του Δημήτρη Τσίρκα
Η ΝΔ κέρδισε την πρωτιά σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές ομάδες, ακόμα και στους νέους 17-24 που ήταν προνομιακοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς. Τέλος, το άθροισμα των κομμάτων της Δεξιάς – Ακροδεξιάς ξεπερνά το 50%, ανατρέποντας την ηγεμονία της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς στη Μεταπολίτευση.
Όλα αυτά μάλιστα τα πέτυχε μετά τα Τέμπη, τις υποκλοπές, τον πληθωρισμό, τις πυρκαγιές και τα διαδοχικά σκάνδαλα που σημάδεψαν την κυβερνητική θητεία της τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Είναι σπάνιες οι φορές, σε διεθνές επίπεδο, που ένα κόμμα το οποίο κυβερνά, αντί να έχει φθορά, βγαίνει τόσο ενισχυμένο. Πώς όμως τα κατάφερε;
It’s the economy stupid… ξανά
Η φράση ακούγεται κλισέ πλέον, αλλά ισχύει, τις εκλογές τις κερδίζει πρωτίστως η οικονομία. Τα τελευταία δύο χρόνια η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με διπλάσιους ρυθμούς από ότι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος καλύπτοντας τις απώλειες της πανδημίας, η ανεργία έχει μειωθεί σε επίπεδα προ μνημονίων (σε μικρότερο όμως ενεργό πληθυσμό), ο τουρισμός το 2022 προσέγγισε το υψηλό του 2019 και ενδέχεται φέτος να το ξεπεράσει, οι επενδύσεις – υποβοηθούμενες και από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης αυξάνονται (αν και παραμένουν ακόμα πολύ χαμηλές σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μ.ο.).
Επιπλέον, η κυβέρνηση ξόδεψε σαν μεθυσμένος Αμερικάνος ναύτης, πρώτα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ύστερα, στην ενεργειακή κρίση, εκμεταλλευόμενη την αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνολικά, τα τέσσερα αυτά χρόνια διατέθηκαν 50 δισ. ευρώ για να στηριχθεί η οικονομία, κυρίως με τη μορφή επιδομάτων – τα διάφορα pass και επιδότηση κερδών, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να είναι δανεικά, αυξάνοντας το χρέος κατά 40 δισ. ευρώ.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε ότι οι κοινωνικές παροχές, έστω και με τη μορφή επιδομάτων, έχουν πολύ πιο ισχυρές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομία (αύξηση του ΑΕΠ) από τα τουριστικά έσοδα, πχ.
Όλα αυτά μεταφράζονται σε κέρδη, μικρότερα ή μεγαλύτερα για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Όπως δείχνουν τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων το προηγούμενο διάστημα, το 1/3 των Ελλήνων δηλώνει ότι η προσωπική οικονομική τους κατάσταση έχει βελτιωθεί την τελευταία τετραετία, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, αναφορικά με τα εισοδήματα. Βελτιώθηκε μάλιστα σε πείσμα του πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης, των λοκντάουν κλπ. που έπληξαν όμως κυρίως τα λαϊκά στρώματα και όχι τα μεσαία και άνω μεσαία (πόσο μάλλον την αστική τάξη) που είναι η εκλογική πελατεία της ΝΔ.
Προσθέστε στα παραπάνω και τη γιγάντωση της διαφθοράς – 10 δισ. ευρώ ήταν οι απευθείας αναθέσεις – η οποία δεν κατευθύνθηκε μόνο στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και σε μικρότερα «μαγαζιά» (όπως το χασάπικο από την Αμφιλοχία που προμήθευε χειρουργικές μάσκες στις φυλακές της χώρας, ελέω Σοφίας Νικολάου) και έχετε μια αδρή εικόνα το ποιοι και πόσο ωφελήθηκαν από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Μπορεί να σοκάρει κάποιους, ανάμεσά τους και ο γράφων, το ότι οι υποκλοπές και η θέση 107 της χώρας στην ελευθερία του Τύπου, οι εγκληματικές ευθύνες για τα Τέμπη, το επιτελικό κράτος των κολλητών, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα δεν έπληξαν την κυβέρνηση, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Όπως ήταν τις περισσότερες φορές, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και ρεαλιστές – η οικονομία πάντα κερδίζει, έστω σε τελική ανάλυση, όπως έλεγε ο Αλτουσέρ.
Μικρή σημασία έχει αν αυτές οι επιτυχίες είναι επιφανειακές και αναπαράγουν τις δομικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, προετοιμάζοντας από τώρα την επόμενη χρεοκοπία. Αυτό που μετράει είναι το πώς βιώνονται στο σήμερα από σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Ηγεμονική πολιτική
Το 40%, λοιπόν, που ψήφισε ΝΔ δεν την ψήφισε μόνο ή πρωτίστως επειδή συμφωνεί πολιτικά και ιδεολογικά μαζί της, αλλά γιατί κέρδισε από τη διακυβέρνησή της. Ψήφισε κυριολεκτικά με την τσέπη του.
Η επιτυχία της ΝΔ ήταν ότι αυτό το 1/3 του πληθυσμού που ωφελήθηκε από τις πολιτικές της κατάφερε να το μπετονάρει και να το αυξήσει, μέσα από μια εξαιρετικά επιτυχημένη προεκλογική καμπάνια, με ένα ξεκάθαρο, θετικό μήνυμα που έδειχνε προς το μέλλον και όχι το παρελθόν (σε αντίθεση με εκείνα της αντιπολίτευσης). Ένα μήνυμα που επαναλάμβανε διαρκώς.
Το «Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά» της ΝΔ απευθυνόταν στους νικητές της αγοράς και τους ωφελημένους των πολιτικών της, υποσχόμενο ακόμα καλύτερες μέρες. Ταυτοχρόνως, υπενθύμιζε ότι τα κέρδη τους θα αμφισβητηθούν και η χώρα (η οποία ταυτίζεται με τα συμφέροντά τους) θα μπει σε περιπέτειες, εάν δεν επανεκλεγεί.
Εκκινώντας από αυτή τη συμπαγή κοινωνική βάση και με αιχμή τις «επιτυχίες» της στην οικονομία και τη διαχείριση (ψηφιακό κράτος, πρώτη φάση της πανδημίας, κρίση στον Έβρο), έκανε ανοίγματα και προς τα δεξιά της, προτάσσοντας κυρίως το μεταναστευτικό, διαφημίζοντας σχεδόν τα pushbacks και τους πνιγμούς προσφύγων και μεταναστών, την κινδυνολογία για την υπογεννητικότητα. Τα «εθνικά» θέματα, προχωρώντας σε νέες αγορές του «αιώνα» (Ραφάλ, φρεγάτες, κορβέτες) και τον ποινικό λαϊκισμό, μέσα από την αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα, ως απάντηση στο έγκλημα.
Αλλά και προς τα αριστερά της, αναδεικνύοντας με προσοχή μια σειρά ταυτοτικά ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των γυναικών, των ΛΟΑΤΚΙ και των ζώων, την ίδια στιγμή βέβαια που έκλεινε πονηρά το μάτι στο συντηρητικό ακροατήριο, υποστηρίζοντας συνέδρια για τα «αγέννητα» παιδιά και κατά των εκτρώσεων. Αυτά ωστόσο ήταν αρκετά, ως άλλοθι, για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες – το ακραίο κέντρο – που οικονομικά ανήκουν στους κερδισμένους, αλλά ιδεολογικά και αισθητικά δεν ταυτίζονται με τη δεξιά, για να ψηφίσουν (ξανά) ΝΔ.
Από τη στιγμή που ο Μητσοτάκης αναφέρεται θετικά στους ΛΟΑΤΚΙ, ντύνεται κομψά και κυρίως, μιλάει καλά αγγλικά και δεν μας «ντροπιάζει» στους δυτικούς κυρίους μας, δεν μπορούν παρά να τον (ξανά) ψηφίσουν και ας παρακολουθούσε μέχρι και τα κατοικίδιά τους με την ΕΥΠ και το Predator. Η φάση τους είναι «ταπείνωσέ με, αρκεί να μου μιλάς όμορφα και να το κάνεις με φινέτσα».
Ο Μητσοτάκης πολιτεύτηκε, με δυο λόγια, ηγεμονικά, αξιοποίησε στο έπακρο τα ισχυρά του σημεία, καθόρισε την προεκλογική ατζέντα και μίλησε για το μέλλον με τρόπο που συνδύαζε ταυτόχρονα ρεαλισμό και ελπίδα για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Σε αυτό φυσικά καθοριστικό ρόλο έπαιξε η μηντιακή υπεροπλία της ΝΔ χάρη στην οποία κατάφερνε να πολλαπλασιάζει το μήνυμά της και να επιβάλλει την αφήγησή της, ακόμα και σε ζητήματα διόλου ευνοϊκά για αυτή (σκάνδαλα, πανδημία, πυρκαγιές, υποκλοπές κλπ.).
Ακόμα και έτσι όμως δεν εξηγείται η σαρωτική επικράτηση της ΝΔ, η διαφορά των 20 μονάδων και το double score έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για να έρθει ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν αρκεί κάποιος να νικήσει, αλλά και κάποιος άλλος να συντριβεί.
Από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική… ήττα
Αυτός ο άλλος ήταν αναμφίβολα ο ΣΥΡΙΖΑ, η πορεία του οποίου τα τελευταία 4 χρόνια, ιδίως την προεκλογική περίοδο, θα διδάσκεται στις σχολές πολιτικής επικοινωνίας ως παράδειγμα προς αποφυγή – τι να κάνετε αν θέλετε να χάσετε κατά κράτος.
