«Δεδομένου ότι αυτό που αναμένεται πλέον είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης συνολικά»- υπογραμμίζει η ΓΣΕΕ -«ζητούμε από την κυβέρνηση, λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφαση του ΔΕΕ (και όχι στους δανειστές) να λάβει υπόψη της την επίσημη και γραπτή συμφωνία της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο εθνικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, που έγινε αρχικά υπό το ILO το 2014 και επαναβεβαιώθηκε το 2016».
 
Και προσθέτει ότι «η κυβέρνηση, παράλληλα, οφείλει α) να λάβει υπόψη της τη συμφωνία εργοδοτών–εργαζομένων, που περιέχεται στην από 22/01/2014 απόφαση για την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ως προς τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων και β), χωρίς καμία καθυστέρηση, να ενισχύσει τον έλεγχο στις κρίσιμες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, όπως, επίσης να αυστηροποιήσει και τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασής τους. Είναι απαράδεκτο στη διαβάθμιση της σημασίας των παραβάσεων η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων να είναι χαρακτηρισμένο ως παράβαση “χαμηλής προτεραιότητας”.
 
Η κυβέρνηση πρέπει, επιτέλους να δηλώσει ανοιχτά ποιος είναι ο σκοπός των σχεδιαζόμενων παράλληλων παρεμβάσεων στις ομαδικές απολύσεις, στην απεργία και το συνδικαλιστικό νόμο. Ποιες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις σκοπεύουν να εξυπηρετηθούν ή ποιες επενδύσεις με την εγγύηση τριτοκοσμικών όρων εργασίας περιμένουν να γίνουν σε αντάλλαγμα της περαιτέρω μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων».
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνει η ΓΣΕΕ, «το υπουργείο Εργασίας πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη αποφάσεων, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας, κρίσιμη πτυχή της οποίας είναι οι εικονικές αναδιαρθρώσεις με μόνιμα θύματα τους εργαζόμενους».