της Εύης Προύσαλη
Δρ. Θεατρικών Σπουδών – Κριτικός Θεάτρου
Κριτική Θεάτρου
Γιάννης Καλαβριανός, Γρανάδα, Από Μηχανής Θέατρο
Σε video προβολή παρουσιάζεται η Ιωάννα, η οποία «εποπτεύει» τα δρώμενα επί σκηνής και εν γένει επί Γης, τοποθετώντας με τις παρεμβάσεις της τα συμβάντα στο πραγματικό τους πλαίσιο, εκείνο του Συμπαντικού χωροχρόνου. Έτσι, οι στερεοτυπικές συζητήσεις και διαφωνίες μέσα στην οικογένεια συνδυάζονται δεξιοτεχνικά με την αφήγηση, από τον πατέρα, της ιστορίας της βασίλισσας Ιωάννας κι εναλλάσσονται με πληροφορίες που αφορούν το σύμπαν, τη δημιουργία και την κατάρρευση των ήλιων, τη βαρύτητα, το φαινόμενο της ζωής στη Γη, την καταγωγή και τη «μοίρα» των ανθρώπων. Στον τυπικά μετρούμενο χρόνο των ρολογιών, δηλαδή, παρεμβάλλεται η άχρονη διαδικασία της οντογένεσης και της καταστροφής, της γέννησης και του θανάτου. Έτσι, η μικρή σκηνή της ιστορίας των ανθρώπων συνδέεται με τη μεγάλη Σκηνή της Ιστορίας του Σύμπαντος.
Το νέο αυτό έργο του Γιάννη Καλαβριανού (συγγραφέας/σκηνοθέτης) παρουσιάζει αρκετά πλεονεκτήματα αλλά και σημαντικά μειονεκτήματα. Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά γραμμένο θεατρικό κείμενο, με ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα πλοκή και ανέλιξη, καθώς τα γεγονότα δεν παρουσιάζονται με τη συνήθη γραμμική ακολουθία τους, αλλά ετεροχρονισμένα και πρωθύστερα, με τρόπο ώστε να αποκρύβονται με μαεστρία, σημαντικές για την δράση και τη ζωή των προσώπων, πληροφορίες. Η εσκεμμένα λαβυρινθώδης χρονική διάταξη των σκηνικών δρώμενων δημιουργεί ένταση και αδημονία στον θεατή, κρατώντας το ενδιαφέρον του αμείωτο μέχρι το τέλος. Ο συνδυασμός, επίσης, του σκηνικού παρόντος με το άχρονο επίπεδο της απόμακρης μορφής που παρεμβάλλεται μέσω βίντεο -εν είδει χορικού τραγωδίας που επεμβαίνει στα δρώμενα για να «υπενθυμίσει» την αδυναμία και μηδαμινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης- αποπνέει και μεταφέρει τη χαμένη, πλέον, ποιητική ατμόσφαιρα των κειμένων του ρομαντισμού.
Ο χρόνος, σε όλες του τις «διαστάσεις», βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου: ως στιγμιαίο παρόν – κεραυνοβόλος έρωτας, ατύχημα, ακαριαίος θάνατος-, ως παρελθόν -συζυγική ζωή, απιστία- και ως άδηλο μέλλον -όχι και τόσο άδηλο όμως εφόσον το τέλος είναι εκ προοιμίου δεδομένο. Στο παιχνίδι του χρόνου, εμπλέκεται και ο ιστορικός χρόνος, μέσω του βασιλικού ζεύγους της Καστίλης, που θεωρητικά διαφυλάσσει τα γεγονότα από τη λήθη, παρ’ όλα αυτά ούτε κι αυτός είναι αδιαμφισβήτητα α-ληθινός. Το έργο μοιάζει να συνδιαλέγεται διακειμενικά με τις φράσεις του Πότζο στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ: «Πότε! Πότε! Πότε! Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή. Γεννάμε καβάλα σ’ έναν τάφο». Το εν χρόνω ανθρώπινο ον αντιμέτωπο με την (α)χρονικότητά του.
