
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Guardian, μετά την έρευνα της βρετανικής εφημερίδας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί ριζικά τον τρόπο με τον οποίο καταβάλλει τα κονδύλια προς την Τυνησία
Η έρευνα της Guardian είχε αποκαλύψει αποκαλύπτει ότι τα χρήματα της ΕΕ πηγαίνουν στην εθνική φρουρά της Τυνησίας, της οποίας οι αξιωματικοί εμπλέκονται σε συγκλονιστικές κακοποιήσεις προσφύγων -ενηλίκων και ανηλίκων -, από βιασμούς μέχρι βασανιστήρια, αφήνοντας ανθρώπους να πεθαίνουν στην έρημο, σε συνεννόηση με τους πραγματικούς διακινητές.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι καταρτίζουν «συγκεκριμένους» κανόνες για να διασφαλίσουν ότι οι μελλοντικές ευρωπαϊκές πληρωμές προς την Τυνησία θα μπορούν να προχωρήσουν μόνο εάν δεν έχουν παραβιαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι όροι θα επηρεάσουν πληρωμές ύψους δεκάδων εκατομμυρίων λιρών για τα επόμενα τρία χρόνια.
Όπως αναφέρει η Guardian, η μετατόπιση της θέσης της Ευρώπης απέναντι στην Τυνησία, είναι παραδοχή ότι η αμφιλεγόμενη συμφωνία Τυνησίας-ΕΕ το 2023 έδινε προτεραιότητα στη μείωση της μετανάστευσης προς την ΕΕ έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα, η ΕΕ απέρριπτε τις κατηγορίες για αδικήματα στις συναλλαγές της με την Τυνησία, υποστηρίζοντας ότι διαθέτει ένα από τα πιο εξελιγμένα συστήματα παρακολούθησης των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αξιωματούχοι, ωστόσο, επιβεβαιώνουν τώρα ότι ετοιμάζονται νέες ρυθμίσεις για τη σχέση της με το όλο και πιο αυταρχικό βορειοαφρικανικό κράτος τα «επόμενα χρόνια».
Ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής περιέγραψε αυτή την αναθεώρηση ως «επανδυναμοποίηση» της σχέσης, προσθέτοντας ότι μια σειρά υποεπιτροπών θα σχηματιστεί τους επόμενους τρεις μήνες για να διασφαλιστεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι κεντρικά στις συναλλαγές της με τη χώρα από τώρα έως το 2027.
Η Έμιλι Ο’Ράιλι, η διαμεσολαβητής της ΕΕ, της οποίας η πρόσφατη έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν ήταν διαφανής όσον αφορά τις πληροφορίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είχε στην κατοχή της για την Τυνησία, δήλωσε:
«Υπήρξαν εξαιρετικά ανησυχητικές αναφορές σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τυνησία».
Η Ο’Ράιλι δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια πρόσφατης έρευνας σχετικά με τους ισχυρισμούς για καταχρήσεις γύρω από τη συμφωνία της ΕΕ με την Τυνησία – η οποία περιελάμβανε περίπου 100 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση των συνόρων της ως μέρος μιας ευρύτερης συμφωνίας – είχε ζητήσει επιτακτικά τη θέσπιση όρων για την ανάκτηση των κονδυλίων της ΕΕ σε περιπτώσεις παραβιάσεων της νομοθεσίας περί καταχρήσεων.
«Ζήτησα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καθορίσει σαφή κριτήρια για την αναστολή των κονδυλίων της ΕΕ λόγω παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δήλωσε.
Το δημοσίευμα του Guardian του περασμένου Σεπτεμβρίου προκάλεσε εκκλήσεις της ΕΕ προς την πρωτεύουσα της Τυνησίας, Τύνιδα, να διερευνήσει τους ισχυρισμούς, αν και έκτοτε δεν έχει δημοσιοποιηθεί τίποτα.
Αντ’ αυτού, η Επιτροπή πήρε την κατάσταση στα χέρια της για να διασφαλίσει ότι οι συναλλαγές της με τον πρόεδρο της Τυνησίας, Κάις Σαΐντ, δεν συνδέονται με καταχρήσεις.
Οι αναφορές δείχνουν ότι η Τυνησία έχει γίνει όλο και πιο κατασταλτική από τότε που ο Σαΐντ εξασφάλισε δεύτερη θητεία τον περασμένο Οκτώβριο, προκαλώντας την καταστολή ακτιβιστών που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των μεταναστών, καθώς και μερίδας των μέσων ενημέρωσης.
Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων πιστεύουν ότι η αυστηρότερη στάση της ΕΕ έναντι του Σαγιέντ θα μπορούσε να επισπεύσει παρόμοια μέτρα έναντι άλλων χωρών στις οποίες έχει συνάψει συμφωνίες για τη μείωση της μετανάστευσης προς την Ευρώπη.
Έχουν ήδη διατυπωθεί ανησυχίες σχετικά με τις αξιολογήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τις συμφωνίες της ΕΕ με την Αίγυπτο και τη Μαυριτανία, καθώς και για τα σχέδια παροχής περισσότερης χρηματοδότησης σε άλλες χώρες, όπως το Μαρόκο.
Η Ο’Ράιλι, η οποία αποχωρεί από τη θέση της στο Παρατηρητήριο τον επόμενο μήνα, δήλωσε: «Η φαινομενική εξομάλυνση της εξωτερικής ανάθεσης της μετανάστευσης σε χώρες εκτός ΕΕ δεν πρέπει να επισκιάζει το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα παραμένουν οι ίδιες.
«Οι υποχρεώσεις αυτές δεν πρέπει να θυσιάζονται για λόγους σκοπιμότητας ή για να ικανοποιούνται γεωπολιτικές ανησυχίες».