H (δια)Δήλωση της κυβέρνησης ενάντια στο δημοκρατικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι
από τη συντακτική ομάδα
Σίγουρα, ωστόσο, οι όποιες κυβερνητικές υποχωρήσεις (εδώ και εδώ) υπό το βάρος πολιτικών, κοινωνικών και θεσμικών αντιδράσεων είναι, παράλληλα, ενδεικτικές των κυβερνητικών προθέσεων. Φανερώνουν την πραγματική αντίληψη της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για τις δημόσιες συγκεντρώσεις και τους πόθους της σχετικά με την καταστολή τους. Εξάλλου, διατάξεις όπως το ιδιώνυμο βρίσκονταν στη δημόσια σφαίρα από τον Φεβρουάριο, όταν διέρρευσε και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για πρώτη φορά.
Αυτές οι αντιδημοκρατικές αντιλήψεις που εκφράζονται με τον χειρότερο τρόπο στη συγκεκριμένη συζήτηση, δεν είναι δυνατό να κρυφτούν από τις μικρές τροποποιήσεις, ούτε την στήριξη, εν μέσω πανηγυρισμών πλέον, από το Κίνημα Αλλαγής, ούτε, από το αστείο και αποπροσανατολιστικό επιχείρημα των «δεκάδων συγκεντρώσεων 50-100 ατόμων που κλείνουν το κέντρο», που με μανία προτάσσει η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της. Για αυτήν την περίπτωση, έχουμε νομοθετικό πλαίσιο, πρόσφατο μάλιστα, επί κυβέρνησης Σαμαρά και υπουργίας Νίκου Δένδια. Το Προεδρικό Διάταγμα 120/2013 αναφέρει:
«2. Οι συναθροίσεις διεξάγονται κατά τρόπο που δεν διαταράσσεται παρά στο μέτρο του απολύτως αναγκαίου η οδική κυκλοφορία και η κοινωνικοοικονομική ζωή της πόλης. Σε πόλεις με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων δεν επιτρέπεται η κατάληψη ολόκληρου του οδοστρώματος και η πλήρης διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων από ιδιαίτερα μικρές, σε σχέση με τη σημασία της συγκεκριμένης οδού για την εξυπηρέτηση της οδικής κυκλοφορίας και της κοινωνικοοικονομικής ζωής της πόλης, συναθροίσεις. Η εκτίμηση περί του ιδιαίτερα μικρού μεγέθους της συνάθροισης και η δυνατότητα περιορισμού της σε μέρος του οδοστρώματος ανήκει στον αρμόδιο Αστυνομικό Διευθυντή, ο οποίος εκδίδει σχετική απόφαση την οποία γνωστοποιεί άμεσα στους ενδιαφερομένους».
Επομένως, δεν υπάρχει καμία σύγκρουση «δικαιωμάτων» ούτε «μειοψηφίες που κάνουν ο,τι θέλουν», όπως προσπαθεί να υποστηρίξει η κυβέρνηση. Αυτό που υπάρχει, είναι ένα δήθεν «σύγχρονο» νομοθετικό πλαίσιο, που σε πολλά του σημεία δανείζεται διατάξεις από χουντικά διατάγματα, περιορίζει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, το δικαίωμα στην πολιτική διαμαρτυρία και προκαλεί θεσμικές αντιδράσεις. Δύο από αυτές ήρθαν διαδοχικά, την Τρίτη και την Τετάρτη. Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων κατήγγειλε ως αντισυνταγματική την προληπτική απαγόρευση συγκεντρώσεων, ενώ μία μέρα αργότερα, η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής αποτελεί ισχυρό θεσμικό και στοιχειοθετημένο χαστούκι σε όσους προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Η ουσία των ενστάσεων της Επιστημονικής Υπηρεσίας αποδέχεται τις αντιδράσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης, φορέων, κινημάτων και συλλογικοτήτων, βασίζεται σε νομολογία ελληνικών και ευρωπαίκών δικαστηρίων και συμπυκνώνεται στα εξής:
- Η μη γνωστοποίηση μιας διαδήλωσης στις αστυνομικές αρχές δεν αποτελεί νόμιμο λόγο απαγόρευσής της
- Ο «οργανωτής» δεν είναι δυνατό να αναλαμβάνει ποινικές και αστικές ευθύνες για πράξεις τρίτων στις οποίες δεν έχει εμπλακεί προσωπικά
- Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προστατεύει τις αυθόρμητες συναθροίσεις, αλλά και την «αντιδιαδήλωση»
- Σχετικά με την προληπτική απαγόρευση διαδηλώσεων, ξεκαθαρίζεται ότι λόγω της συνταγµατικής προστασίας της οποίας απολαύει η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η απόφαση απαγόρευσης θα πρέπει να είναι το έσχατο μέτρο των αστυνομικών αρχών.
