Μου έχει έρθει στο μυαλό συχνά αυτή η ιστορία από τότε που η Βρετανία ψήφισε υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ. Με βάση οποιαδήποτε συμβατική ανάλυση, το Brexit ήταν μια πράξη οικονομικού αυτοτραυματισμού. Με βάση οποιαδήποτε συμβατική ανάλυση, όμως, κι ένα προβληματικό μικρό πιάνο δεν μπορεί να παίξει καλή μουσική. Θα μπορούσε άραγε η βρετανική οικονομία να διαψεύσει όλες τις προσδοκίες και να συμπεριφερθεί όπως ένας βιρτουόζος σε δύσκολες συνθήκες; Ας δούμε πρώτα τα εμπόδια.

Το πρώτο είναι η μετανάστευση. Η σχετική συζήτηση έχει πάρει ξενοφοβικούς τόνους, αλλά ο περιορισμός της μετανάστευσης θα δημιουργήσει προβλήματα και στη γεωργία, την ανώτατη εκπαίδευση και το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Επιπλέον, η αποθάρρυνση των μεταναστών από την ΕΕ θα έχει επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά.

Το δεύτερο είναι το εμπόριο. Δεν γνωρίζουμε πώς θα είναι το εμπορικό τοπίο της Βρετανίας μετά το Brexit, σίγουρα όμως το Ηνωμένο Βασίλειο θα δυσκολευτεί να παραμείνει μια ανοιχτή οικονομία. Το κόστος των εισαγωγών θα αυξηθεί και, ενώ οι εξαγωγικές επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από την πιο αδύνατη λίρα, είναι πιθανό να βρεθούν μπροστά σε υψηλότερους δασμούς.

Το τρίτο εμπόδιο είναι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Το Λονδίνο θα γίνει ένα λιγότερο ελκυστικό χρηματοπιστωτικό κέντρο αν δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως βάση για την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε όλη την ΕΕ. Οι αμερικανικές τράπεζες, ιδιαίτερα, μπορεί να προτιμήσουν να μετακομίσουν στο Δουβλίνο, τη Φραγκφούρτη, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη.

Αυτά λοιπόν είναι τα εμπόδια. Ποιες είναι οι ευκαιρίες; Οι επιχειρήσεις μπορεί να επενδύσουν περισσότερο στις ικανότητες και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο: καλύτερα εργαλεία, πιο έξυπνο σόφτγουερ και περισσότερα ρομπότ. Μπορεί να δούμε έτσι μια πιο παραγωγική οικονομία με υψηλότερους μισθούς, τουλάχιστον για εκείνους που μπορούν να διαχειριστούν τα ρομπότ και όχι να αντικατασταθούν από αυτά.
Αν η βρετανική οικονομία δεν μπορεί να συνεργαστεί αρμονικά με προμηθευτές από την ΕΕ, το κόστος θα αυξηθεί αλλά μπορεί να ενθαρρυνθούν τα τοπικά δίκτυα.

Η στρατηγική αντικατάστασης των εισαγωγών ήταν η αγαπημένη πολιτική των δικτατόρων στη Λατινική Αμερική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Υπάρχει η λαμπρή πλευρά ενός πιο αδύνατου Σίτι; Ίσως. Μια χώρα που εξάγει μεγάλες ποσότητες μιας πρώτης ύλης όπως το πετρέλαιο μπορεί να αρχίσει να υποφέρει από την «ολλανδική ασθένεια», να έχει δηλαδή ένα τόσο ισχυρό νόμισμα ώστε να μην μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να αντλεί πετρέλαιο και να ξοδεύει τα κέρδη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί σε μια πολύ συγκεντρωμένη βιομηχανία όπως το Σίτι του Λονδίνου. Αν το πετρέλαιο ή οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, στερέψουν, μπορεί να ανθήσουν άλλες βιομηχανίες.

Υπάρχει επίσης η πιθανότητα να κατασκευαστούν πιο φτηνά σπίτια. Όταν τα ταμπλόιντ πάψουν να κατηγορούν τις Βρυξέλλες για τη γραφειοκρατία, ίσως να στραφούν στα προβλήματα της βρετανικής νομοθεσίας, όπως είναι οι περιορισμοί στη χρήση της γης. Αν είχαμε κτίσει περισσότερα σπίτια στις περιοχές όπου θέλει να ζει ο κόσμος, θα είχαν λιγότεροι άνθρωποι πρόβλημα στέγασης και δεν θα κατηγορούσαν τους Λιθουανούς για πράγματα για τα οποία ευθύνεται το Ουεστμίνστερ.

Δεν πιστεύω σε «οικονομικά μοντέλα». Τα μοντέλα είναι καλά όταν μιλάμε για τα Lego. Όταν έχουμε να κάνουμε με μια μεγάλη οικονομία του 21ου αιώνα, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Η κατάσταση μοιάζει δύσκολη, αλλά το ίδιο πίστευε και ο Κιθ Τζάρετ. Η Βρετανία θα μπορούσε να γίνει η Ιαπωνία της Ευρώπης.

ΠΗΓΗ: Financial Times