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πίσω την ανάλυσή μας, ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε αποτίμησε σωστά την ήττα του το 2019, η οποία υπήρξε στρατηγική και όχι συγκυριακή, όπως πίστευε η ηγεσία και το στελεχιακό δυναμικό του μέχρι τελευταία στιγμή. Ουδέποτε συνειδητοποίησε το μέγεθος της πολιτικής και ψυχικής απόστασης με λαϊκά στρώματα που δημιούργησαν η συνθηκολόγηση του 2015 και η μετέπειτα μνημονιακή διαχείριση. Ούτε το βάθος και την έκταση του αντισύριζα μετώπου που του έκοβε την πρόσβαση σε μια κρίσιμη μάζα κεντροαριστερών και κεντρώων ψηφοφόρων.
Πέραν αυτών όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το καλοκαίρι του 2015 και ιδίως μετά το 2019 βρίσκεται σε στρατηγική περιδίνηση, σε κρίση ταυτότητας. Από τη μια το κυβερνητικό παρελθόν του και οι φιλοδοξίες του να επανέλθει γρήγορα στην κυβέρνηση (εύλογες ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης) τον τοποθετούν αντικειμενικά στον χώρο της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας.
Από την άλλη, οι ρίζες του και το παρελθόν της πλειονότητας των στελεχών του στην Αριστερά, δεν του επιτρέπουν να τοποθετηθεί με σαφήνεια και αποφασιστικότητα στη σοσιαλδημοκρατία. Με αποτέλεσμα να εμφανίζεται πότε ως ντροπαλή κεντροαριστερά, πότε ως (μη πειστική) Αριστερά. Τη μια να πλειοδοτεί σε συστημικές διαβεβαιώσεις, την άλλη σε αριστερή ρητορική, καταλήγοντας, εν τέλει, να μην πείθει ούτε ως μετριοπαθής σοσιαλδημοκρατία, ούτε ως Αριστερά, πόσο μάλλον ριζοσπαστική, όπως λέει και το όνομά του.
Επιπλέον, αλλά και ως απόρροια των παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ ή έστω ένα σημαντικό τμήμα του, στήριξαν κρίσιμες κυβερνητικές αποφάσεις. Έβαλαν πλάτη στα καταστροφικά για την οικονομία και την υγεία των λαϊκών στρωμάτων, λοκντάουν, τις απαγορεύσεις και τις υποχρεωτικότητες που ακύρωναν θεμελιώδεις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα. Πολλές φορές μάλιστα πλειοδοτούσαν και ζητούσαν ακόμα πιο σκληρή αντιμετώπιση. Δύο από αυτά μάλιστα τα στελέχη, ιδιαιτέρως διχαστικά, τοποθετήθηκαν στα ψηφοδέλτια του κόμματος.
Την ίδια στιγμή, στα λεγόμενα εθνικά θέματα, στήριξε τις προκλητικές αγορές όπλων από την κυβέρνηση, ενώ πολλές φορές έκανε αντιπολίτευση από τα δεξιά, κατηγορώντας τη ΝΔ για ενδοτικότητα έναντι της Τουρκίας, γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από μια μερίδα αριστερών (πρώην) ψηφοφόρων του.
Ήταν που ήταν στραβό το κλήμα…
Εκεί όμως που ο ΣΥΡΙΖΑ τα έδωσε όλα για να… χάσει, ήταν την προεκλογική περίοδο. Τόσο αλλοπρόσαλλη, αντιφατική και ηττοπαθής καμπάνια κόμματος που διεκδικεί την κυβέρνηση, θα δυσκολευτεί κανείς να βρει. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς (με μερική εξαίρεση ίσως αυτή της Χίλαρι Κλίντον το 2016). Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις εκλογές με βασικό σύνθημα το «Δικαιοσύνη Παντού» απευθυνόμενος, σωστά, σε όλους αυτούς και αυτές που δεν περιλάμβανε το success story της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή όμως επικέντρωσε κυρίως στο να απαριθμεί τα αρνητικά της κυβέρνησης και κυρίως του Μητσοτάκη και όχι στα θετικά του δικού του προγράμματος. Ο κόσμος, ωστόσο, τα γνωρίζει τα αρνητικά, τα ζει στο πετσί του. Εναλλακτική έψαχνε και αυτή που του πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπειθε. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε τις εκλογές τα τελευταία τριάντα χρόνια, προτάσσοντας αρνητικό μήνυμα, μιλώντας περισσότερα για τα κακά του αντιπάλου, παρά για τα δικά του καλά.
