειά του Brenner σχετικά με την υπερπαραγωγή στις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στο σύνολό τους, ο συγγραφέας προσφέρει μία γενεαλογία της “ψηφιακής οικονομίας”. Ο συγγραφέας μας λέει ότι από την κρίση του 1970 και τις επακόλουθες δημοσιονομικές προσαρμογές, οι αμερικανικές εταιρείες μπόρεσαν να επωφεληθούν από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και της εργατικής νομοθεσίας. Στόχος ήταν η απόδοση των επενδύσεων να επιστρέψει στο προηγούμενο επίπεδο προ της κρίσης του 1970, μόλις μειωνόταν το κόστος εργασίας. Ο Srnicek σημειώνει μία καθοριστική μεταβολή: ηαμερικανική βιομηχανία αναπροσανατολίστηκε σε μια επιλογή του Τογιοτισμού έναντι του Φορντισμού, μία επικράτηση του just-in-time αντί του προηγούμενου just-in-case.
Η ύφεση ωστόσο επανήλθε και το κεφάλαιο έσπευσε να επιστρέψει από τον πραγματικό τομέα στον “ελκυστικό φάρο της νέας οικονομίας”. Το κατά κύριο λόγο μη εμπορικό διαδίκτυο ήταν ένα τεράστιο πεδίο για την εμπορευματοποίηση, πρώτα των ίδιων των υπηρεσιών επικοινωνίας και στη συνέχεια των τεχνολογιών που προέκυψαν από αυτές, συμπεριλαμβανομένου του λογισμικού, του υλικού κ.λπ.
Μια νέα αγορά – η αγορά του διαδικτύου – δημιουργήθηκε από χιλιάδες εταιρείες, πολλές από τις οποίες δεν απέφεραν κέρδη, εφόσον οι επενδυτές και οι μέτοχοι απαιτούσαν πάνω απ’ όλα ανάπτυξη – αύξηση της βάσης χρηστών και του μεριδίου αγοράς. Ο Srnicek μοιράζεται μια σημαντική παρατήρηση: τότε γεννήθηκε τοεπιχειρηματικό μοντέλο “μεγέθυνση πριν τα κέρδη” των τεχνολογικών εταιρειών – το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα, εκθέτοντας την επιθυμία της αγοράς για μονοπωλιακή δύναμη. Tην ίδια περίοδο σημειώθηκε επίσης η απογείωση του χρηματιστηρίου, “που αρχικά προκλήθηκε από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων και των τόκων και την αύξηση των εταιρικών κερδών”. Ο ενθουσιασμός των επενδυτών δεν γνώρισε όρια και το 2000 οι ετήσιες επενδύσεις στον τομέα της τεχνολογίας (διαδίκτυο και περιφερειακά) γιγαντώθηκαν. Αυτό οδήγηση στη λεγόμενη φούσκα των “dot-com”.
Σε αυτό το σημείο, η μακροοικονομική ανάλυση του Srnicek στον Καπιταλισμό της Πλατφόρμας έρχεται κοντά στο κύριο αντικείμενο μελέτης: τις ψηφιακές πλατφόρμες. Το κοινωικοοικονομικό τοπικό που έστρεψε κεφάλαια προς αυτή την αγορά περιλάμβανε: λιτότητα, αμέτρητες προσπάθειες χειραγώγησης του επιτοκίου δανεισμού, έκτακτες τραπεζικές διασώσεις και τελικά τη μεταφορά του ιδιωτικού χρέους στη δημόσια σφαίρα (η οποία στη συνέχεια προκάλεσε τεράστιες διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη). Πως σχετίζονται αυτά με την ταχεία ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας που γνωρίζουμε σήμερα;
Η απάντηση βρίσκεται στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών που αποσκοπούν πρώτα στον κορεσμό της οικονομίας με χρήμα και στη συνέχεια στον περιορισμό της προσφοράς περιουσιακών στοιχείων υψηλής απόδοσης και χαμηλού κινδύνου, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επενδυτές να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους. Έτσι, καταλήγει ο Srnicek, “ το γενικό περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που διαμορφώθηκε από τις κεντρικές τράπεζες μείωσε τις αποδόσεις μιας ευρείας γκάμας χρηματοπιστωτικών τίτλων. Το αποτέλεσμα ήταν οι επενδυτές που αναζητούσαν μεγαλύτερες αποδόσεις να στραφούν σε όλο και πιο αυξημένου κινδύνου τίτλους – επενδύοντας, για παράδειγμα, σε μη κερδοφόρες και μη δοκιμασμένες εταιρείες τεχνολογίας.”.
