ταξιδιωτικές αναφορές δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν εκείνη την εποχή με φωτογραφίες ή βίντεο. Το μόνο τεκμήριο ήταν τα ημερολόγια. Αυτό σημαίνει ότι ο θαλασσοπόρος είχε στα χέρια του το ίδιο εργαλείο που είχε και ο μυθιστοριογράφος, το μολύβι. Έτσι λοιπόν, την εποχή που γράφει ο Πόε υπάρχουν αλλεπάλληλες αποστολές εξερεύνησης, όπου διαβάζουμε ότι σε δύο τουλάχιστον από αυτές, η γνησιότητα των ημερολογίων που καταθέτει ο καπετάνιος αμφισβητείται:
Το Νοέμβριο του 1820 ο πλοίαρχος Ναθάνιελ Μπράουν Πάλμερ ήταν μόλις είκοσι χρονών και κυνηγούσε φώκιες. Γύρισε την πλώρη του κέρκουρου του, Ηρώ, προς το Νότο. Έτσι, ξεκινώντας από τις Νότιες Σέτλαντ για ένα εξερευνητικό ταξίδι έπλευσε κατά μήκος μιας άγνωστης ακτής από την 62η μοίρα μέχρι την 68η. Αν και οι Άγγλοι αμφισβήτησαν το ημερολόγιο του Πάλμερ, η περίπτωσή του πήρε συνέχεια από την
περίεργη παρέμβαση των Ρώσων. (σ.373)
Επίσης ο Wilks, αν και χαρτογράφησε πάνω από χίλια πεντακόσια μίλια ακτογραμμής, μόλις επέστρεψε
πέρασε ναυτοδικείο κατηγορούμενος για παραποίηση στοιχείων.
Σε αυτό το παιχνίδι των ψεύτικων ημερολογίων μπαίνει και ο ίδιος ο Πόε, ο οποίος καταθέτει προς δημοσίευση ένα μυθιστόρημα που προσποιείται ότι είναι ημερολόγιο. Πώς συνδέονται λοιπόν αυτές οι δύο παράλληλες πλευρές; Από τη μία η εναλλαγή ελπίδας και φόβου και από την άλλη η γραφή που είναι αληθινή και ψεύτικη μαζί; Η γραφή είναι το όπλο που διαθέτουμε για να αντέξουμε μπροστά στο φόβο.
Το πρώτο ερώτημα είναι τι ωθεί τον ήρωα σε αυτήν την περιπέτεια. Γιατί μπαρκάρει κανείς; Γιατί ξεκινάει αυτό το ταξίδι ο Πιμ; Ο Μέλβιλ, που φαίνεται ότι είχε διαβάσει τον Πόε, έβρισκε λέει σε αυτόν τη γοητεία του ταξιδιού. Η γοητεία του ταξιδιού όμως έχει για μας μία χροιά τουριστική, δεν θυμίζει σε τίποτα (σ. 241) αυτούς που κάναν 2000 μίλια ακυβέρνητοι, σπρωγμένοι από τον άνεμο. Το ταξίδι του Πιμ είναι σαν αυτό του Ισμαήλ. Αντιγράφω από την πρώτη σελίδα του Μόμπι Ντικ:
Όταν πιάνω τον εαυτό μου να σταματάει άθελα μπροστά σε φερετροπωλεία και να γίνεται ουραγός κάθε κηδείας, τότε θεωρώ πως ήρθε η ώρα να μπαρκάρω όσο πιο γρήγορα μπορώ… Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μία φιλοσοφική χειρονομία όλο μεγαλοπρέπεια ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του. Εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο.
Στον Πόε η έλξη που ασκεί το ταξίδι είναι έλξη θανάτου, πανομοιότυπη με την έλξη που ασκεί στον ήρωα η τρομερή χαράδρα μπροστά του. Νιώθει τον ίλιγγο και μαζί την επιθυμία να βυθιστεί στον θάνατό του, όπως ακριβώς νιώθει κανείς την επιθυμία να βουτήξει από την αποβάθρα του τραίνου. Έχετε παρατηρήσει αυτόν τον φόβο ότι κάποιος θα σε σπρώξει, που είναι ανάμικτος με την κρυφή επιθυμία να πέσεις; Είναι όπως ο λαγός που πέφτει στο στόμα του φιδιού, η γυναίκα που πέφτει στην αγκαλιά του Δον Ζουάν. Φόβος και μαζί επιθυμία της αβύσσου. Ο ήρωας του Πόε γλιτώνει την τελευταία στιγμή.
