Greenpeace: Η μαύρη ενεργειακή μετάβαση του Πρωθυπουργού
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν:
«Κατά τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, από ότι φαίνεται, ο χρόνος ξαφνικά είναι πλέον αρκετός και οι Έλληνες δεν βιώνουν από πρώτο χέρι αυτό που συμβαίνει: ούτε τις καταστροφικές πυρκαγιές και πλημμύρες, αλλά ούτε και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, προϊόν της εξάρτησής μας από το ορυκτό αέριο. Μάλιστα, τώρα θέλουμε εσπευσμένα να το εξορύξουμε και να το μεταφέρουμε με αγωγούς από και προς την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Όσο κι αν δηλώνει ο κ. Πρωθυπουργός ότι οι εξορύξεις αερίου δεν θα επηρεάσουν τους κλιματικούς μας στόχους, κι ότι το ορυκτό αέριο είναι μόνο ένα μεταβατικό καύσιμο, η όποια εξόρυξη ίσως φέρει κάποια αποτελέσματα περίπου το 2028, όταν το 2030 θα πρέπει να έχουμε μειώσει τις εκπομπές αερίων μας στο μισό, σύμφωνα με την επιστήμη. Δηλαδή δεν δίνει απάντηση ούτε στην τωρινή ενεργειακή κρίση ούτε στην κλιματική. Άρα ποιος ωφελείται, οι κολοσσοί ορυκτών καυσίμων;
Δυστυχώς, τον υψηλό λογαριασμό από την εντεινόμενη κλιματική κρίση, την εγκληματική εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη γεωπολιτική αστάθεια που δημιουργεί η εργαλειοποίησή τους, όπως μας δείχνει ξεκάθαρα ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα τον πληρώσουν στο τέλος πάλι οι πολίτες και όχι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων, στις οποίες ο κ. Μητσοτάκης κλείνει το μάτι πλέον ανοιχτά. Φανταζόμασταν ότι τα μαθήματα της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεών της, κι εν συνεχεία η παρούσα ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα ωθούσαν τη χώρα μας στη λήψη γενναίων και απαραίτητων αποφάσεων για να σχεδιάσει σωστά την ενεργειακή της πολιτική, και αυτό όχι με όρους επικοινωνιακούς ως απάντηση σε κάθε πολιτική και οικονομική συγκυρία.
Ο σχεδιασμός της ενεργειακής πολιτικής της χώρας οφείλει να είναι μακροπρόθεσμος και όχι ολιγοετής. Να μπορεί να αναπροσαρμόζει τους στόχους του και κατά περίπτωση να τους αναθεωρεί, κρατώντας όμως τους βασικούς πυλώνες της μετάβασης σταθερούς. Δυστυχώς για την ελληνική κοινωνία, οι σημερινές εξαγγελίες του πρωθυπουργού δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ενός τέτοιου σχεδιασμού. Αντί αυτού, τα βασικά εργαλεία της ενεργειακής στρατηγικής και μετάβασης, όπως ο περίφημος κλιματικός νόμος και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (που ακόμα εκκρεμούν), εξυπηρετούν τις συνεχιζόμενες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, και όχι το αντίστροφο, ούτε και αυτό που επιτάσσει σήμερα η επιστήμη και η ζοφερή πραγματικότητα: οι επενδύσεις μας να ακολουθούν, να συμβαδίζουν και να πλαισιώνουν φιλόδοξους κλιματικούς στόχους με κοινωνικά δίκαιο και ασφαλή τρόπο.
Το πρόβλημα της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, οφείλει να τεθεί υπό το πρίσμα της απελευθέρωσής μας από τα ορυκτά καύσιμα, ώστε οι νέες και πιο φτηνές καθαρές τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας να προχωρήσουν όχι αποκλειστικά και μόνο ως κίνητρο για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στο επίκεντρο της μετάβασης και δη της ενεργειακής βρίσκονται, είτε το θέλουμε είτε όχι, οι ίδιοι οι πολίτες, που δυστυχώς η πολιτεία μέχρι τώρα αγνοεί επιδεικτικά, όσο εκείνοι πληρώνουν το τίμημα των πολλαπλών κρίσεων, και μεταφορικά και κυριολεκτικά».