Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Νίκου Γιαννόπουλου στο «news247», στη γνωμάτευση της Συνηγόρου για τα δικαιώματα του παιδιού, Θεώνης Κουφονικολάκου επισημαίνονται μία προς μία οι πλημμέλειες του Κανονισμού και συμπεριλαμβάνονται οι σχετικές προτάσεις για τις απαραίτητες αλλαγές οι οποίες θα πρέπει να ενσωματώνουν, όπως τονίζεται, το σύνολο της κείμενης νομοθεσίας και των διεθνών πρωτοκόλλων.

H συντάκτρια παρατηρεί ότι διάφορα χωρία του Κανονισμού του Κολλεγίου, λόγω της διατυπώσεως τους, μπορεί να εκληφθούν ως «διάθεση συγκάλυψης και μη συμμόρφωσης σε υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία». Συγκεκριμένα, η Ενότητα VIΙ αναφέρεται ότι «πρόκειται για διαδικασία κατάλληλη κυρίως όταν ο ο καταγγέλλων παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση και ο καταγγελλόμενος έχουν συνεχή ή συχνή επαφή και για το λόγο αυτό ο καταγγέλλων επιθυμεί να αντιμετωπίσει την παρενόχληση ή σεξουαλική παρενόχληση ανεπίσημα για να αποκατασταθεί μία θετική, αρμονική σχέση μεταξύ τους». Η Συνήγορος επισημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη να «επανεξετασθεί η διατύπωση περί ανεπίσημης αντιμετώπισης καθώς υπάρχει έντονος κίνδυνος να ερμηνευθεί ως διάθεση συγκάλυψης και μη συμμόρφωσης σε υποχρεώσεις που απορρέουν από την ισχύουσα νομοθεσία».

Η Συνήγορος παρατηρεί ότι «στο βήμα με αριθμό 4 αναφέρεται ότι το θύμα καλείται να αναφερθεί προφορικά και στη συνέχεια γραπτά στα περιστατικά που συνιστούν παρενόχληση. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι το παιδί έχει εκμυστηρευτεί όσα συνέβησαν σ’ ένα άτομο που εμπιστεύτηκε, οπότε έχει υποβληθεί ήδη μία φορά στην πιεστική συνθήκη της αποκάλυψης πραγμάτων που κατά κανόνα το φέρνουν σε δύσκολη θέση και του δημιουργούν συναισθηματική φόρτιση», ενώ «ζητείται να εκθέσει εκ νέου όσα έχει περιγράψει χωρίς να έχει γίνει αξιολόγηση από το κατάλληλο προς τούτο όργανο του σχολείου, του εάν η φύση και η βαρύτητα των καταγγελλόμενων επιβάλλουν την άμεση ενημέρωση και ενεργοποίηση εξωτερικών φορέων, ώστε να μην υποβληθεί το παιδί στην επανάληψη και μάλιστα, στη συνέχεια, στο επαχθέστερο βήμα της γραπτής αποτύπωσης όσων υποστηρίζει».

«Οταν το βήμα της γραπτής μαρτυρίας χαρακτηρίζεται ως “επαχθέστερο”, καταλαβαίνει κανείς περί τίνος πρόκειται. Γι’ αυτό και η Συνήγορος συμπεραίνει στη συνέχεια ότι “φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψη στην περιγραφή της διαδικασίας η ανάγκη αποτροπής της δευτερογενούς θυματοποίησης μέσω των επανειλημμένων καταθέσεων, ιδίως σε σχέση με σοβαρές παρενοχλήσεις, οπότε είναι πιθανό να ακολουθήσουν και επόμενες ακροάσεις/κλητεύσεις ενώπιον διαφορετικών σταδίων και οργάνων» διαβάζουμε στο δημοσίευμα.

Επίσης ο κανονισμός φέρεται να αναφέρει πως «ψευδώς καταγγέλλοντες οποιονδήποτε θα έχουν τις ανάλογες συνέπειες, τόσο για την ψευδή καταγγελία τους όσο και για την αναστάτωση που προκάλεσαν στη “Σχολική Κοινότητα”» με την Συνήγορο να σημειώνει πως κάτι τέτοιο «είναι πιθανό, ιδίως σε συνάρτηση -με την ιδιαίτερα τυπική “αποδεικτική” διαδικασία που περιγράφεται και την καταγραφή- να λειτουργήσει ως απειλή, αποθαρρυντικά για μαθητή/τρια που έχει δεχθεί παρενόχληση».

«Ο τελευταίος/α, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρενόχληση, ιδίως η σεξουαλική, συχνότατα διαπράττεται χωρίς μάρτυρες, είναι εύλογο να ανησυχεί ότι δεν θα είναι σε θέση να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών του/της ενώ θα είναι εκτεθειμένος/η και στον κίνδυνο τιμωρίας στο σχολείο αλλά και ενδεχόμενης αναζήτησης ποινικών ευθυνών ή αντεκδίκησης από το καταγγελθέν πρόσωπο».