Η Θεσσαλονίκη απέχει από το Βελιγράδι μόλις 100 χιλιόμετρα παραπάνω από την Αθήνα. Η φαντασιακή κοινότητα της Ελλάδας με την Σερβία είναι χτισμένη σε χίλια-δυο επίπεδα. Από την κοινή θρησκεία και τις στρατιωτικές συμπράξεις που αρχίζουν ήδη από τον 19ο αιώνα, μέχρι τις συνεχείς ανταλλαγές παικτών και προπονητών σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο και την δημοφιλία των Σέρβων σκηνοθετών στην Ελλάδα, η αυθόρμητη οικειότητα μεταξύ ημών και των Σέρβων διατρέχει από τα πιο συντηρητικά μέχρι τα πιο ριζοσπαστικά πεδία του επιστητού. Θεμέλιο αυτής της ταύτισης είναι βέβαια η ανθρωπολογική μας σύγκλιση. Έχοντας ζήσει κάποια χρόνια στο εξωτερικό, νομίζω πως καταφέρνω πια να ξεχωρίζω τους Έλληνες πριν μιλήσουν, απλά από το πώς στέκονται και περπατούν, το πώς χειρονομούν και παίρνουν εκφράσεις, από την μικροφυσική της σιωπηλής κοινωνικής συνύπαρξης που φέρει βαριά φορτία πολιτιστικού επικαθορισμού. Η ικανότητά μου αυτή, στον βαθμό που όντως υπάρχει, δεν έχει αποτύχει ποτέ όσο στο gate του αεροπλάνου για την πτήση στο Βελιγράδι, όπου δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ούτε κατά διάνοια ποιος ήταν ο Σέρβος και ποιος ήταν ο Έλληνας – ίσως ελαφρώς από το πιο πλουμιστό και μακιγιαρισμένο στυλ των γυναικών, αλλά ίσως πάλι και αυτή τη διαφορά να την διέκρινα ως νότιος, όχι ως Έλληνας.

Λίγο όλα αυτά, λίγο οι πρόμο φωτογραφίες της πόλης στο Ίντερνετ, φτάνοντας στο Βελιγράδι περίμενα να αισθανθώ πως βρίσκομαι σε μια Θεσσαλονίκη λίγο πιο φτωχή, λίγο πιο αυστρο-ουγγρική και κάπως λιγότερο οθωμανική. Το οποίο, κακώς. Η επανειλημμένα εξωτικοποιημένη, και εσχάτως ακόμα περισσότερο λόγω των χίπστερ ρευμάτων, «τσιμεντένια ουτοπία» της Γιουγκοσλαβίας είναι αυτό που δεσπόζει, αναμενόμενα και εμφατικά, στο Βελιγράδι. Και η πάσα αλήθεια είναι ότι, πέρα από το προσεκτικό και κατά μόνας στυλιζάρισμα των δυτικών εντύπων αισθητικής σοσιαλιστικού ρομαντισμού, στην καθημερινή απεραντοσύνη της, στην ελλιπή συντήρησή της, στο βαρετό φως της μέρας, η οροσειρά αυτών των μπρουταλιστικών κτηρίων αφενός πέφτει σαν βαρίδι στην ψυχή, αφετέρου είναι ασφυκτική· πανταχού παρούσα και από παντού αναδυόμενη, κατά το όραμα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Τα θεόρατα αριθμημένα μπλοκ, χτισμένα κυρίως στον βάλτο δυτικά του ποταμού Σάβα, ορθώνονται πάνω από ολόκληρο το Βελιγράδι, σαν διαρκή υπενθύμιση πως, οτιδήποτε άλλο κι αν γίνεται, η ζωή στη Σερβία συμβαίνει πρώτα απ’ όλα μέσα σε τέτοιες μονάδες.

 