(σ.340) Τα αυτιά μου κουδούνιζαν και είπα: Είναι οι καμπάνες του θανάτου μου. Και τότε θέριεψε μέσα μου η επιθυμία να κοιτάξω κάτω. Δεν το μπορούσα πια, δεν το ήθελα, να έχω συνέχεια τα μάτια μου καρφωμένα σε εκείνον τον τοίχο. Με μία άγρια, ακαθόριστη, βαθιά συγκίνηση που ήταν μισή φρίκη και μισή ανακουφιστική τυραννία, έριξα το βλέμμα μου βαθιά στην άβυσσο. Για μία στιγμή τα δάχτυλά μου έσφιξαν πραγματικά το σκοινί, ενώ παράλληλα με την κίνηση αυτή για μιαν ακόμη φορά η αμυδρή ιδέα ότι μπορούσα ακόμη να σωθώ πλανήθηκε σα σκιά μέσα στο μυαλό μου. Γρήγορα όμως ολόκληρο το είναι μου πλημμύρισε από μία παντοδύναμη επιθυμία: να πέσω. Ήταν ένας πόθος, ένα λίγωμα, ένα πάθος ολότελα ακαταμάχητο.
Τι είναι λοιπόν αυτή η επιθυμία του ναυτικού να μπαρκάρει, που είναι ταυτοχρόνως και μία έλξη θανάτου; Γιατί τα κάνει όλα αυτά; μα, για να τα διηγηθεί! Μας λέει ότι μέσα σε αυτές τις απίθανες κακουχίες δεν έπαψε ποτέ να έχει μαζί του ένα μολύβι και ένα χαρτί. (σ. 333) Είναι ένας άνθρωπος που κινδυνεύει από την πείνα, την εξάντληση, τον κανιβαλισμό, μετά από μια αιματηρή ανταρσία και ένα ναυάγιο, αλλά ποτέ δεν σταματάει να έχει μαζί του αυτό το μολυβάκι που του επέτρεπε να κρατάει ημερολόγιο.
Και εδώ έρχομαι στο δεύτερο θέμα: την αφέλεια, τη μακαριότητα με την οποία ο ήρωάς μας εισέρχεται στην καταστροφή. Όλα ξεκινούν όταν μπαίνει στο πλοίο για να ξεκινήσει αυτό το φρικιαστικό ταξίδι και ό,τι βλέπει του φαίνεται αφάνταστα ωραίο. Μιλάει για την καμπίνα του φίλου του.
(σ.94) Ήταν καλοσυγυρισμένη, πράγμα ασυνήθιστο για φαλαινοθηρικό. Υπήρχαν τέσσερις κουκέτες με φαρδιά και άνετα κρεβάτια. Υπήρχε ακόμα μία μεγάλη σόμπα, ενώ ένα πολύ παχύ χαλί κάλυπτε το δάπεδο σε όλη την καμπίνα και τις κουκέτες. Το ταβάνι είχε ύψος γεμάτα επτά πόδια και κοντολογίς όλα ήταν πολύ πιο ευρύχωρα και ευχάριστα από όσο είχα φανταστεί… Μόλις μπήκαμε, έκλεισε και μαντάλωσε την πόρτα. Γιατί επέμενε να με κρύψει όσο το δυνατόν ταχύτερα. Δεν νομίζω ότι είχα δει ποτέ στη ζωή μου πιο όμορφο δωματιάκι από αυτό που μόλις είχα βρεθεί. Ήταν γύρω στα δέκα πόδια μακρύ και είχε ένα μονό κρεβάτι. Όπως είπα και πριν ήταν φαρδύ και άνετο…
Με την ίδια ακριβώς αισιοδοξία θα ξεκινήσει και η καταστροφή στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όταν θα τους επιτεθούν μετά την αρχική φιλία και συνεργασία «τα μεγαλύτερα καθάρματα που έχουν εμφανιστεί ποτέ σε αυτή τη γη», οι ιθαγενείς με τους οποίους κάνουν εμπόριο οι ναύτες που τους έχουν περιμαζέψει.
(σ.306) Κανένας εκείνη τη στιγμή, και να του το έλεγαν, δεν θα αμφισβητούσε την καλοπιστία των αγρίων. Μας είχαν φερθεί όλοι τους με μεγάλη κοσμιότητα, μας είχαν βοηθήσει με προθυμία στη δουλειά μας και μας είχαν προσφέρει τα αγαθά τους, χωρίς πολλές φορές να παίρνουν αμοιβή.
Περιγράφει στιγμές της πιο ακραίας απελπισίας. Ο θάνατος τον περικυκλώνει, παίρνει τους συντρόφους του και σιγά σιγά απειλεί κάθε φορά να πάρει και τον ίδιο. Μέσα σε αυτές τις στιγμές της απελπισίας, ξεφυτρώνει κατά τρόπο παράλογο και αναπάντεχο μία ελπίδα η οποία δεν βασίζεται πουθενά, όπως όταν νομίζουν ότι είδαν ένα πλοίο που θα τους σώσει όταν έχουν ναυαγήσει, αλλά είναι το πλοίο των νεκρών (οι πολιτικές προεκτάσεις είναι ευπρόσδεκτες εδώ). Το καταλαβαίνουν, ανατριχιάζουν, φοβούνται, αλλά στο τέλος ζητούν βοήθεια από τους νεκρούς.
(σ.200) Θα μπορέσω πότε άραγε να ξεχάσω εκείνο το φρικαλέο θέαμα; Είκοσι-πέντε με τριάντα ανθρώπινα κουφάρια, που πολλά ήταν γυναικεία, κείτονταν σκόρπια εδώ και εκεί από την κουτάλα της πρύμνης μέχρι το μαγειρείο, όντας στο τελευταίο, στο πιο αποκρουστικό στάδιο της αποσύνθεσης. Τώρα βλέπαμε καθαρά ότι δεν υπήρχε πάνω σε κείνο το κακομοιριασμένο σκαρί ούτε ένας ζωντανός άνθρωπος. Κι όμως εμείς δεν παύαμε να φωνάζουμε, τέτοια ήταν η απελπισία και η φρίκη μας. Ναι, ζητούσαμε βοήθεια από τους πεθαμένους.
Μάλιστα πολλή ώρα και δυνατά, ικετεύαμε να μας βοηθήσουν λες και οι φωνές μας μέσα στην αγωνία της στιγμής θα ανάσταιναν τα εφιαλτικά εκείνα κουφάρια που θα μας δέχονταν στη χαρωπή συντροφιά τους για να μη μας αφήσουν να καταντήσουμε και εμείς σαν και αυτά. Η ικεσία παραμορφώθηκε γρήγορα σε παραμιλητό. Παραμιλούσαμε από φρίκη και απελπισία. Το άγχος που μας γεννούσε η οδυνηρή απογοήτευση μας είχε σαλέψει το μυαλό.
Η φρίκη σε όλο το μυθιστόρημα παραμονεύει σε κάθε γωνιά πίσω από την αισιοδοξία και πίσω από την ελπίδα. Αυτές οι διαρκείς εναλλαγές μεταξύ ελπίδας και φρίκης χρησιμεύουν προκειμένου να υπενθυμίζουν στον αναγνώστη ότι η ελπίδα του είναι η ίδια η φρίκη. Πώς εκείνη τη στιγμή που θα ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία, αυτό θα οφείλεται στο ότι βρίσκεται σε παράκρουση και ικετεύει για βοήθεια τις νεκροκεφαλές από το πλοίο των νεκρών.