Το βασικό μειονέκτημα του έργου είναι η κοινοτοπία στην κεντρική του ιστορία. Παρά την «ανακατωμένη» και ανασυνδυασμένη πλοκή του, παρόμοιες οικογενειακές σχέσεις έχουν και στο παρελθόν απασχολήσει τη δραματουργία. Το έργο, πέρα από την μορφική του ιδιαιτερότητα, δεν κομίζει διαφορετική οπτική ή προσέγγιση απέναντι σε γνώριμες καταστάσεις. Αναλώνεται σε περισσή περιγραφική πληροφορία, που αφορά τόσο τα δραματικά πρόσωπα όσο και τα ιστορικά γεγονότα καθεαυτά. Το αποτέλεσμα είναι η ελλιπής ψυχογραφία των προσώπων και το έλλειμμα στην πραγμάτευση των σύνθετων και πολυεπίπεδων καταστάσεων που αναδεικνύει. Τα δραματικά πρόσωπα παρουσιάζονται κοινότοπα και σε κάποιες περιπτώσεις (Λήδα, Χριστίνα) αυτο-παρουσιάζονται, μάλλον εξαναγκαστικά! Η παρουσίαση τριών νεαρών ατόμων -κατανοητή στο επίπεδο της διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας τους- στερεί τη δυνατότητα για εμβάθυνση στις παραμέτρους που διαμορφώνουν τους χαρακτήρες τους. Τα άτομα αυτά περισσότερο αντιπροσωπεύουν «κατηγορίες» συμπεριφοράς, παρά προσωπικότητες. Με μεγαλύτερη ακρίβεια παρουσιάζεται η Έλλη, η παράλυτη αδερφή, την οποία διακρίνει ψυχολογική συνέπεια στον λόγο και τις επιλογές της. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες δρουν μέσα από αδρομερώς προδιαγεγραμμένες καταστάσεις και σχέσεις. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς τα αριστοκρατικά οικογενειακά σαλόνια του Τσέχωφ, όπου ανάλογες καταστάσεις «μικρών» ανθρώπινων ιστοριών εκτυλίσσονται κι εμπλέκονται αβίαστα -κι εν τέλει αξεπέραστα- με την Ιστορία, τον Χρόνο, τις αναζητήσεις του ανθρώπινου όντος, τα υπαρξιακά του αδιέξοδα, το ζην και τον θάνατο.
Η σκηνογραφία (Ευαγγελία Θεριανού) αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης, καθώς ορίζει και προσδιορίζει το πεδίο δράσης υπαινικτικά, χωρίς φλυαρία, με τις γυάλινες προθήκες που περιβάλουν τα πρόσωπα του δράματος. Χρόνος εγκιβωτισμένος στο διάφανο γυαλί, ενθυμήματα, αναμνηστικά δώρα και προσωπικά αντικείμενα, ως μουσειακά εκθέματα, ως σπαράγματα μνήμης, ως απόπειρες ζωής. Η σκηνοθεσία της παράστασης κινείται σε ρεαλιστικό μοτίβο χωρίς εκπλήξεις. Οι ερμηνείες εκκινούν, ορθώς, από τον ρεαλισμό, καταφεύγουν ενίοτε σε εκζήτηση των εκφραστικών τους μέσων (Φιλαρέτη Κομνηνού, Στέφη Πουλοπούλου), κι αλλού εκτοξεύονται απρόσμενα στον εξπρεσιονισμό, δημιουργώντας παραφωνίες (Αλεξία Μπεζίκη). Άγουρος κι ανώριμος ο Διαμαντής Αδαμαντίδης (γιος), επίπεδος κι επιτηδευμένα απλός ο Γιώργος Γλάστρας (σύζυγος). Η πιο φυσική και ανόθευτη ερμηνεία προέρχεται από την Έφη Σταμούλη (Έλλη), σύνθεση απλότητας και αυθεντικότητας. Η αργή και μελίρρυτη εκφορά του λόγου, η αριστοτεχνική κινησιολογία των χεριών και των δακτύλων, το σπινθηροβόλο βλέμμα, η υποβόσκουσα ειρωνεία και η ευθύβολη απεύθυνση καθιστούν την παρουσία της Λυδίας Φωτοπούλου (Ιωάννα/video) τη σημαντικότερη ερμηνεία της παράστασης.
Η Γρανάδα είναι η πόλη που στεγάζει τον έρωτα: τον παράφορο έρωτα της «Ιωάννας της τρελής» για τον Φίλιππο, που στο έργο παραλληλίζεται και με τον έρωτα των δύο νεαρών φοιτητών (Γιώργου/Έλλης). Και οι δύο έρωτες δεν μακροημερεύουν. Έτσι, η Γρανάδα είναι μια ερωτική αστραπή, μια ερωτική ορμή που ευοδώθηκε στιγμιαίως αλλά δεν διήρκεσε. Γρανάδα, λοιπόν, ως ο τόπος και ο χρόνος που δεν ζήσαμε.
Το έργο αυτό ίσως πρέπει να απαλλαγεί από τον πλεονάζοντα λόγο, με στόχο να διαχειριστεί πιο ευσύνοπτα και ουσιαστικά τον δραματουργικό του χρόνο. Τότε, από μιαν άλλη οπτική, το μείζον διακύβευμα του έργου, μπορεί να είναι όχι τόσο η «απώλεια» που επιφέρει ο θάνατος ή η «ανυπαρξία», όσο η διαχείριση του χρόνου εν ζωή. Καθώς, οι μεγαλύτερες «απώλειες» χρεώνονται σ’ αυτά που δεν ζήσαμε ή στον τρόπο που ζήσαμε.