Αυτό το τελευταίο όχι κατά το όραμα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η σοσιαλιστική αυτή αρχιτεκτονική, την οποία η Αριστερά ρομαντικοποιεί και η Δεξιά ερμηνεύει ως το υπέρτατο σύμβολο της απολυταρχίας και της μιζέριας, εξυπηρετούσε σίγουρα το σκοπό της επιβλητικότητας και της ομοιομορφίας, αλλά όχι μόνο αυτόν. Εξ αρχής, η αρχιτεκτονική της ισότητας στόχευε στο να μεταφέρει τη ζωή στους δημόσιους χώρους: στους δρόμους, στα πάρκα, στις πλατείες, στους χώρους εκδηλώσεων και πολιτισμού. Εξέφραζε, εκτός από την πεποίθηση ότι το σπίτι δεν μπορεί να αποτελεί χώρο διαφήμισης της κοινωνικής τάξης, επίσης την πεποίθηση ότι το σπίτι δεν μπορεί να είναι το κατεξοχήν πεδίο της ανθρώπινης ζωής· ότι ο άνθρωπος είναι ζώο αγελαίο και ότι η διαρκής εμπλοκή με την κοινότητα είναι προϋπόθεση και για την δημόσια υγεία, και για την συλλογική ευμάρεια. Το αν αυτή η θέση είναι επί της αρχής πειστική είναι μεγάλη συζήτηση, και το αν τα καθεστώτα του υπαρκτού κατάφεραν να την υλοποιήσουν, βαρετή. Το σίγουρο πάντως είναι ότι, για όσους συμμετείχαν έστω και ελάχιστα, φαντασιακά, εκ των υστέρων, ακροθιγώς στο μεγάλο όραμα του εικοστού αιώνα, οι δημόσιοι χώροι της Σερβίας πονάνε πολύ, πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Διότι οι κατοικίες πάει στο διάλο, είναι φτιαγμένες και για να είναι μίζερες, οι δημόσιοι χώροι όμως όχι. Η ξεραμένη χλόη, οι σκουριασμένες τραμπάλες και οι τσουλήθρες, τα κρεμασμένα μονόζυγα, τα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια και τα υπό κατάρρευση μνημεία είναι η σκληρότερη υπενθύμιση ότι κάποιοι κάποτε ονειρεύτηκαν εδώ, και το όνειρό τους έμεινε για πάντα μετέωρο.

 

Οι Σέρβοι εντούτοις λατρεύουν τον Τίτο – οι όχι και λίγοι και όχι και τόσο κομμουνιστές Σέρβοι που ξέρω εγώ, αλλά και γενικά. Βέβαια, οι Σέρβοι αγαπούν τον Τίτο περίπου όπως οι Ρώσοι αγαπούν τον Στάλιν, και αυτή η αγάπη είναι με μια έννοια η ακροτελεύτια μεταθανάτια καταδίκη και των δύο. Και ο Τίτο και ο Στάλιν δεν λατρεύονται ως κομμουνιστές· λατρεύονται ως μεγάλοι άνδρες που οδήγησαν το γένος στην καταξίωση, και ως εξ αυτού καθίσταται λογικό το παράλογο, δηλαδή το να λατρεύονται παράλληλα με φιγούρες όπως ο Κάρατζιτς κάποτε και ο Πούτιν τώρα. Ακόμα και η αγάπη που έχουν οι Έλληνες για τον Ανδρέα Παπανδρέου είναι πιο γνήσια πολιτική· αναφέρεται με έναν μισοαστεία-μισοσοβαρά παραληρηματικό τρόπο στις μισοαστείες-μισοσοβαρές αναδιανεμητικές του πολιτικές. Ο Τίτο, θαμμένος πια στο Σπίτι των Λουλουδιών κάτω από ένα λιτό κομμάτι μάρμαρο αδιανόητης ομορφιάς, ακτινοβολεί συμβολισμούς που αγνοούν εμφατικά τα δομικότερα αξιώματα του ιστορικού υλισμού που ο ίδιος πρέσβευε. Σε αυτό μοιάζουμε όντως με τους Σέρβους: όπως εμείς δεν καταλαβαίνουμε ότι η σοσιαλιστική πολιτική δεν ήταν θέμα του σθένους του Ανδρέα Παπανδρέου και η οικονομική ανάκαμψη δεν ήταν ζήτημα ενός καινούριου τέτοιου, έτσι και οι Σέρβοι δεν καταλαβαίνουν ότι την βιομηχανική θηριοποίηση της Γιουγκοσλαβίας στα 60s και στα 70s (τέταρτη στρατιωτική και τρίτη κομμουνιστική οικονομική δύναμη παγκοσμίως) δεν την έφερε το προσωπικό άστρο του Τίτο. Το άστρο αυτό, αν θα μπορούσε να έχει υπάρξει ικανό να συσπειρώσει τις φυγόκεντρες εθνικιστικές δυνάμεις που έπαιξαν ρόλο καταλύτη στην αποσύνθεση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, τότε σίγουρα δεν θα μπορούσε να έχει αναχαιτίσει την διάλυση του παραγωγικού της ιστού όπως επέβαλαν από τα 80s και τα μετά οι όροι του παγκόσμιου βιομηχανικού ανταγωνισμού. Ευτυχώς για τον ίδιο, ο Τίτο πέθανε γέρος, αλλά και αρκετά νωρίς για να μην έρθει ποτέ αντιμέτωπος με την πλήρη έκταση αυτής της δυστυχίας, αυτής της φτώχιας.

