Ο ίδιος σημείωσε ότι θα ήταν δύσκολο ένας άνθρωπος να διαχειριστεί μόνος του το σώμα του κοριτσιού, ιδίως αφού βρέθηκε σε λιπόθυμη κατάσταση, ενώ δεν εντοπίστηκαν ίχνη μεταφοράς της. «Υπήρχαν ευρήματα πνιγμού. Τα τραύματα της κεφαλής, όπως προείπα, θα μπορούσαν να είναι δυνητικά θανατηφόρα. Δεν πρόλαβαν όμως μεσολάβησε ο πνιγμός. Επίσης αυτά τα τραύματα της κεφαλής τα εντοπίζουμε όταν υπάρχει μειωμένη δυνατότητα αντίδρασης. Είναι πιθανό το άτομο να βρίσκονταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση».
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και ο λιμενικός υπάλληλος ο οποίος συμμετείχε στις έρευνες για τον εντοπισμό των δραστών και την ταυτοποίηση του θύματος. Όπως κατέθεσε, ο κατηγορούμενος με αλβανική καταγωγή είχε αναφέρει ότι «τη χτύπησαν και οι δυο, γιατί τους είπε ότι θα πάει στην αστυνομία. Μας είπε ότι την κρατούσε ο ένας και ο άλλος τη χτυπούσε. Από τα ευρήματα φαινόταν ότι η κοπέλα έχει χτυπηθεί πολύ άσχημα. (…) Μου είπε ότι την πέταξαν μαζί και μετά επέστρεψαν να καθαρίσουν το σπίτι. Εκεί βρήκαμε ένα πλαστικό κομμένο κουβά που είχαν πετάξει τα ρούχα της κοπέλας αλλά κάποια αντικείμενα είχαν μείνει στα βράχια. Ψάξαμε και είδαμε πως κάτω από το σπίτι του 26χρονου έμενε η γιαγιά του».