Ο τεχνολογικός τομέας της οικονομίας, ο οποίος αναπτύχθηκε κυριολεκτικά μέσα από τα ερείπια του βιομηχανικού καπιταλισμού βρέθηκε αντιμέτωπος με μια άνευ προηγουμένου πτώση του ποσοστού κέρδους, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αναλάβει το ρόλο του προκατόχου του στη διατήρηση ενός συμβιβασμού με την κοινωνία. Ενώ οι νέες οικονομικές πολιτικές συγκλόνισαν την αγορά εργασίας, η ψηφιακή οικονομία συνέχισε να εδραιώνει τη θέση της στη μετά την κρίση περίοδο, καθώς η παρατεταμένη συσσώρευση εταιρικής ρευστότητας διοχετεύθηκε σε νέα τεχνολογικά έργα με μοναδικό σκοπό την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου κερδοφορίας από τις επενδύσεις αυτές.
Η προσπάθεια ορισμού του τεχνολογικού τομέα και της έννοιας του καπιταλισμού των πλατφορμών
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο Srnicek προτείνει μία περιγραφή των υφιστάμενων τύπων πλατφορμών, των χαρακτηριστικών τους και των βασικών μοντέλων κερδοφορίας τους. Στο επίκεντρο της αφήγησης του βιβλίου υπάρχουν μόνο τρεις έννοιες που αναφέρονται στην ουσία του φαινομένου που περιγράφεται. Αυτές είναι ο “κλάδος της τεχνολογίας”, η “ψηφιακή οικονομία” και οι “πλατφόρμες”.
Στην πρώτη περίπτωση, ο Srnicek χρησιμοποιεί έναν επίσημο ορισμό του τεχνολογικού τομέα, ο οποίος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του βορειοαμερικανικού συστήματος ταξινόμησης βιομηχανιών (NAICS). Σύμφωνα με το υιοθετημένο σύστημα ταξινόμησης, ο τεχνολογικός τομέας περιλαμβάνει την κατασκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρονικών ειδών, τις τηλεπικοινωνίες, την επεξεργασία δεδομένων, τη φιλοξενία και τα συναφή, καθώς και άλλες υπηρεσίες – πληροφορίες, σχεδιασμό συστημάτων υπολογιστών κ.λπ.
Οι περιορισμοί μιας υπερβολικά τυποποιημένης προσέγγισης για την ανάλυση ενός τόσο πολύπλοκου οικονομικού φαινομένου είναι σαφείς για τον συγγραφέα του βιβλίου. Για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα, ο Srnicek εισάγει την έννοια της ψηφιακής οικονομίας. Γράφει:
“Η ψηφιακή οικονομία αναφέρεται στις εταιρείες των οποίων το επιχειρηματικό μοντέλο βασίζεται όλο και περισσότερο στην τεχνολογία της πληροφορίας, τα δεδομένα και το Διαδίκτυο. Αυτή είναι μια περιοχή που τέμνει παραδοσιακούς κλάδους –συμπεριλαμβανόμενων αυτών της μεταποίησης, των υπηρεσιών, των μεταφορών, της εξόρυξης και των επικοινωνιών– και στην πράξη γίνεται σημαντική για το σύνολο της οικονομίας.“.
Ο κάπως συγκριτικός αυτός ορισμός, αν και μοιάζει άχαρος, εντούτοις μας επιτρέπει να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και να αξιολογήσουμε τη συμβολή των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές διαδικασίες των σύγχρονων ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων που εκπροσωπούν διάφορους τομείς της οικονομίας. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη του Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT) και των τεχνολογιών m2m (machine-to-machine), οι οποίες χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο αυτοματοποίησης διαδικασιών, φαίνεται να υπόσχεται ότι θα σπάσει οριστικά το άλλοτε ερμητικό όριο μεταξύ της “πληροφοριακής” ή “ψηφιακής” οικονομίας και του “παραδοσιακού” ή “πραγματικού” τομέα. Εκφρασμένη σε αδρές γενικεύσεις, η οικονομία της γνώσης καταλαμβάνει τη σφαίρα της παραγωγής και της κατανάλωσης και “η συλλογική συνεργασία και η γνώση γίνονται πηγή αξίας”, καταλήγει ο Srnicek, ακολουθώντας τους Ιταλούς αυτόνομους φιλοσόφους.
Η βιομηχανική εργατική τάξη αντικαθίσταται από το “cognitariat/κογκνιταριάτο” (γνωστικό προλεταριάτο) και το προϊόν της εργασίας γίνεται άυλο. “Η σημερινή οικονομία κυριαρχείται από μια τάξη η οποία δεν κατέχει τα μέσα παραγωγής, αλλά μάλλον διαθέτει την ιδιοκτησία της γνώσης. Υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτό, ωστόσο το επιχείρημα στραβώνει όταν τοποθετεί αυτή την τάξη εκτός καπιταλισμού”.
Το να μιλάμε για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής από τη μαρξιστική σκοπιά σημαίνει να εξηγούμε τη συνύπαρξη σχέσεων εκμετάλλευσης, όπου υπάρχει αποκλειστικός έλεγχος των πόρων και των μέσων παραγωγής και μονομερής απόσυρση της υπεραξίας που παράγεται από τη ζωντανή μισθωτή εργασία. Στην περίπτωση της λεγόμενης άυλης εργασίας, δεν είναι πάντα προφανές τι ακριβώς είναι ο πόρος παραγωγής, ποιο είναι το περιεχόμενο της εργασίας που δημιουργεί υπεραξία και αν πρέπει να εγκαθιδρυθεί ο έλεγχος των μέσων παραγωγής.
Ο Srnicek προτείνει μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η καπιταλιστική παραγωγή νέου τύπου οικοδομείται γύρω από την “εξαγωγή ενός συγκεκριμένου είδους πρώτης ύλης – των δεδομένων”. Και τα δεδομένα και η γνώση είναι κατ’ αρχήν διαφορετικές λειτουργίες στο έργο του Nick Srnicek: τα δεδομένα είναι ένα καταγεγραμμένο γεγονός ότι κάτι έχει συμβεί, χωρίς να καθορίζονται οι αιτίες ή η κατεύθυνση της αιτιότητας. Επιπλέον, τα δεδομένα δεν είναι από μόνα τους ένας πόρος που υπάρχει αυτόνομα από την εργασία.
Αντιθέτως, η συλλογή (καταγραφή), η επεξεργασία, η τυποποίηση, η αποθήκευση και η ανάλυση των δεδομένων απαιτούν τεράστιες δαπάνες ανθρώπινης εργασίας και φυσικής υποδομής για την υποστήριξη αυτής της διαδικασίας (όχι μόνο εξοπλισμό, αλλά και επαρκή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας). Είναι αυτό το γεγονός που επιτρέπει να μιλάμε για δεδομένα ως πρώτη ύλη και να ενσωματώνουμε την παραγωγή δεδομένων στον κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής σύμφωνα με τους ίδιους αιώνιους νόμους της εκμετάλλευσης και της εξαγωγής υπεραξίας από την εργασία.
Τα δεδομένα ενσωματώνονται εύκολα στη δυναμική του καπιταλισμού όχι μόνο σε επίπεδο θεωρίας, αλλά και σε επίπεδο συγκεκριμένων επιχειρηματικών διαδικασιών:
“ τα δεδομένα σήμερα υπηρετούν μία σειρά θεμελιακών καπιταλιστικών λειτουργιών: εκπαιδεύουν τους αλγορίθμους και τους παρέχουν πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών, επιτρέπουν τον συντονισμό και την εξωτερική ανάθεση εργασιών, ευνοούν τη βελτιστοποίηση και την ευελιξία της παραγωγικής διαδικασίας, καθιστούν δυνατή τη μετατροπή προϊόντων με χαμηλό περιθώριο κέρδους σε υπηρεσίες με υψηλό περιθώριο κέρδους, ενώ η ανάλυση δεδομένων συνιστά καθαυτή διαδικασία παραγωγής νέων δεδομένων μέσα σε έναν ενάρετο κύκλο”.
Εάν η κυρίαρχη επιταγή της νέας οικονομίας ήταν η αναζήτηση δεδομένων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το επόμενο βήμα ήταν η οργάνωση μιας αποτελεσματικής διαδικασίας για τη συλλογή αυτών των δεδομένων. Τα σημεία συγκέντρωσης της ψηφιακής αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπων, μηχανών και οργανισμών – οι πλατφόρμες – λειτούργησαν ως πηγή δεδομένων. Ο Srnicek γράφει ότι μια πλατφόρμα δεν είναι τόσο μια νέα αγορά όσο μια “βασική υποδομή για τη μεσολάβηση μεταξύ διαφορετικών ομάδων”.