 

Οι Σέρβοι είναι φτωχοί, τουλάχιστον σημαντικά πιο φτωχοί από εμάς. Δεν το ήξερα, μάντευα ότι ήμασταν πιο κοντά, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους είναι στο μισό από το δικό μας (9.528 έναντι 21.093 δολαρίων το 2021). Δεν είναι μόνο τα εγκαταλελειμμένα σοβιετικά κτίρια, τα κουφάρια και τα μαυσωλεία που συμβολίζουν μιαν εποχή που πέρασε χωρίς να μπορέσει να κληροδοτήσει μια αίσθηση ταυτότητας. Είναι και ότι ούτε το παρόν μπορεί να συγκροτήσει μια τέτοια, έστω στη βάση αυτής της μη κοινότητας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Φυσικά, διάφορα σημάδια της – γραφεία πολυεθνικών, σχεδιαστικά γραφεία, artisan εστιατόρια, χίπστερ καφέ, μπουτίκ ξενοδοχεία – υπάρχουν στο αστικό τοπίο, αλλά είναι τόσο σκόρπια και το περιβάλλον τους είναι τέτοιο που μοιάζει περισσότερο σαν κάποιος να έχει στήσει ένα καπιταλιστικό κουκλοθέατρο στη μέση μιας αστικής ερήμου, παρά κάτι παραγωγικά αξιόλογο να συμβαίνει όντως εκεί.

 

Αυτή η φαντασματική αίσθηση χαρακτηρίζει συνολικά το Βελιγράδι. Ο πληθυσμός της Σερβίας μειώθηκε κατά 0,4% από το 2019 μέχρι το 2020, ενώ κάθε χρόνο ο ρυθμός αυτών των απωλειών αυξάνεται. Περίπου 50.000 άνθρωποι αφήνουν την χώρα κάθε χρόνο, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι φυσικά νέοι. Μιλάμε για μια ολόκληρη πόλη – για νούμερα πολέμου. Στο Βελιγράδι, ακόμα και στα μέσα του Σεπτέμβρη, ακόμα και Παρασκευή ή Σάββατο βράδυ, στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης υπάρχει μια αίσθηση ευρυχωρίας. Πολλά κτήρια είναι κλειστά λόγω των γραφειοκρατικών διαδικασιών που υποτίθεται ότι τα αποδίδουν βαθμιαία στους κατά τον νόμο ιδιοκτήτες τους μετά το κομμουνιστικό καθεστώς, οι οποίες διαδικασίες κρατάνε φυσικά ατελείωτα χρόνια ενόσω τα κτήρια ρημάζουν. Οι νέοι άνθρωποι είναι λίγοι και δεν πυκνώνουν πουθενά· οι γιορτές μοιάζουν μικρές και πρόχειρες· σαν να απειλούνται να μην ξαναγίνουν ποτέ μόλις τελειώσουν. Μια φίλη το είπε καλύτερα: «το Βελιγράδι είναι η μόνη πρωτεύουσα που έχω πάει στην οποία μπορεί να ακούσει κανείς, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε συνοικία, το θρόισμα του αέρα».

 

Το ξέρω ότι αυτό το κείμενο είναι πολύ μονοσήμαντο, όμως αυτό που φιλοδοξεί να κάνει δεν είναι να δώσει μια συνολική οπτική της ζωής στη Σερβία. Το παρόν είναι περισσότερο μια αυτοψυχανάλυση δική μου, δηλαδή κάποιου που βρέθηκε στο Βελιγράδι με λογιών-λογιών φαντασιακές ταυτίσεις (εθνολογικές, ανθρωπολογικές, πολιτικές κ.α.), ζορίστηκε αρκετά, και προσπαθεί να διαχειριστεί το συναίσθημά του. Σίγουρα υπάρχει και χαρά στη Σερβία, και ειδικά ως τουρίστας μπορεί κανείς να περάσει φανταστικά – όπως εδώ που τα λέμε περάσαμε και εμείς, γιατί η υλική μας θέση ήταν πριν απ’ όλες αυτή του παρατηρητή και του τουρίστα και άρα το συγκλονιστικό της εμπειρίας είχε τελικά θετικό πρόσημο. Στο Βελιγράδι μπορεί κανείς να βλέπει για ώρες πράγματα κορυφαίας πολιτιστικής και πολιτικής σημασίας, να ιχνηλατεί τα ίχνη πολιτισμών που πέρασαν από το σταυροδρόμι του Δούναβη με τον Σάβα από τα βάθη των αιώνων – δηλαδή σχεδόν όλων των πολιτισμών. Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να μην βλέπει στα πρόσωπα και τις αλληλεπιδράσεις ανθρώπων που έχουν περάσει από έναν έως τρεις πολέμους την τελευταία πενηνταετία χαραγμένη μια σκληρότητα, μια αποστροφή στην ελπίδα, η οποία μεγενθύνεται στο κενό ανάμεσα στην κομμουνιστική ταυτότητα και την μη προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πάντως, στο World Happiness Report των Ηνωμένων Εθνών που μόλις κυκλοφόρησε, η Σερβία βρίσκεται στην 64η θέση, ενώ μόλις το 2018 ήταν στην 78η. Αν όλα αυτά σας φαίνονται κάπως μίζερα, και αν αναρωτιέστε ποια χώρα πήρε τη θέση της, η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην 77η.