του Θάνου Καμήλαλη
Τη μήνυση κατά παντός υπαιτίου της οικογένειας Μάγγου, γνωστόποίησε σε δήλωσή του την Πέμπτη ο πατέρας του Βασίλη, Γιάννης. «Μέχρι σήμερα περιμένουμε τα αποτελέσματα του πορίσματος από την διεξαγόμενη ΕΔΕ, ειδικά μετά τη δέσμευση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη (σε δημόσια τοποθέτησή του στις 15-7-2020 σε τηλεοπτική εκπομπή του ΣΚΑΪ) ότι το περιστατικό ξυλοδαρμού του γιου μας θα διερευνηθεί «απολύτως», ανεξάρτητα από τα αίτια θανάτου του» υπνθύμισε στη σχετική του ανάρτηση ενώ στη συνέχεια κατήγγειλε ξανά πως
«Παρά το γεγονός ότι η ΕΔΕ, που διενεργήθηκε από τη Γενική Περιφερειακή Διεύθυνση Θεσσαλίας, ολοκληρώθηκε στις 23-2-2021 και υποβλήθηκε στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και, ενώ έχει ήδη γίνει γνωστό ότι κάποιοι από τους ελεγχθέντες αστυνομικούς παραπέμπονται πειθαρχικά, παρόλα αυτά και με επίκληση της αρχής της μυστικότητας τα ονόματα των εμπλεκομένων στην κακοποίηση του παιδιού μας Βασίλειου Μάγγου, παρά τις νόμιμες ενέργειές μας, ΔΕΝ μας έχουν κοινοποιηθεί».
Όπως υποστηρίζει η οικογένεια του Βασίλη Μάγγου, που πέθανε έναν μήνα ακριβώς μετά τον ξυλοδαρμό του «ο γιος μας στοχοποιήθηκε, επειδή είχε αναπτύξει πολιτική δράση, χτυπήθηκε, βασανίστηκε, προπηλακίστηκε, λοιδορήθηκε, παρότι οι βασανιστές του γνώριζαν πολύ καλά ότι ανήκε σε ευάλωτη ομάδα. Αντιμετωπίστηκε ρατσιστικά. Υπέστη βαριές σωματικές και ψυχικές, για την υγεία και τη ζωή του, βλάβες, ακυρώθηκε η προσωπικότητά του, δεν άντεξε την άδικη ταπείνωση, οδηγήθηκε στον θάνατο. Αν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, σήμερα θα ζούσε… Η κακοποίησή του, αφενός δεν αιτιολογεί το λόγο της σύλληψής του – αφού τίποτε δεν προέκυψε εις βάρος του – αφετέρου συνιστά βασανισμό, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος.»
«Η συγκάλυψη αποτελεί από μόνη της έγκλημα»
Σε δήλωσή της στο ΤPP, σχετικά με την κατάθεση της μήνυσης, η δικηγόρος της οικογένειας Μάγγου, Άννυ Παπαρούσσου, αναφέρει:
«Άλλη μία μήνυση κατά αγνώστων αστυνομικών, αφού η αστυνομία δεν χορηγεί, ως όφειλε, τα στοιχεία σαφώς προσδιορισμένων κακοποιητών, κατατέθηκε από τους γονείς του Β.Μάγγου, που διεκδικούν παρά την οδύνη τους, την τιμωρία των αστυνομικών που βασάνισαν τον γιο τους και προκάλεσαν ψυχικά και σωματικά τραύματα που τον οδήγησαν στον θάνατο».
«Η συγκάλυψη των ενόχων», συνεχίζει η δικηγόρος, «αποτελεί από μόνη της ένα έγκλημα με το οποίο η Δικαιοσύνη θα έπρεπε να ασχοληθεί αυτοτελώς. Η κακουργηματική δίωξη των υπαιτίων είναι η μόνη δυνατή απάντηση από μέρους της Δικαιοσύνης».
Καταλήγει λέγοντας πως «κάθε άλλη εξέλιξη θα αναδείξει με απόλυτο τρόπο την αδυναμία του δικαστικού μηχανισμού να ανακόψει την αστυνομική βία και αυθαιρεσία, που με την κάλυψη της κυβέρνησης έχει αναχθεί σε σταθερό χαρακτηριστικό της λειτουργίας της αστυνομίας»
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλευρά της οικογένειας Μάγγου έχει αναφερθεί αρκετές φορές στο αποδεικτικό υλικό που θα μπορούσε να βοηθήσει τις έρευνες, όπως είναι αυτό από τις κάμερες στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Βόλου. «Υπάρχουν μάρτυρες. Σημαντικοί και αξιόπιστοι. Είναι τα τραύματα και τα σημάδια από τα βασανιστήρια που υπέστησαν αρκετοί κρατούμενοι. Είναι οι κάμερες. Οι κάμερες που είναι τοποθετημένες στους εσωτερικούς χώρους των Αστυνομικών Διευθύνσεων. Και επειδή, τελευταία, πολύς λόγος γίνεται για κάμερες στις στολές των αστυνομικών, με στόχο να υπάρξει διαφάνεια(!), καλό θα ήταν, ειδικά για τις επίμαχες περιπτώσεις και χάριν της αλήθειας, όπου πολίτες έχουν καταγγείλει βασανισμό κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, να προβληθεί βιντεοληπτικό υλικό από τα κρατητήρια» αναφέρει ο πατέρας του στη δημόσια δήλωσή του.
«Δεν δύναται να σας χορηγηθούν στοιχεία» η απάντηση και στο εξώδικο του Α.Παπαζαχαρουδάκη
Παρόμοια συσκότιση φαίνεται να επιχειρείται από την ΕΛ.ΑΣ και στην υπόθεση της μήνυσης στην Αντιτρομοκρατικη Υπηρεσία, που κατατέθηκε στις 4 Ιουνίου, για τους καταγγελόμενους βασανισμούς, με πολύ σοβαρά τεκμήρια, του Άρη Παπαζαχαρουδάκη και του Όμηρου Μ. στη ΓΑΔΑ. Και αυτή η μήνυση κατατέθηκε κατ’αγνώστων, καθώς για περίπου ενάμιση μήνα η ΕΛ.ΑΣ δεν απαντούσε στο εξώδικο της πλευράς των μηνυτών για παροχή συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με το ποιοι υπηρετούσαν εκείνη την ημέρα στους ορόφους της Αντιτρομοκρατικής.
Σύμφωνα με έγγραφο που έχει στην κατοχή του το ΤPP, η ΕΛ.ΑΣ απάντησε τελικά στο εξώδικο μία εβδομάδα περίπου μετά την κατάθεση της μήνυσης, στις 10 Ιουνίου. Στην απάντησή της υποστηρίζει ότι «δεν είναι δυνατόν να σας χορηγηθούν τα αιτούμενα στοιχεία» επικαλούμενη το ότι για την υπόθεση ενεργείται Προκαταρκτική εξέταση από το Τμήμα Εσωτερικών Υποθέσεων, αλλά και προκαταρκτική διοικητική εξέταση από την Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων της ΓΑΔΑ.
Δηλαδή η ΕΛ.ΑΣ επικαλείται το γεγονός ότι η υπόθεση ερευνάται από την ίδια, αρνούμενη να δώσει στοιχεία στους πολίτες ώστε να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Σημειώνεται επίσης ότι κατά τη δεύτερη κατάθεσή του στο Εσωτερικών Υποθέσεων, ο Α.Παπαζαχαρουδάκης κλήθηκε να αναγνωρίσει τους κατά τον ίδιο βασανιστές τους, από φωτογραφίες ταυτότητας, ενώ ο ίδιος αναφέρει επανειλημμένα ότι αυτοί καθόλη τη διάρκεια φορούσαν κουκούλες. Παράλληλα, πληροφορήθηκε ότι δεν είναι πλέον διαθέσιμο το υλικό από τις κάμερες του κελιού του.
Πέρα από την ακραία βία που καταγγέλθηκε, οι δύο υποθέσεις χαρακτηρίζονται και από την απροθυμία της ΕΛ.ΑΣ να συνεργαστεί με την πλευρά των θυμάτων κατά τις έρευνες, οδηγώντας σε διαδοχικές καθυστερήσεις και εμπόδια. Άλλωστε, τα προσκόμματα και εμπόδια που βάζει η ίδια η Αστυνομία, το γεγονός ότι καλείται να ελέγξει τον εαυτό της και η μη συνεργασία της με ανεξάρτητα όργανα όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, έχουν αναδειχθεί ως βασικό αίτιο της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» στην ατιμωρησία, ακόμα και από την «Επιτροπή Αλιβιζάτου» που είχε συστήσει ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης
«Τον Βασίλειο τον σκότωσαν με μία σφαίρα στην ψυχή» είχε τονίσει ο πατέρας του σε παρέμβασή του στη συνέντευξη Τύπου για τη μήνυση στην Αντιτρομοκρατική. «Ο αγώνας μας έχει το όνομα του Βασίλη» ανέφερε στην ίδια εκδήλωση ο Α.Παπαζαχαρουδάκης.