Παρότι με το φετινό Μουντιάλ νιώθω κρύος, για λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, πήρα μεγάλη χαρά με την προχθεσινή νίκη-πρόκριση της εθνικής ομάδας.
 
Πέρα από τη νίκη, το σασπένς, το ωραίο παιχνίδι και την ιστορικότητα του πράγματος, είχα έναν ακόμα λόγο – οικογενειακό. Παρακολουθούσαμε το παιχνίδι μαζί με τον 15χρονο γιο μου, και μετά το γκολ της Ακτής Ελεφαντοστού εκείνος -όπως συμβαίνει μερικές φορές- απογοητεύτηκε, έχασε την ψυχραιμία του και δεν πίστευε με τίποτα στην ανατροπή. Ρισκάροντας την πιθανότητα να φανώ γραφικός, προσπάθησα επανειλημμένα να τον πείσω ότι το παιχνίδι ήταν ανοιχτό και ότι υπήρχαν ακόμα ελπίδες. Το έκανα λιγότερο επειδή το πίστευα και περισσότερο για λόγους παιδαγωγικούς. Κι ακόμα γιατί έχω την πεποίθηση ότι πρέπει να χαίρεται κανείς το παιχνίδι και να ελπίζει μέχρι το σφύριγμα της λήξης.
 
Την Τρίτη, λοιπόν, χάρηκα, όπως οι περισσότεροι. Την Τετάρτη όμως τρόμαξα.
 
Τρόμαξα με όλ’ αυτά τα εθνικά στερεότυπα που βγήκαν πάλι σεργιάνι στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα. Για τον Θεό που είναι Έλληνας και για τους θεούς των Ελλήνων. Για το πεπρωμένο της φυλής. Για την Ελλάδα, που όταν θέλει μπορεί. Για τη φτιαξιά μας, που όταν είμαστε με την πλάτη στον τοίχο τα καταφέρνουμε. Για την ιδιαίτερη ικανότητά μας εκεί όπου φαίνονται όλα χαμένα να επιπλέουμε. Για όλη αυτή τη φυλετική παραφιλολογία, τέλος πάντων, για την αφελή τάση να γενικεύουμε το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, να το ανάγουμε σε θεώρημα και να εξάγουμε αυθαίρετα συμπεράσματα σε σχέση με την πολιτική, την ιστορία, τα εθνικά θέματα, την Ορθοδοξία, την οικονομική κρίση.
 
Άνοιξα αυτήν ακριβώς τη συζήτηση με το γιο μου, ο οποίος μετείχε της εθνικής ευωχίας και αρνιόταν τις δικές μου ανησυχίες. Όταν τον στρίμωξα, μου ξεφούρνισε άλλο στερεότυπο: «Μα, το έχουμε ανάγκη, πατέρα». (Από τότε που άρχισε να με αμφισβητεί με αποκαλεί «πατέρα». Πρωτύτερα με έλεγε απλώς «μπαμπά».)
 
«Αυτό ακριβώς είναι που με τρομάζει», του απάντησα. «Ότι το έχουμε ανάγκη». Ότι νομίζουμε πως έχουμε ανάγκη από τέτοιες ενέσεις αισιοδοξίας, αντί να κάτσουμε να στρωθούμε σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο και να δούμε τι έφταιξε και φτάσαμε ως εδώ, κι έπειτα να στρωθούμε στη δουλειά, να βγούμε στους δρόμους, τέλος πάντων να κάνουμε ό,τι πρέπει επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο των διεκδικήσεων και της σκληρής δουλειάς, μακριά από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και τους κάθε λογής από μηχανής θεούς.
 
Αλλά δεν είναι μονάχα αυτά που με τρόμαξαν. Με τρόμαξαν επίσης τα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου, όλα αυτά τα δικά τους κλισέ όπου πρωταγωνιστούν το δωδεκάθεο και ο Παρθενώνας, ο Αλέξης Ζορμπάς και το ελληνικό φολκλόρ. Έχουν έναν τρόπο οι ξένοι να μας μαλαγανεύουν και να μας αποθεώνουν, αλλά αυτό ουδόλως τους εμποδίζει σε δεύτερο χρόνο να μας διαπομπεύουν χρησιμοποιώντας τα ίδια στερεότυπα ως αντεστραμμένα είδωλα, να μας θυσιάζουν εν ψυχρώ για να σώσουν τις τράπεζές τους, ισχυριζόμενοι επιπλέον ότι το κάνουν για να μας σώσουν, με μαστίγιο και με καρότο, βέβαια.
 
«Δεν πολέμησαν οι Έλληνες σαν ήρωες, οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» είχε πει κάποτε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, αλλά λίγον καιρό αργότερα έστελνε τον Σκόμπι στην Ελλάδα για να μας λιανίσει και να μας εξωθήσει στον εμφύλιο πόλεμο, κι εμείς από την πλευρά μας καμαρώνουμε για το πρώτο αλλά δυσκολευόμαστε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας σε σχέση με το δεύτερο. Και δεν ξέρω κατά πόσον έχουμε διδαχθεί από το τι επακολούθησε της αντίστοιχης εθνικής ευωχίας του 2004, της Eurovision, του Euro και «της επιτυχούς διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων», όπως δεν νομίζω να διδαχθήκαμε από το τι είχε επακολουθήσει των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 – ήττα από την Τουρκία στον πόλεμο του 1897, εθνική χρεοκοπία και διεθνής επιτήρηση.
 
Ας ξαναθυμηθούμε λοιπόν τα βασικά: Ένα παιχνίδι είναι, δεν πρόκειται για εθνική υπόθεση ούτε για την υποτιθέμενη πολεμική αρετή των Ελλήνων, δεν πρόκειται για σταυροφορία ούτε για κάποιο μαγικό μονοπάτι εξόδου από την κρίση.
 
Κι αν το καλοσκεφτείς, τώρα πια δεν είναι ούτε καν παιχνίδι, είναι παγκόσμιο υπερθέαμα, διεθνές χρηματιστήριο φαντασιώσεων και προσδοκιών, που κρύβει πίσω από την λαμπερή βιτρίνα του φαβέλες, υπόκοσμο, τη διεθνή των στοιχημάτων, την αυτοκρατορία των πολυεθνικών και του ιλουστρασιόν καταναλωτισμού.
 
Ακόμα κι έτσι, πάντως, δεν έχω καμία αντίρρηση να το χαρούμε το παιχνίδι, να εκστασιαστούμε με το γκολ στο 92, να βγούμε και στους δρόμους ακόμα, για να πανηγυρίσουμε. Αλλά στο τέλος της ημέρας να θυμόμαστε ότι στους δρόμους θα δοθεί πράγματι η λύση – με διαφορετικό όμως τρόπο.