Ακόμα και τον Ιανουάριο του 2015, στην κορύφωση του αντιμνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε γιατί ήταν το πιο αντιμνημονιακό από όλα τα κόμματα, αλλά γιατί έπεισε ότι η «ελπίδα έρχεται». Η ελπίδα και η προοπτική σχεδόν πάντα νικούν τον φόβο και τον θυμό. Ή πιο σωστά, ο φόβος και ο θυμός χρειάζονται την ελπίδα και την προοπτική για να μετασχηματιστούν σε δύναμη αλλαγής, διαφορετικά εύκολα καταλήγουν στη διάσπαση και την παραίτηση. Το φρούτο αντί να ωριμάσει και να πέσει στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, σάπισε.
Δεξιότερα Κουροπάτκιν…
Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε τους κεντρώους ψηφοφόρους προσπαθώντας να τους πείσει ότι και «ξέρει και μπορεί», όπως έλεγε ένα από τα συνθήματά του. Υπενθύμιζε διαρκώς την επιτυχή έξοδο από τα μνημόνια, τα 37 δισ. ευρώ πλεόνασμα που άφησε στα ταμεία και ας ήταν από την υπερφορολόγηση της περιβόητης μεσαίας τάξης, όπως έχει παραδεχτεί ο Τσίπρας.
Ήταν ο τρόπος του να υπενθυμίσει ότι στην πράξη είναι ένα σοβαρό και μετριοπαθές κόμμα με αποδεδειγμένη διαχειριστική ικανότητα, στην οποία υστερούσε έναντι της ΝΔ, σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων.
Επιπλέον, συγκρότησε ένα ψηφοδέλτιο Επικρατείας γεμάτο καθηγητές πανεπιστήμιου, διεκδικώντας την αριστεία από τη ΝΔ και ας της ασκούσε (σωστή) κριτική όλο το προηγούμενο διάστημα, ως μια μετωνυμία του ελιτισμού και του ταξικού προνομίου που νομιμοποιεί τον αποκλεισμό των λαϊκών στρωμάτων από την κοινωνική άνοδο.
Λυγίζοντας όμως το ραβδί υπερβολικά προς το κέντρο και τα δεξιά, έβλεπε να χάνει προς τα αριστερά του. Για να περιορίσει τις διαρροές καταθέτει τελευταία στιγμή ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα (για τα μέτρα του «μετριοπαθούς» κέντρου, όχι των λαϊκών αναγκών), με σημαντικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, μειώσεις φόρων, χιλιάδες προσλήψεις και αύξηση δαπανών σε Υγεία και Παιδεία, Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή για μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και άλλα πολλά.
Πρόγραμμα που ουδέποτε κοστολόγησε αναλυτικά, αφήνοντας χώρο στην κυβέρνηση να μιλά για δημοσιονομικό εκτροχιασμό και να κάνει λόγο για νέο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, φοβίζοντας τους κεντρώους ψηφοφόρους που αλληθώριζαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν τα αλλεπάλληλα αυτογκόλ που έβαζαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, με δηλώσεις τους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, με κυριότερο αυτό του Κατρούγκαλου τελευταία στιγμή, το οποίο έστειλε μάλλον αρκετές μονάδες (ελεύθερων επαγγελματιών) απευθείας από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ.
To be or not to be
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να απογοητεύσει τους πάντες, να κλείσει κάθε πιθανή δεξαμενή ψηφοφόρων που θα του έδιναν πιθανότητες για ένα καλό αποτέλεσμα – τους αριστερούς και τους κεντροαριστερούς, τους μεσαίους και τα λαϊκά στρώματα, χαρίζοντας στη ΝΔ μια ιστορική νίκη και στον ίδιο μια υπαρξιακή ήττα.
Υπαρξιακή γιατί πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ αισθάνεται έντονη την ανάσα του ΠΑΣΟΚ στον σβέρκο του (η διαφορά των δύο κομμάτων είναι λίγο πάνω από το 7%) και η θέση του ως ο δεύτερος πυλώνας του δικομματικού συστήματος αμφισβητείται πλέον σοβαρά, για πρώτη φορά μετά το 2012. Τα αποτελέσματα των δεύτερων εκλογών μπορεί να είναι ακόμα πιο τραυματικά για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με δεδομένο μάλιστα ότι θα φτάσει σε αυτές με τον κόσμο του απογοητευμένο και το δυναμικό του σαστισμένο.
Σε επόμενα σημειώματα, θα μιλήσουμε και για τα υπόλοιπα κόμματα και θα εξετάσουμε πόσο βάθος έχει η νίκη της ΝΔ, αναζητώντας ψήγματα ελπίδας σε μια εποχή τεράτων. Για την ώρα να προσθέσουμε μόνο ότι η ταξική πάλη δεν τελειώνει με τις εκλογές, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμά τους.