Στο πρόσωπο του Γκίκα Χαρδούβελη, του υπουργού Οικονομικών της περιόδου του Ιουνίου του 2014 με Ιανουάριο του 2015 της κυβέρνησης Σαμαρά, του διευθυντή του Οικονομικού Γραφείου του δοτού πρωθυπουργού, Λουκά Παπαδήμου την περίοδο του 2011-12 αλλά και του Κώστα Σημίτη από το 2000 έως το 2004, αλλά και golden boy μίας σειράς από συστημικές τράπεζες κατά τα χρόνια προ χρεοκοπίας κατέληξε η Εθνική Τράπεζα για τη θέση του επικεφαλής.

Συγκεκριμένα, πλην των κυβερνητικών θέσεων που έχει αναλάβει την τελευταία εικοσαετία, ο Γκ. Χαρδούβελης διετέλεσε υψηλόβαθμο στέλεχος της Eurobank, της Εθνικής Τράπεζας το 1996-2000, της Τράπεζας της Ελλάδας το 1994-1995, ενώ νωρίτερα βρέθηκε ως υψηλά ιστάμενος στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης το 1987-1993. Τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκε και σε θέσεις επίκουρου καθηγητή στο Κολλέγιο Μπάρναρντ του Πανεπιστημίου Κολούμπια, αναπληρωτή και αργότερα τακτικού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς, και στο κρατικό πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσεϊ.

Κατά τις πληροφορίες που μεταφέρει ο συστημικός Τύπος, η απόφαση για την επιλογή του Γκ. Χαρδούβελη για τη θέση του προέδρου της Εθνικής Τράπεζας ήταν ομόφωνη, με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) που κατέχει ποσοστό άνω του 40% στην τράπεζα να ψηφίζει υπέρ της υποψηφιότητάς του, όπως και ο Γιάννης Στουρνάρας για την Τράπεζα της Ελλάδας, τον οποίο ο Γκ. Χαρδούβελης είχε αντικαταστήσει στο υπουργείο Οικονομικών το 2014.

Υπενθυμίζεται πως ο Γκ. Χαρδούβελης δικάστηκε το 2017 και το 2018 για το γεγονός πως την περίοδο 2012-13 που ήταν επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Λουκά Παπαδήμου δεν υπέβαλε δήλωση πόθεν έσχες, υποστηρίζοντας πως δεν γνώριζε πως ήταν υπόχρεος, και πως στην προηγούμενη θητεία του στην ίδια θέση επί Σημίτη δεν προβλεπόταν υποβολή πόθεν έσχες.

Το 2017 αθωώθηκε με το δικαστήριο να τον κηρύσσει «ατιμώρητο» επειδή «δεν υπήρχε δόλια προαίρεση αλλά αμελής συμπεριφορά», ενώ την επόμενη χρονιά, η δίκη επαναλήφθηκε, με το δικαστήριο να τον κηρύσσει και πάλι ομόφωνα αθώο, αφού στο μεταξύ η προηγούμενη αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου είχε αναιρεθεί από τον Άρειο Πάγο ως μη επαρκώς τεκμηριωμένη.