Στην πράξη λοιπόν, έχουμε το εξής: Ένα αντιδημοκρατικό και σκοτεινών ιδεοληψιών κείμενο, το οποίο μετατρέπει ένα συνταγματικό δικαίωμα, μία αυτονόητη ελευθερία κάθε πολίτη, σε «προνόμιο», που λαμβάνεται μετά τη λήψη σχετικής άδειας από την αστυνομία και την ικανοποίηση σειράς προϋποθέσεων. Την ίδια στιγμή που η ΕΛ.ΑΣ, η ίδια ΕΛ.ΑΣ που αφήνει ελεύθερα τα μέλη της να ικανοποιούν τα πιο πρωτόγονα ένστικτά τους στους δρόμους, επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, με δεκάδες τεκμηριωμένες υποθέσεις αυθαιρεσιών και καταστολής, αναλαμβάνει μόνο εξουσίες και παραμένει άμοιρη ευθυνών. Μάλιστα, συστήνεται και η «Διεύθυνση Πρόληψης Βίας» στην Αστυνομία, που μεταξύ άλλων θα ασχολείται με το πρόβλημα της «ριζοσπαστικοποίησης». Φοβόμαστε βάσιμα, σύμφωνα με όσα έχουμε δει τον τελευταίο χρόνο, ότι η στόχευση θα είναι πολιτική, εναντίον συγκεκριμένων χώρων της αριστεράς και της αναρχίας.
Όπως πολιτικός αποκαλύπτεται πλέον και ο ρόλος του -κατά τ’ άλλα- θεματοφύλακα της κυβέρνησης για τη διερεύνηση αστυνομικής βίας, Νίκου Αλεβιζάτου, που με το άρθρο – παρέμβασή του στην Καθημερινή εμφανίζεται πολύ περισσότερο ως κομματικό στέλεχος που αντιδικεί σε τηλεπαράθυρο με κάποιον εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης, παρά με τον τίτλο του διαπρεπούς νομικού που συντροφεύει την πορεία του.
Έχουμε λοιπόν ένα νομοσχέδιο που προβάλλεται ως «σύγχρονο», με τις κινητοποιήσεις να χαρακτηρίζονται «οπισθοδρομικές», την ώρα που αντλεί έμπνευση από τις χειρότερες εποχές της ελληνικής ιστορίας. Παράλληλα, προβάλλει μία στρεβλή άποψη για το δημοκρατικό πολίτευμα, που πολλοί θα ήθελαν να περιορίζεται σε μία ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια και στην πλήρη, τυφλή υπακοή στις επιλογές της κάθε κυβέρνησης, με τον λαό στον ρόλο του απλού παρατηρητή. Δεν πάει έτσι. Η διαμαρτυρία, η διεκδίκηση και η κινητοποίηση για κάποιον σκοπό, είτε στον δρόμο, είτε στο διαδίκτυο πλέον, είναι ζωτικά σημεία του πολιτικού διαλόγου, της αντιπαράθεσης και της «σύγκρουσης» ιδεών και συμφερόντων.
Ένα νομοσχέδιο που, προφανώς, δεν θα εφαρμοστεί άμεσα, ούτε θα χρησιμοποιηθεί σε περιόδους κοινωνικής «ηρεμίας» και περιορισμένων αντιδράσεων, αλλά θα συμπεριληφθεί στο οπλοστάσιο της καταστολής, σε μία εποχή που χαρακτηρίζεται από μία νέα, τεράστια οικονομική κρίση που έρχεται. Και της οποίας οι αποφάσεις θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα είναι εκεί, έτοιμο, νομοθετημένο, για «μια ώρα ανάγκης».
Ένα νομοσχέδιο – πολιτειακή ντροπή για όσους το στηρίζουν, το αποδέχονται ή σιωπούν καταφατικά ενώπιον του.