Οι πλατφόρμες αποδείχθηκε ότι δεν είναι τόσο μια πλατφόρμα που μεσολαβεί στη φυσική ανταλλαγή στην αγορά, αλλά μάλλον ένας κρίκος στην οργάνωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, και αυτή, σύμφωνα με τον Srnicek, είναι η κύρια λειτουργία τους. “Μια πλατφόρμα τοποθετείται, πρώτον, μεταξύ των χρηστών και, δεύτερον, ως το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι δραστηριότητές τους, αποκτώντας, συνεπώς, προνομιακή πρόσβαση στην καταγραφή τους “, καταλήγει ο συγγραφέας. Με άλλα λόγια, ο κύριος στόχος των κατόχων των πλατφορμών δεν είναι η ψηφιοποίηση της ανταλλαγής στην αγορά, αλλά η κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης – που κάθε άλλο παρά περιλαμβάνει πάντα καταστάσεις ανταλλαγής στην αγορά – σε όλη της την ποικιλομορφία.
Το μέλλον του καπιταλισμού της πλατφόρμας
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο μέλλον του καπιταλισμού των πλατφορμών, και εδώ ο Nick Srnicek εξάγει δύο παραδοχές που θεωρεί ότι θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των πλατφορμών. Η πρώτη από αυτές είναι η επιθυμία κάθε πλατφόρμας να επιτύχει το μονοπώλιο. Η δεύτερη παραδοχή προβλέπει ένα ζοφερό μέλλον για τις πλατφόρμες, καθώς είναι ενταγμένες στο γενικότερο οικονομικό πλαίσιο και στη δυναμική της κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά των ψηφιακών πλατφορμών, αυξάνεται το κόστος για τις εταιρείες τεχνολογίας να αναλάβουν και να αναπτύξουν το δικό τους υλικό και λογισμικό για την υλοποίηση ενός ενοποιημένου κύκλου συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων. Η επέκταση των μεγαλύτερων πλατφορμών στα χρηματοοικονομικά, το ηλεκτρονικό εμπόριο, τις ασφάλειες κ.λπ. είναι ένα μέτρο που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός πλήρους κύκλου συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων.
Ο Srnicek αποκαλεί αυτή τη διαδικασία σύγκλιση: “η επέκταση των πλατφορμών πηγάζει από την ανάγκη για περισσότερα δεδομένα, πράγμα που οδηγεί σε αυτό που θα αποκαλούσαμε αρχή της σύγκλισης: την τάση οι διαφορετικές εταιρείες που χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες να γίνονται ολοένα και πιο όμοιες, καθώς παρεμβαίνουν στις ίδιες αγορές και περιοχές δεδομένων “.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο έντονος ανταγωνισμός θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στον “κατακερματισμό του διαδικτύου”, δηλαδή ο χώρος της ψηφιακής αλληλεπίδρασης θα χωριστεί μεταξύ πολλών εταιρειών σε τμήματα απομονωμένα μεταξύ τους και απολύτως αυτόνομα. Το μόνο ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό, μπροστά στην ανταγωνιστική πίεση, οι εταιρείες θα είναι σε θέση να διατηρήσουν το απαραίτητο επίπεδο κερδοφορίας – απαραίτητο για τη διατήρηση των δικών τους υποδομών και την απόδοση των επενδύσεων σε δαπανηρές καινοτομίες. Τέλος, ένα ρητορικό ερώτημα: θα μπορέσουν οι πλατφόρμες που αναπτύσσονται σε αυτό το σενάριο να παραμείνουν “lean (ευέλικτες)”;
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι οι πλατφόρμες δεν υπάρχουν απομονωμένες από την “πραγματική” οικονομία και την πολιτική των κρατών. Ένα από τα πιο ελπιδοφόρα και συναρπαστικά σχέδια στον τομέα των επιχειρηματικών πλατφορμών – οι βιομηχανικές πλατφόρμες – εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυναμική ανάπτυξης των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Οι πλατφόρμες συμβάλλουν πλέον στην περαιτέρω μείωση του κόστους παραγωγής και του χρόνου διακοπής λειτουργίας του εξοπλισμού, αλλά, σύμφωνα με τον Srnicek, δεν υπάρχει “τίποτα στο πρόγραμμα του βιομηχανικού διαδικτύου δεν φαίνεται να μετασχηματίζει ριζικά τη βιομηχανία “, πράγμα που σημαίνει ότι οι βιομηχανικές πλατφόρμες είναι απίθανο να καταφέρουν να επαναφέρουν τον βιομηχανικό τομέα στα προ της κρίσης επίπεδα κερδοφορίας. Η χαμηλή κερδοφορία είναι ένα γενικό τραύμα των πλατφορμών. Οι ευέλικτες πλατφόρμες, όπως η επιτυχημένη Uber ή η Task Rabbit, δεν είναι σε θέση να παράγουν σταθερά υψηλά κέρδη, οπότε η επιχείρησή τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Η επιχειρηματική εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορεί να uberοποιηθεί με επιτυχία κάθε υπηρεσία και, από αυτή την άποψη, οι δυνατότητες ανάπτυξης δεν είναι απεριόριστες. Μεταξύ άλλων, τα επιχειρηματικά μοντέλα τέτοιων υπηρεσιών εξαρτώνται στην πραγματικότητα σε μεγάλο βαθμό από το πολιτικό περιβάλλον και τα τρέχοντα πρότυπα εκμετάλλευσης της εργασίας στις οικονομίες που υστερούν. Για παράδειγμα, η απροθυμία των κρατών να ρυθμίσουν την απασχόληση έχει αφήσει μέχρι στιγμής τις πλατφόρμες ελεύθερες να επωφεληθούν από τις ευέλικτες μορφές οργάνωσης της εργασίας.
Είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε: αξίζει να περιγραφεί αυτός ο τύπος οικονομίας, που βασίζεται στη χειραγώγηση των δεδομένων, μέσα στον παγκόσμιο κύκλο της καπιταλιστικής παραγωγής; Με άλλα λόγια, δικαιολογείται σε αυτή την περίπτωση η ανακήρυξη μιας θεμελιωδώς νέας εποχής του καπιταλισμού ή έχουμε να κάνουμε με ένα βραχύβιο ξέσπασμα του επιχειρηματικού κεφαλαίου που κερδοσκοπεί στα “δεδομένα”;
Η ιδέα του Srnicek ισχύει για τις διαφημιστικές πλατφόρμες που χρησιμοποιούν δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά των χρηστών τους για να προσελκύσουν διαφημιζόμενους και να στοχεύσουν αποτελεσματικά. Ωστόσο, η αντίληψη ότι τα δεδομένα βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο ενός νέου τύπου καπιταλιστικής παραγωγής κινδυνεύει να είναι το αποτέλεσμα μιας καθολικοποίησης της ειδικής περίπτωσης. Στην πράξη, μόνο μια μικρή ομάδα μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών είναι σε θέση να εξάγουν, να αποθηκεύουν και να επεξεργάζονται αρκετά δεδομένα ώστε να αποκομίζουν κέρδη από αυτά (κυρίως Google, Facebook, Amazon). Η πλειονότητα των εταιρειών είτε δεν παράγει αρκετά δεδομένα, είτε εργάζεται με ζημία, είτε χρησιμοποιεί άλλα επιχειρηματικά μοντέλα.
Στην έννοια των δεδομένων ως πρώτη ύλη αντιτίθεται επίσης το γεγονός ότι τα επιχειρηματικά μοντέλα των επιτυχημένων πλατφορμών στο τμήμα των “ευέλικτων” ή των πλατφορμών προϊόντων βασίζονται συνήθως στην εξαγωγή ενοικίου από τη χρήση μονοπωλούμενων ψηφιακών υποδομών και όχι “δεδομένων”. Η επιτυχία σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία συλλέγει και χρησιμοποιεί τα δεδομένα, αλλά από το κατά πόσον κατάφερε να συγκεντρώσει ένα κερδοφόρο περιουσιακό στοιχείο στα χέρια της και να αποκτήσει μια μονοπωλιακή θέση στην αγορά που καθιστά τις συναλλαγές για την παράκαμψη της πλατφόρμας μια εξαιρετικά δύσκολη επιχείρηση.
Καθώς συνεχίζουμε να μιλάμε για τις διόλου ευκαταφρόνητες “ιδιαιτερότητες”, πρέπει επίσης να εξετάσουμε κατά πόσον ισχύει μια καθολική μακροοικονομική προσέγγιση για την ανάλυση των απαρχών και της δυναμικής της ψηφιακής οικονομίας, καθώς μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι σε χώρες όπως η Κίνα ή η Σιγνκαπούρη, όπου το κράτος ελέγχει άμεσα την πορεία της οικονομίας, οι πλατφόρμες και οι συναφείς τεχνολογίες έχουν αναπτυχθεί με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς σκοπούς.
Τα ερωτήματα αυτά μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν μια ενδιαφέρουσα προέκταση της συζήτησης σχετικά με, με τους πιο γενικούς όρους, τη “νέα οικονομία” – μιας συζήτησης που έχει πλέον, χάρη και στο έργο του Nick Srnicek, λάβει σαφέστερη μορφή.
*Ο Αντώνης Φάρας είναι Υποψήφιος Διδάκτορας του τμήματος ΙΦΕ του ΕΚΠΑ με αντικείμενο τις Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας