«Για μία ακόμα φορά, το ΥΠΑΙΘ δείχνει την αυταρχική του τακτική αποφασίζοντας την μετατροπή σχολείων σε Πρότυπα ή Πειραματικά, παρά τις αντίθετες αποφάσεις των συλλόγων διδασκόντων των συγκεκριμένων σχολείων» καταγγέλει η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ), κάνοντας λόγο για πολιτική «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο με υπουργική απόφαση που φέρει την υπογραφή της υφυπουργού Παιδείας, Ζέττας Μακρή, αποφάσισε την μετατροπή 50 Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων σε Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία.
Σύμφωνα με την ΟΛΜΕ, κατά τη λήψη της απόφασης το Υπουργείο αγνόησε επιδεικτικά το άρθρο 13 του ν.4692, που ορίζει ότι η μετατροπή σε Πρότυπο και Πειραματικό Σχολείο γίνεται «έπειτα από δημόσια πρόσκληση που εκδίδει ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων προς τα σχολεία της Επικράτειας, με την οποία καλούνται να υποβάλουν αίτηση για τον χαρακτηρισμό τους ως Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. εντός ορισμένης προθεσμίας» καθώς και τις απορριπτικές αποφάσεις των συλλόγων εκπαιδευτικών και γονέων & κηδεμόνων, που με συντριπτικές πλειοψηφίες ή και ομοφωνία, αποφάσισαν την μη μετατροπή των σχολείων τους.
«Το ΔΣ της ΟΛΜΕ έχει καταγγείλει επανειλημμένα την αντιδημοκρατικότητα της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΑΙΘ, η οποία συστηματικά αποφεύγει το διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα και αγνοεί επιδεικτικά κάθε αίτημα και πρόταση που κατατίθεται από την ΟΛΜΕ, τους μαθητές και τους γονείς τους» υπογραμμίζει στην ανακοίνωσή της η ΟΛΜΕ, επισημαίνοντας ότι «γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η εκπαιδευτική κοινότητα διαφωνεί πλήρως με τους αντιεκπαιδευτικούς σχεδιασμούς της “προνόησε” και προέβλεψε στο προαναφερόμενο άρθρο ότι η μετατροπή ενός σχολείου μπορεί να γίνει και: “έπειτα από αίτηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στην οποία υπάγεται το σχολείο”».
«Δυστυχώς, παρότι ο νόμος τους δίνει μεν τη δυνατότητα να το κάνουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τους υποχρεώνει, αρκετοί/ες ΔΔΕ γύρισαν την πλάτη στους συναδέλφους τους και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Η απόφασή τους αυτή να αγνοήσουν τις απορριπτικές αποφάσεις των Συλλόγων Διδασκόντων και να εισηγηθούν αντίθετα με αυτές είναι αντιδημοκρατική, αντιπαιδαγωγική και αντισυναδελφική και διαλύουν το κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ σχολικών μονάδων και ΔΔΕ» αναφέρει η ΟΛΜΕ. Ως εκ τούτου «Με αφορμή τις αντισυναδελφικές εισηγήσεις των ΔΔΕ αυτών, το ΥΠΑΙΘ προχώρησε στην υπ’αριθμόν 51614/Δ6 Υ.Α. με την οποία μετατρέπει 50 σχολεία α/θμιας και β/θμιας εκπαίδευσης σε ΠΠΣ.»
«Καταγγέλλουμε την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ για την άκρως αυταρχική και αλαζονική συμπεριφορά της απέναντι στους εκπαιδευτικούς. Καταγγέλλουμε τους ΔΔΕ που αντισυναδελφικά επέλεξαν να καταδικάσουν τα σχολεία σε πρωτόγνωρες αντιπαιδαγωγικές συνθήκες και τους συναδέλφους σε επαγγελματική απαξίωση και ομηρία. Απαιτούμε να αποσυρθεί άμεσα η υπ αριθμόν 51614/Δ6 Υπουργική Απόφαση. Απαιτούμε το ΥΠΑΙΘ να δείξει επιτέλους σεβασμό στους εκπαιδευτικούς που τόσα χρόνια, και ειδικά κατά την περίοδο της πανδημίας, κράτησαν όρθιο το δημόσιο σχολείο!» τονίζουν οι εκπαιδευτικοί.
Ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις της μετατροπής των σχολείων σε Πειραματικά και Πρότυπα
«Πέρα από τις παιδαγωγικές συνέπειες που επιφέρει η μετατροπή ενός ΠΠΣ, τις οποίες έχουμε αναλυτικά περιγράψει σε προηγούμενες ανακοινώσεις μας, τεράστιες είναι και οι συνέπειες στο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών των σχολείων αυτών» αναφέρει η ΟΛΜΕ, υπενθυμίζοντας πως στα συγκεκριμένα σχολεία ισχύει το διαφοροποιημένο το πρόγραμμα σπουδών, ενώ οι εκπαιδευτικοί οδηγούνται «ένα βήμα πριν το ξήλωμα της μονιμότητας», καθώς «καταργείται η οργανικότητα αφού οι οργανικές θέσεις αλλάζουν κάθε δύο, τρία, τέσσερα χρόνια ανάλογα τη περίπτωση με βάση τα τυπικά προσόντα αλλά και τη βαθμολογία που έχουν οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί από την ατομική τους αξιολόγηση. Ειδικότερα για το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών, πέρα από τη σκληρή αξιολόγηση που τους επιβάλλεται, στο άρθρο 19, παρ 15 προβλέπεται: “Οι εκπαιδευτικοί που είναι τοποθετημένοι οριστικά σε σχολείο που χαρακτηρίζεται ως Π.Σ. ή ΠΕΙ.Σ. παύουν να είναι οριστικά τοποθετημένοι σε αυτό”».
«Με την πρόβλεψη αυτή, οι εκπαιδευτικοί που επί χρόνια υπηρετούσαν στα σχολεία αυτά χάνουν την οργανική τους θέση, την οποία είχαν αποκτήσει αξιοκρατικά με βάση τα μόριά τους. Ακόμα και το “πλεονέκτημα” που τους δίνεται από το νόμο να τοποθετηθούν κατά προτεραιότητα, συγκρινόμενοι με τους λοιπούς υπεράριθμους σε άλλη οργανική (αρθρ. 19, παρ. 16), επί της ουσίας αίρεται, αφενός επειδή οι διαδικασίες ρύθμισης των υπεραριθμιών σε κάποια ΠΥΣΔΕ έχουν ήδη ολοκληρωθεί, αφετέρου διότι στα περισσότερα ΠΥΣΔΕ δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα οργανικά κενά» τονίζει η ΟΛΜΕ.
Σε ό,τι αφορά στις σχολικές μονάδες των νησιών «ελλοχεύει ο κίνδυνος οι συνάδελφοι αυτοί να τοποθετηθούν σε διαφορετικό νησί από αυτό στο οποίο κατοικούν και υπηρετούν έως σήμερα» υπογραμμίζει το σωματείο στην ανακοίνωση. «Η αδιαφορία του ΥΠΑΙΘ, αλλά και των “πρόθυμων” ΔΔΕ για την επαγγελματική και οικογενειακή ζωή των εκπαιδευτικών είναι προκλητική. Είναι προφανές ότι πρέπει να υπάρξει άμεσα πρόνοια από το ΥΠΑΙΘ για την επαγγελματική εξασφάλιση όλων των εκπαιδευτικών αυτών»
Σημειώνεται ότι η χρηματοδότηση των Πειραματικών και Προτύπων σχολείων εξαρτάται από χορηγίες, δωρεές και επιχορηγήσεις, σύμφωνα με την ΟΛΜΕ, με αποτέλεσμα «χορηγοί, εταιρείες και επιχειρηματικοί όμιλοι να δρουν ανεξέλεγκτα στο χώρο του σχολείου παρεμβαίνοντας στη συνείδηση των μαθητών μας». Η εν λόγω μετατροπή αναμένεται να οδηγήσει, επομένως, σε ριζική αλλαγή του σχολικού κλίματος, καθώς όπως επισημαίνει η ΟΛΜΕ «αποτέλεσμα των ΠΠΣ θα είναι η άμεση κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων» καθώς διαφοροποιείται τόσο η μορφή όσο και το περιεχόμενό τους, ενώ «οι μαθητές εισάγονται μετά από εξετάσεις ή κλήρωση, άρα γίνεται επιλογή μαθητών και όχι με βάση την περιοχή που μένει ο μαθητής. Συνεπώς το σχολείο παύει να είναι το σχολείο της γειτονιάς και οι μαθητές αναγκάζονται να φοιτούν σε άλλα σχολεία μακριά από το τόπο κατοικίας τους».
Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωση της ΟΛΜΕ: