του Κώστα Εφήμερου
Αμέσως μετά την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο Γερούν Ντάισεμπλουμ κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα ξεκαθάρισε τη θέση των διεθνών πιστωτών. Ο Αλέξης Τσίπρας, μετά τις πρώτες ημέρες που δημιούργησε προσδοκίες στον ελληνικό λαό για μια περήφανη διαπραγμάτευση, επέλεξε τη στρατηγική του «έντιμου συμβιβασμού» και ξεκίνησε μια διαδικασία σταδιακής οπισθοχώρησης, προσπαθώντας να πετύχει μια συμφωνία που θα μπορούσε να «πουλήσει» στον ελληνικό λαό και να περάσει από τη Βουλή. Έτσι, έγινε ο πρωθυπουργός που πήρε πίσω σε χρόνο-ρεκόρ τις προγραμματικές εξαγγελίες για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, αφορολόγητο στα 12.000€, επιστροφή της 13ης σύνταξης και τον κατώτατο μισθό των 751€.
Την ώρα που ολόκληρη η Ευρώπη, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών προετοιμάζονταν για τη ρήξη με την Ελλάδα, τα ελεγχόμενα συστημικά ΜΜΕ προσπαθούσαν (και ακόμα προσπαθούν) να δαιμονοποιήσουν οποιονδήποτε έκανε λόγο για εναλλακτικό σχέδιο αντιμετώπισης. Από τον Κώστα Λαπαβίτσα, που εδώ και χρόνια υποστηρίζει ένα LEXIT, μέχρι τον Γιάνη Βαρουφάκη που από Βουλής καλούσε τους βουλευτές να διανοηθούν τη ρήξη, θεωρώντας ότι αυτή θα άλλαζε τις ισορροπίες στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, που ξεκίνησε τη διαδικασία για τον έλεγχο της νομιμότητας του δημόσιου χρέους και τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, που υποστήριζε την εναλλακτική πορεία σύγκλισης με Ρωσία και Κίνα, όλοι τους «εκτελέστηκαν» από τα ΜΜΕ με ad hominem επιθέσεις. Ο Λαπαβίτσας ήταν γραφικός, ο Βαρουφάκης νάρκισσος και επικίνδυνος, η Ζωή τα έβαζε με βενζινάδες και ο Λαφαζάνης σχεδίαζε επιθέσεις κομάντος στο Νομισματοκοπείο. Παρά τη γενικότερη αλαζονεία και την αυτοπεποίθηση της κοινής γνώμης που θεωρητικά έχει απαξιώσει τα ΜΜΕ της διαπλοκής, όλες αυτές οι επιθέσεις αποδείχτηκαν απόλυτα πετυχημένες.
Από τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου του 2015 μέχρι και την ατιμωτική υποχώρηση της 17ωρης διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της άλλης πλευράς ήταν εκνευριστικά απλή: Καθυστερήσεις και μπρος-πίσω, μέχρι η Ελλάδα να βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Τη μοναδική φορά που η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να κρατήσει σκληρή γραμμή, όταν πλέον είχε αποστραγγίξει όλα τα αποθεματικά του κράτους και ήταν σαφές ότι θα έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της κατάθεσης των συντάξεων ή την πληρωμή του ΔΝΤ, το Ταμείο με τη συνεργασία του Γιάννη Στουρνάρα και της ΤτΕ «δημιούργησε» χρήματα σε έναν «ξεχασμένο» λογαριασμό, εξαναγκάζοντας τον Τσίπρα να συνεχίσει να μιλάει μαζί τους χωρίς τη δυνατότητα πίεσης. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της τελικής σύγκρουσης. Δεν είχε έρθει η ώρα που η κυβέρνηση θα ήταν έτοιμη να αποδεχτεί αυστηρή λιτότητα, δημοσιονομική προσαρμογή και αδιανόητα πρωτογενή πλεονάσματα που ισοδυναμούν με αναγνώριση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Και ενώ η συζήτηση στα ΜΜΕ περιστρέφεται γύρω από τα πρωτογενή πλεονάσματα, φαίνεται ότι είναι ήδη προαποφασισμένες οι αλλαγές στα εργασιακά που αρχικά υποτίθεται θα ήταν το «αγκάθι» της διαπραγμάτευσης. Οι ομαδικές απολύσεις, η εφαρμογή της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και οι συλλογικές συμβάσεις δεν βρίσκονται πλέον καν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και πολύ πιθανόν αυτό να συμβαίνει στο πλαίσιο της συνηθισμένης τακτικής υποχώρησης της ελληνικής κυβερνητικής αντιπροσωπείας.
Ο Αλέξης Τσίπρας παρεμβαίνει υποσχόμενος «κανένα νέο μέτρο», την ώρα που το κοινό ανακοινωθέν από το Eurogroup της Πέμπτης κάνει ξεκάθαρο λόγο για μειώσεις συντάξεων (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς… που θα οδηγήσει σε συντάξεις των 380€), περιστολή δαπανών του δημοσίου (απολύσεις), κατάργηση ελαφρύνσεων στα νησιά (αυτή που αναβλήθηκε πριν από ελάχιστες εβδομάδες) και αύξηση του ενδιάμεσου φορολογικού συντελεστή (αυξήσεις σε ΔΕΗ και φάρμακα). Όλα τα προηγούμενα με την αποδοχή εξωπραγματικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει για μια ακόμα φορά τους χαμηλούς τόνους και ουσιαστικά παρακαλάει τους εκπροσώπους των «Θεσμών» να το ξανασκεφτούν, να επιδείξουν επιείκεια και να έρθουν στα συγκαλά τους. Αντί να ξεκινήσει μια διεθνή καμπάνια ενημέρωσης για τους εκβιασμούς που δέχεται, προσπαθεί να μη δυναμιτίσει το κλίμα και υπογράφει ένα εντελώς παράλογο κοινό ανακοινωθέν, σύμφωνα με το οποίο, αν η Ελλάδα υποχωρήσει σε όλα, θα επιστρέψουν στην Αθήνα τα τεχνικά κλιμάκια για τη συνέχιση της… διαπραγμάτευσης!
Η Ελλάδα ζει ένα déjà vu και το μόνο που μένει να δούμε είναι ποια θα είναι η κατάληξή του. Μια αλλαγή στην κυβέρνηση, τύπου Παπαδήμου; Μια πολιτική αλλαγή μέσω εκλογών που θα φέρει στην εξουσία τους πρόθυμους; Μια πολύωρη διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει στην ταπεινωτική οπισθοχώρηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα;
Υπάρχει φυσικά και άλλος δρόμος… αλλά όταν το σενάριο είναι ίδιο και οι ρόλοι παίζονται από τους ίδιους ηθοποιούς, οι προσδοκίες είναι -όπως και να το κάνουμε- μικρές. Έτσι, στο δρόμο για το επόμενο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου (οι αθεόφοβοι διάλεξαν και τη σωστή ημερομηνία), η ελληνική πλευρά θα εκβιαστεί. Όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια. Μέχρι να έρθει η στιγμή που κάποιος θα αποφασίσει να ανοίξει τη διαπραγμάτευση στην κοινή γνώμη, το μοναδικό πράγμα που φοβούνται οι «εταίροι» μας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εδώ και μερικές ημέρες, επαναλαμβάνει ότι, «Αν δεν μπορεί ο Τσίπρας, να κάνει στην άκρη» αλλά επειδή ξέρουμε ακριβώς τι θα σημάνει αυτό για τις ζωές μας, εμείς θα προτείναμε, «Αν δεν μπορεί ο Τσίπρας, να αφήσει εμάς να πάρουμε μια απόφαση».
Υ.Γ. Μην πέσετε από τα σύννεφα αν οδηγηθούμε ακόμα και σε δημοψήφισμα. Το Μέγαρο Μαξίμου είναι μονωμένο σε τέτοιο βαθμό που δεν περνάει μέσα ούτε η λογική, ούτε το συναίσθημα της κοινωνίας.