Το ερώτημα είναι τι είναι αυτό που μας κάνει να απολαμβάνουμε φρικτές ιστορίες. Τι είναι αυτό που ωθεί τον ποιητή να «κάνει τον πόνο του άρπα» αντί να ξεχνά τον πόνο του στην άρπα; Το θέμα απασχολεί ήδη τον Αριστοτέλη, όταν αναρωτιέται πώς μπορούν τραγικές ιστορίες να προκαλούν ευχαρίστηση. Αντί η τέχνη να στρέψει τα νώτα της στο τραγικό και να αναζητήσει παρηγοριά στις θετικές όψεις της ζωής, επιμένει να μας βαπτίζει σε αυτήν την ιδιότυπη εμπειρία του «ψευδούς πόνου» που είναι η τραγική εμπειρία, προκαλώντας την «οικεία ηδονή» μέσα από την κατάφαση του τραγικού στην ζωή. Το πρώτο χαρακτηριστικό της, για να μην παραγνωρίζουμε τα προφανή, είναι ότι αυτός ο πόνος είναι μία μίμηση πόνου, που προκαλείται από μία μίμηση τραγωδίας. Τα αρχαία ρωμαικά θεάματα στα οποία ένας κατάδικος υποδυόταν τον Ηρακλή και πέθαινε επί σκηνής πάνω σε πραγματική πυρά αποτελούσαν διαφορετικής μορφής εμπειρία. Η μυθιστορηματική εμπειρία επιτρέπει να πονέσουμε χωρίς να πονέσουμε, καθώς αυτό το ενδιάμεσο καθεστώς αλήθειας, που είναι η παράδοση στην καλλιτεχνική ψευδαίσθηση, επιτρέπει στον αναγνώστη να ταυτίζεται αρκετά με τα τεκταινόμενα, ώστε να νιώθει ότι τον αφορούν, αλλά και να αποστασιοποιείται αρκετά ώστε να μπορεί να σκεφτεί. Προφανώς η στιγμή ενός πραγματικού λουτρού αίματος μέσα στο πλοίο, με τα κομμένα χέρια και κεφάλια μετά την ανταρσία, δεν είναι κατάλληλη στιγμή για σκέψη, όταν ο Πιμ προσπαθεί να σώσει το τομάρι του. Το επίτευγμα του Πόε είναι ότι «θρηνούμε αλλά δεν πληγωνόμαστε», κατά τη διατύπωση του Ο. Ουάιλντ, και έτσι καθίσταται δυνατή η σκέψη. Χαρακτηριστικό αυτής της εμπειρίας είναι ότι ο πόνος της τέχνης διαθέτει πάντοτε αισθητική και σκέψη, μ' ένα λόγο ελέγχεται από την ανθρώπινη διάνοια.
Δένοντας μαζί λοιπόν τα δύο θέματα από τα οποία ξεκινήσαμε, η μυθιστορηματική φρίκη του Πόε (τα μαρτυρία, οι κανιβαλισμοί και οι θάνατοι) μας παρηγορεί ακριβώς γιατί είναι ψευδής. Πονάμε αφηγούμενοι και πονάμε για να αφηγηθούμε. Όχι επιδιώκοντας τις συμφορές σαν από μαζοχισμό, αλλά ταξιδεύοντας πάνω στα συντρίμμια ενός πλοίου και κρατώντας πάντα αυτό το μολυβάκι και το χαρτάκι που θα επιτρέψει αυτήν την ιστορία να την ακούσουν και άλλοι. Η δημιουργία λοιπόν δεν είναι ούτε σκέψη ούτε συναίσθημα, κατά τη γνωστή διχοτομία. Είναι ο ηλεκτρικός σπινθήρας που παράγεται κατά τη συνάντηση των δύο, όταν χάρη στη λογοτεχνία ο φόβος δεν είναι παραλυτικός.
Αυτό δεν συμβαίνει κατά έναν τρόπο ευθύγραμμο και απλοϊκό, είναι πάντα επίλυση ενός αινίγματος. Όπως όταν ο Πιμ προσπαθεί να ενώσει τα κομματάκια ενός χαρτιού που περιέχει το μήνυμα του φίλου του και θα καθορίσει αν θα επιβιώσει από την πείνα και τη δίψα μέσα στο αμπάρι ή όταν μετά προσπαθεί να διαβάσει τις τοιχογραφίες που ίσως κρύβουν κάποια προφητεία.
*Το κείμενο αυτό αποτελείται από τις σημειώσεις μου για μία συζήτηση που διοργάνωσε ο εκδοτικός οίκος Gutenberg, όπου μιλήσαμε ο μεταφραστής του μυθιστορήματος Πολύκαρπος Πολυκάρπου και εγώ.