Χαρακτηριστικά, στην έκθεση υπογραμμίζεται, πριν την εξέταση των ποιοτικών στοιχείων της οικονομίας, πως αναγνωρίζεται ότι «γενικά στην οικονομική πολιτική αντιπαρατίθενται διαφορετικές οικονομικές φιλοσοφίες και πως ό,τι είναι αναγκαίο με οικονομικά κριτήρια δεν είναι απαραίτητα εφικτό με πολιτικά. Επίσης, ό,τι είναι
επιθυμητό πολιτικά δεν είναι πάντοτε οικονομικά αποτελεσματικό».
Σημειώνεται επίσης πως οι συντάκτες της έκθεσης, της τελευταίας του επικεφαλής Παναγιώτη Λιαργκόβα στο τιμόνι του Γραφείου Προϋπολογισμού, συνοψίζουν σε πέντε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη μακροχρόνιας και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, τονίζουν πως θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα αλλά με άλλο μίγμα πολιτικής, να υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα, να χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο, καθώς και, να υπάρξει πολιτική συναίνεση και συνεννόηση.
«Οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές» αναφέρει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού για το τρίμηνο Οκτώβριος-Δεκέμβριος, παρά το γεγονός πως υπογραμμίζει σε αρκετά σημεία της πως τα αποτελέσματα αυτά έρχονται από την εφαρμογή πολιτικής υπερφορολόγησης.
Ακολούθως, η έκθεση προχωράει στις εξής παραδοχές:
α) οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά 2,54 δις ευρώ
β) ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, τον Δεκέμβριο ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες) και
γ) ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες. Οι συντάκτες της έκθεσης χαιρετίζουν, επιπλέον, και τη νέα σημαντική υποχώρηση του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017 από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, στο 4,44% τον Δεκέμβριο που αποτελεί «το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%.
Στην έκθεση, οι συντάκτες χαρακτηρίζουν θεμιτό τον στόχο της «καθαρής εξόδου» στις αγορές που έχει θέσει η κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας πως εάν επιτευχθεί θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει τον δρόμο για την ελάφρυνση του χρέους.
Παρά ταύτα, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει ούτε το τέλος της εποπτείας, ούτε το τέλος της λιτότητας. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρεται τόσο στους στόχους στους οποίους η ελληνική οικονομία έχει ήδη δεσμευτεί, όσο και στον ασφυκτικό εποπτικό ρόλο που ασκούν οι ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική και, φυσικά, οι αγορές που θα παίξουν τον ρόλο της τρόικας.
Αναφορικά με την εποπτεία, που θα συνεχίσει να ελέγχει την ελληνική οικονομία για πολύ καιρό μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, η έκθεση παραθέτει τρεις λόγους:
- Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης. Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της. Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων. Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης
- Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη. Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους. Η πρόταση της Επιτροπής
- Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές. Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.
Όπως αναφέρεται παρακάτω στην έκθεση, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
Επίσης, υπογραμμίζεται πως θα πρέπει, στη συνέχεια, «να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης».
Ακόμα, στην έκθεση γίνεται ειδική αναφορά στο πρόγραμμα πλειστηριασμών που έχουν ετοιμάσει οι τράπεζες, σημειώνοντας πως «αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες», υπενθυμίζοντας πως αυτό εκτείνεται στα επόμενα χρόνια, μετά το τέλος του μνημονίου.
Διαβάστε αναλυτικά την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμου της Βουλής: