Αν πουλάς όλη μέρα Πόλεμο Αξιών, μην απορείς μετά για τις συνέπειες στον πραγματικό κόσμο». Ματτ Τάιμπι, substack
Μέσα στον ορυμαγδό των άρθρων για το «πραξικόπημα μετά το πραξικόπημα», αυτό που θα ακολουθήσει, ένοπλο, λέει, την ερχόμενη εβδομάδα, τις ειδήσεις για τη δίωξη του Τραμπ, για την λογοκρισία εις βάρος του Τραμπ, μέσα στον όλο και πιο εμφανή και πιο βαθύ διχασμό της Αμερικάνικης κοινωνίας, δύο θέματα εμφανίζονται επιτακτικά στην επιφάνεια – και τα δύο τους πολύ ευρύτερα, πολύ σημαντικότερα, θέματα Δημοκρατίας, θέματα της Ελευθερίας του Τύπου και της Ελευθερίας του Λόγου. Τα δύο θέματα που έγιναν και τίτλος αυτού εδώ του «Αυθορμήτως».
Πρώτο, η Ιδιωτικοποίηση της Λογοκρισίας, ή, αλλοιώς, η στάση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα οποία είναι αυτά που αποφασίζουν και διατάσσουν, πια, ποιοι έχουν δικαίωμα ελεύθερου λόγου, ποιοι μπορούν και δεν μπορούν να πουν ψέμματα, ποιοι μπορούν και δεν μπορούν να μοιραστούν τις απόψεις τους. Ένα θέμα που ορισμένοι προσπαθούν να επικεντρώσουν στο πρόσωπο του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο έχει πολύ ευρύτερες διαστάσεις, όπως έδειξαν, μέσα μόλις στο τελευταίο τριήμερο, η περίπτωση Ρον Πωλ και η περίπτωση Χαμενεϊ. Και όπως θα δείξουν και όσα μας περιμένουν στο μέλλον – γιατί η στάση τους απέναντι στον Τραμπ δεν είναι παρά ο τρόπος να μας χρυσώσουν το χάπι, να περάσει χωρίς αντιδράσεις. «Όταν ήρθαν για τους Εβραίους δε μίλησα…», κατά τα μπανάλ αλλά πάντα επίκαιρα.
Το μεγάλο και ουσιαστικό πρόβλημα που προκύπτει κατέγραψαν χθες δύο αμερικανοί νομομαθείς στη Wall Street Journal, κάτω από τον τίτλο «Σώστε το Σύνταγμα από τις Εταιρίες Τεχνολογίας» (Save the Constitution from big Tech). Η Ελευθερία του Λόγου αφορά στην υπεράσπιση του λόγου που δεν μας αρέσει – του λόγου που είναι αντιπαθητικός, μισητός, προέρχεται από ανθρώπους με ιδεολογίες ή απόψεις που απεχθανόμαστε. «Κανείς δεν θα απαγορεύσει τον δημοφιλή λόγο», όπως γράφει κι η εφημερίδα. Στόχος είναι ακριβώς να προασπιζόμαστε την Ελευθερία του Λόγου Ολων. Και να μη ξεχνάμε ότι συνήθως ο «αντιπαθής» στην εξουσία λόγος είναι ο δικός μας. Είμαστε πάντα ή οι διωκόμενοι ή οι επόμενοι.
Η ιδιωτικοποίηση της Λογοκρισίας, η στάση του Facebook και του Twitter μετά την κωμικοτραγωδία του Καπιτωλίου, η απόφαση των Google, Apple και Amazon να μπλοκάρουν το Parler, όλα έγιναν με τις μεγάλες εταιρίες να κρύβονται πίσω από ιδεολογήματα περί «υποκίνησης σε βία» και «λόγου μίσους» (hate speech). Στην περίπτωση του Χαμενεϊ είχαμε, δε, το απίστευτο, να λογοκριθεί θρησκευτικός ηγέτης επειδή αμφισβήτησε την ποιότητα των αμερικάνικων και βρετανικών εμβολίων και εξέφρασε φόβους ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως όπλα κατά λαών. Τwitter: ειδικό και επί των εμβολίων και επί της εξωτερικής πολιτικής…
Η μόνιμη απάντηση όταν κανείς θέσει το ζήτημα είναι ότι πρόκειται για ιδιωτικές εταιρίες. Εδώ, όμως, απαντά η Wall Street Journal: «Η επικρατούσα άποψη θέλει τις εταιρίες τεχνολογίας να μπορούν να ρυθμίζουν το περιεχόμενο γιατί είναι ιδιωτικές και η πρώτη τροποποίηση [του αμερικανικού συντάγματος, περί ελευθερίας του λόγου] προστατεύει μόνον από την κρατική λογοκρισία. Αυτή η άποψη είναι λάθος.Η Google, το Facebook και το Twitter οφείλουν να αντιμετωπίζονται ως κρατικές δομές υπό το υπάρχον νομικό καθεστώς. Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό νομικών υποβολών και κανονιστικών απειλών, το Κογκρέσο συνεργάστηκε με την Κοιλάδα του Πυριτίου (Silicon Valley), για να φέρει αυτή από την πίσω πόρτα όσα η κυβέρνηση δεν μπορεί ευθέως να πράξει, υπό το Σύνταγμα». Άλλωστε, δεν ασκούν τη λογοκρισία τίποτε λαϊκά δικαστήρια – τεράστια συμφέροντα είναι, εταιρίες που εθίγησαν από τον Τραμπ και πρόσκεινται στον άλλο πόλο, τους Δημοκρατικούς – αυτούς τους Δημοκρατικούς που θυμόμαστε όλοι πως φέρθηκαν στο Occupy ή στην μαύρη κοινότητα το 1994, μετά τον ξυλοδαρμό του Ρόντνυ Κινγκ στο Λος Άντζελες.
Στο άρθρο της Journal ακολουθεί η απαρίθμηση των αποφάσεων και μεθόδων με τις οποίες έγινε το αουτσώρσινγκ της λογοκρισίας από το κράτος στη Silicon Valley. Να προσθέσω εδώ, όμως, ένα επιχείρημα,που μας αφορά όλους, και τους εκτός Αμερικής.
Το αληθινό ερώτημα, λοιπόν, μπαίνει ως εξής: Έχουν οι ιδιωτικές εταιρίες το δικαίωμα να αγνοούν τις συνταγματικές μας ελευθερίες; Μπορεί αύριο μια ιδιωτική εταιρία ηλεκτροδότησης να μου αρνηθεί να με ηλεκτροδοτήσει γιατί δεν της αρέσουν οι δημόσιες θέσεις μου; Μπορεί μια ιδιωτική εταιρία υδροδότησης να μου αρνηθεί την παροχή νερού γιατί ανήκω σε ένα πολιτικό χώρο που δε θεωρεί την αστική δημοκρατία ότι καλύτερο μπορεί να μας τύχει; Που σταματάει το «ο ιδιώτης επιχειρηματίας έχει το δικαίωμα να…»; Και που ξεκινούν τα συνταγματικά μας δικαιώματα;
Το δεύτερο ζήτημα, είναι το ζήτημα του Τύπου, και του ρόλου του στον Πόλεμο Αξιών που παρακολουθούμε.
Οι Πόλεμοι Αξιών, Culture Wars, πρωτοεμφανισθέντες εις την γερμανική ως Kulturkampf, δεν είναι κάτι καινούριο. Όμως, είναι η πρώτη φορά που τους βλέπουμε σε αυτή τη διάσταση, που τους ζουν οι ΗΠΑ σε αυτή τη διάσταση. Η Αμερικάνικη κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη, ο Πόλεμος Αξιών εν πλήρει εξελίξει και η ιδεολογική σύγκρουση που σημαίνει ένας τέτοιος πόλεμος – διότι περί αυτού πρόκειται- είναι βέβαιο ότι θα βασανίζει τις ΗΠΑ για καιρό. Ποιά είναι όμως εδώ η θέση του Τύπου; και πόσο βρώμικος ο ρόλος που έχει παίξει;
Το θέμα απασχόλησε τον γνωστό (κι αγαπητό σε μένα) δημοσιογράφο Ματτ Τάιμπι, στην χθεσινή του επιφυλλίδα. Και, θέλοντας να απαντήσει, κατέγραψε μια σειρά σκέψεων και επιχειρημάτων που ξεκίνησα να σχολιάσω, αλλά, εν τέλει, αποφάσισα απλώς να αποδώσω στα ελληνικά τα πιο ενδιαφέροντα σημεία, αφού δεν έχω να προσθέσω ή αφαιρέσω τι:
«Την ώρα που μια ομάδα ανθρώπων καταλάμβανε το Καπιτώλιο, την περασμένη Τετάρτη, οι εταιρίες Τύπου έμπαιναν στη διαδικασία να ξεδιαλέγουν και να εμπορευματοποιούν πληροφορίες, διαδικασία που από καιρό αποτελεί το στάνταρ στα Μέσα των ΗΠΑ. Οι εταιρίες μήντια δουλεύουν ανάποδα. Πρώτα ρωτούν «Πως θέλει να καταλάβει ο δημογραφικός μας στόχος αυτό που εξελίσσεται;», κι ύστερα επιλέγουν τόσο τις λέξεις όσο και τα γεγονότα που θέλουν να τονίσουν εμφατικά.
Αυτός είναι ο λόγος που το Fox News χρησιμοποιεί τον όρο «διαδηλωτές υπέρ του Τραμπ» και το New York και το Atlantic χρησιμοποιούν τον όροι «εξέγερση». Γι’ αυτό τα συντηρητικά μήντια σήμερα τονίζουν πως η Apple, η Google και η Amazon έκλεισαν την πλατφόρμα «Ελευθερίας του Λόγου» Πάρλερ το περασμένο Σαββατοκύριακο, ενώ τα μέηνστρημ μαγαζιά δίνουν έμφαση στην πιθανότητα ενός νέου γύρου ακόμη και ένοπλων διαδηλώσεων που, σύμφωνα με όσα μεταδίδουν, σχεδιάζονται για τις 19 και 20 Ιανουαρίου.
Αυτό που έγινε την περασμένη Τετάρτη είναι η αποθέωση της εποχής της Μίσος Α.Ε., κατά την οποία το μοντέλο αυτό, του «πρώτα το κοινό μας», έγινε ο κύριος τρόπος μετάδοσης των γεγονότων στον πληθυσμό. Για εκατοντάδες λόγους, που πάνε πίσω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, από την ανάπτυξη του Ίντερνετ ως τον 24ωρο κύκλο των ειδήσεων, ως το τέλος της αρχής της Αμεροληψίας* και την ανακάλυψη, πρώτα από το Fox, ότι οι ειδήσεις μπορούν να πουληθούν ως τηλεόραση τύπου σαπουνόπερας, με επίκεντρο τους ήρωές τους και σε επεισόδια, έχει πια πεθάνει το κόνσεπτ του «απλή παράθεση των γεγονότων» με δελτία που μπορεί να τα αποδεχθεί ο καθένας.
Οι ενημερωτικές επιχειρήσεις σήμερα γδέρνουν τα παγκόσμια γεγονότα σαν φαλαινοθήρες, αξιοποιώντας κάθε κομμάτι του ζώου, και σερβίροντας διαφορετικά γεγονότα σε κάθε ομάδα καταναλωτών, με βάση υπολογισμούς για το πως θα μεγιστοποιήσουν την επισκεψιμότητα και θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη εξάρτηση στο κοινό. Το Καραβάνι των Μεταναστών; Το Fox κόβει και παίζει δηλώσεις από έναν αξιωματούχο της Εσωτερικής Ασφάλειας, που περιγράφει τους περισσότερους απ’ όσους περνούν τα σύνορα ως μοναχικούς ενήλικες που έρχονται «για οικονομικούς λόγους». Οι New York Times απαντούν δημοσιεύοντας ρεπορτάζ για το πως το καραβάνι μετατράπηκε σε πολιτικό ζήτημα από τον Λευκό Οίκο του Τραμπ, που αντιμετώπιζε κακό αποτέλεσμα στις ενδιάμεσες εκλογές.
Επαναλάβετε αυτή την διαδικασία αλλαγής των ειδήσεων μερικά δισεκατομμύρια φορές, και έτσι, όπως είπε και ο Μιτς ΜακΚόνελ, γινόμαστε μια χώρα «που απομακρύνεται σε δύο διαφορετικές φυλές, που διαμορφώνονται από διαφορετικά γεγονότα και από διαφορετικές πραγματικότητες, που δεν έχουν τίποτε κοινό εκτός από την εχθρότητα μεταξύ τους και την δυσπιστία έναντι ορισμένων εθνικών θεσμών που όλοι μοιραζόμαστε».
Το ελάττωμα στο σύστημα είναι που και οι μεγαλύτερες εταιρίες Τύπου σήμερα λειτουργούν με βάση το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον το μισό τους κοινό δεν ακούει. Και αυτό οδηγεί σε κάθε είδους πρόβλημα, με προφανέστερο το γεγονός ότι ο ευκολότερος τρόπος να κρατήσεις το ίδιο το κοινό σου είναι να το ταΐζεις αρνητικά ρεπορτάζ για τους άλλους, τους απέναντι. Σε όλες τις πλευρές, σήμερα, προωθούνται εμπρηστικές καρικατούρες, γιατί αυτές ενθαρρύνουν τα οικονομικά κίνητρα.
Όλοι βγάλανε λεφτά από τον Τραμπ. Η πλευρά του Fox παραδόθηκε στο φαινόμενο Τραμπ από την πρώτη στιγμή, εγκαταλείποντας την υποτιθέμενη αφοσίωση του στις «οικογενειακές αξίες», από την υπόθεση Μέγκιν Κέλι και μετά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ρούπερτ Μέρντοχ θυσίασε το σχεδόν αόρατο βερνίκι ψευδοευπρέπειας που ως κάποιο σημείο πάντα συντηρούσαν στο Φοξ. Και, επανίδρυσε το Φοξ ως μια πλατφόρμα για την συνομωσιακή μάρκα καρτουνίστικου λαϊκισμού του Τραμπ, αντί να αφήσει κάποιον που είναι πιο Φοξ κι από το Φοξ, σαν το OAN, να πουλάει διαφημίσεις στους ψηφοφόρους του Τραμπ για μια τετραετία.
Με την διάνθιση γαργαλιστικών ημιπορνό τίτλων («Συμμορίες Λεσβιών της Φυλακής περιμένουν να πιάσουν στα χέρια τους τη Λίνσεϊ Λόχαν» είναι ένας που έχει κολλήσει στο μυαλό μου από χρόνια), το επιχειρηματικό μοντέλο του Fox στηρίζεται, από καιρό, στην κατατρομοκράτηση της ηλικιωμένης Σιωπηλής Πλειοψηφίας, με την παρέλαση όλων των ψεύτικων ερμηνειών της αμερικάνικης παρακμής. Παρουσίασε ως κακοποιούς τους μετανάστες, τους Μουσουλμάνους, τους νέους Μαύρους Πάνθηρες, τους οικολόγους – όλους πλην των τραπεζών, των μεγαλοεταιριών, της ADM, της Wal-Mart, της Countrywide, της JP Morgan Chase και των υπολοίπων χορηγών του Αμερικάνικου Φρουρίου.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ένας από κείνους που φάγανε το παραμύθι του Φοξ.
Και το αντίπαλο μιντιακό οικοσύστημα, όμως, επέλεξε τα φράγκα και όχι την αλήθεια. Θα μπορούσαν να απαντήσουν στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση εξετάζοντας λεπτομερέστερα τις εντάσεις που δεν είχαν καν δει να έρχονται από την Τραμπική Αμερική, πράγμα που θα σήμαινε και πιο επίμονη εξέταση των προβλημάτων που έδωσαν στον Τραμπ την ευκαιρία: οι δουλειές που δεν ξαναγύρισαν ποτέ μετά την απόφαση των τραπεζιτών και των εμπόρων να τις μεταφέρουν σε ανελεύθερες εργατικές ζώνες σαν την Κίνα, τα τεράστια χρέη [των νοικοκυριών] και τις κρίσεις από τη χρήση ναρκωτικών, η γελοία αντίθεση μεταξύ της επέκτασης της διεθνούς στρατιωτικής παρουσίας κι ενός πληθυσμού που χάνει σε αυξανόμενους ρυθμούς την πίστη του στην διεθνή του αποστολή κλπ κλπ
Αντ’ αυτού, μαγαζιά σαν το CNN και το MSNBC αντέγραψαν τη γραμμή του Fox, υποτιμώντας προβλήματα, για να μπορούν να τρίψουν στη μούρη του κοινού τους τον προκλητικό χαρακτήρα του Τραμπ ξανά και ξανά και ξανά, σε σημείο που πολλοί άνθρωποι να μη μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο πια. Για να ανεβάσουν την θέαση, τα ρεπορτάζ για τον Τραμπ – που δε χρειάζονταν να υπερβάλει κανείς για να είναι ελκυστικά στο κοινό – αλλοιώνονταν διαρκώς, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο.
Ο Τραμπ άρχισε να περιγράφεται ως η αιτία των προβλημάτων των ΗΠΑ, και να μην αντιμετωπίζεται ως το σύμπτωμα. Οι οπαδοί του, ως τον τελευταίο, δαιμονοποιούνταν μαζί με κείνον, γίνονταν καρικατούρες που γαργαλούσαν τα αστικά κοινά καναλιών σαν το CNN ενώ οδηγούσαν τους συντηρητικούς στα άκρα. Την τεχνική αυτή την δανείστηκαν από το Fox, το οποίο, από την εποχή του Μπους ακόμη, είχε μάθει ότι μπορείς να αυξήσεις σημαντικά την θεαματικότητα σου αν πουλήσεις στο κοινό την ιδέα ότι οι φιλελεύθεροι γείτονες του είναι τρομοκράτες και προδότες. Πουλούσε πολύ καλύτερα όλο αυτό απ’ ότι η Αλ-Κάιντα, γιατί ο εχθρός ήταν πιο κοντά και το μίσος πιο χειροπιαστό.
Μπήκα στο επάγγελμα του δημοσιογράφου, πεπεισμένος ότι το παραδοσιακό «αντικειμενικό» στυλ ρεπορτάζ ήταν βαρετό, απατηλό, άξιο κοροϊδίας. Κορόιδευα και γελοιοποιούσα την παρέλαση εκείνων των «υπεράνω» σχολιαστών και απίστευτα βαρετών εντιτόριαλ, που δεν έπαιρναν θέση για τίποτε και πάντα τελείωναν με εκείνο το «ένα πράγμα είναι σίγουρο: ο χρόνος θα δείξει». Στην εφηβεία μου εντυπωσιάστηκα από ένα το απόσπασμα στο βιβλίο του Τιμ Κρουζ για την προεδρική εκστρατεία του 1972, Τα Αγόρια Στο Λεωφορείο, που περιέγραφε την δουλειά του Χάντερ Τόμσον:
«Ο Τόμσον είχε την ελευθερία να περιγράφει την εκστρατεία όπως ακριβώς τη βίωνε: τα βρώμικα ξενοδοχεία, την ανία στο λεωφορείο που μετέφερε τους δημοσιογράφους, τα στοχευμένα ψεύδη των εκπροσώπων Τύπου, την αγωνία να γράψεις για την εκστρατεία ενώ έμοιαζε βαρετή κι ανόητη, την απέλπιδα βαρεμάρα.. Όταν οι άλλοι ρεπόρτερ γύριζαν σπίτι, οι γυναίκες τους τους ρωτούσαν ‘πως ήταν στ’ αλήθεια;’. Η γυναίκα του Τόμσον όμως ήξερε ήδη, γιατί διάβαζε τα άρθρα του».
Αυτό που έκανε τότε το Rolling Stone ήταν επαναστατικό για την εποχή: έδωσε στον πολιτικό ρεπόρτερ του την ελευθερία να γράψει για την μπαναλιτέ του συστήματος. Του επέτρεψαν επίσης να πάρει θέση, να στηρίξει πλευρές, κάτι που έμοιαζε και φυσικό και σωστό, γιατί πάντα τα μέσα παίρνουν θέση. Απλώς την κρύβουν στην παραδοσιακή, βαρετή «αντικειμενική» μορφή.
Το πρόβλημα είναι όμως ότι το εκκρεμές μετακινήθηκε τόσο μακρυά προς την αντίθετη πλευρά, που οι ρεπόρτερ σήμερα έχουν χάσει την αντίθετη ελευθερία, αυτή που θα τους επέτρεπε να κατεβάζουν τους τόνους, να μετριάζουν.
Αν δουλεύεις στα συντηρητικά μέσα, όλο το Νοέμβριο ένιωθες την τεράστια πίεση να αποφύγεις όσες πληροφορίες έδειχναν ότι ο Τραμπ έχασε τις εκλογές. Αν δουλεύεις στο άλλο οικοσύστημα, σήμερα νιώθεις ότι, ακόμη και να ψιθυρίσεις πως αυτό που συνέβη την προηγούμενη Τετάρτη δεν ήταν πραξικόπημα, με βάση τον ορισμό του πραξικοπήματος (προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας με αληθινές πιθανότητες να τα καταφέρεις), δε θα αντιμετωπίσεις μόνο τη λογοκρισία του αρχισυντάκτη σου, αλλά θα μετατραπείς και σε ύποπτο στα μάτια των συναδέλφων σου, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί και να μη ξαναβρείς ποτέ δουλειά. […]
Τα μέσα ενημέρωσης ήλκυαν την θεσμική τους εξουσία λόγω της θεωρητικής τους ανεξαρτησίας. Οι πολιτικοί φοβούνταν την έρευνα από τα μέσα ενημέρωσης γιατί ακριβώς ήξεραν ότι το κοινό τα θεωρούσε ουδέτερους διαιτητές.
Σήμερα δεν υπάρχει κανένα μεγάλο εμπορικό μέσο που να μην συνδέεται στενά με το ένα ή με το άλλο πολιτικό κόμμα. Οι επικρίσεις κατά των Ρεπουμπλικάνων είναι τόσο συνυφασμένες με τα ρεπορτάζ των New York Times, όσο και το πετσόκομμα των Δημοκρατικών από το Fox, και οι πολιτικοί δεν τα φοβούνται πια τόσο, γιατί ξέρουν ότι οι ψηφοφόροι τους δεν θεωρούν φερέγγυα τα αντίπαλα μίντια. Πιθανότατα, δεν τους ρίχνουν ούτε μια ματιά. Οι χώροι που προωθούν την «μονοκαλλιέργεια απόψεων» έχουν περιορισμένη δυνατότητα να προκαλέσουν αλλαγή προσωπικών πεποιθήσεων. […]
Αυτό που βλέπουμε επί μια τετραετία τώρα, και αυτό που είδαμε να εκρήγνυται την εβδομάδα που μας πέρασε, είναι ένα παράδοξο: ένα πολιτικό και δημοσιογραφικό σύστημα που πλουτίζει από τη διαίρεση και τη σύγκρουση, που χρησιμοποιεί μιαν εργαλειακή διαδικασία για να προκαλέσει το κέρδος, αλλά μας λέει ότι σοκάρεται και τρομοκρατείται όταν συμβεί η αληθινή σύγκρουση… Δε μπορείς να πουλάς μίσος και να περιμένεις στα σοβαρά να τελειώσει…»
*Αρχή του αμερικάνικου FCC, αντίστοιχη, τηρουμένων των αναλογιών, του φορέα αδειοδότησης των καναλιών και του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου.