H εισαγωγική ομιλία του Ροδόλφου Μορώνη
H εισαγωγική ομιλία του Ροδόλφου Μορώνη, όπως παρουσιάστηκε στην ημερίδα του ΙΟΜ με τίτλο «Ψηφιακή Τηλεόραση: Ρυθμίσεις και αρρυθμίες»
του Ροδόλφου Μορώνη*
Ο ρόλος του ΙΟΜ, όπως καθορίζεται με το ΠΔ 172/1994 είναι η υποστήριξη της λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ.
Στο ρόλο του αυτό έχει ανταποκριθεί με επιτυχία. Με μια σειρά πρωτοβουλιών τα τελευταία χρόνια έχει επισημάνει –εγκαίρως, θέλουμε να πιστεύουμε- τους τομείς, τις εξελίξεις και τα μέτρα που διαμορφώνονται και διαμορφώνουν το οπτικοακουστικό τοπίο του σήμερα και του αύριο.
Τρείς είναι οι τομείς που μας απασχολούν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια: Η πορεία προς τις ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, το μέλλον του κινηματογράφου και η παιδεία στα ΜΜΕ.
Για το ψηφιακό μέλλον των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών που μας απασχολεί και σήμερα, οργανώσαμε μια ημερίδα με τίτλο «Ψηφιακή Τηλεόραση: Το αύριο είναι σήμερα» τον Φεβρουάριο του 2007. Στην Ημερίδα εκείνη είχαμε επισημάνει ότι οι καθυστερήσεις στη σύνταξη ενός οδικού χάρτη της πορείας προς τις ψηφιακές εκπομπές είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αυθαιρέτων κατά το μοντέλο της, εντός εισαγωγικών, ανάπτυξης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ελαφρώς διαφορετική αλλά το ίδιο μακριά απ’ αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι τελικοί στόχοι. Τα βήματα που έχουν γίνει είναι σπασμωδικά και δεν εγγυώνται ούτε την ομαλή πορεία προς το switch off, ούτε, βέβαια, τη σωστή εκμετάλλευση απ’ όλες τις πλευρές (τις ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις και την πολιτεία) των δυνατοτήτων που προσφέρονται.
Αποκαλυπτικό της σημασίας για τις πολιτείες και τους πολίτες τους που έχουν τα τεκταινόμενα σε σχέση με την ψηφιακή μετάβαση είναι και το Σημείο 1 του Ψηφίσματος Β5-0488/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το οποίο καλείται η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη «να καταστήσουν την ανάπτυξη και τη διαθεσιμότητα της ψηφιακής τηλεόρασης στο ευρύ κοινό κορυφαία προτεραιότητα της πολιτικής ατζέντας».
Στην έκκληση έχουν ανταποκριθεί πολλές χώρες και, βεβαίως, η Επιτροπή, που έχει εκπονήσει σειρά σχεδίων δράσης-στήριξης της αλλαγής και παροτρύνει συνεχώς τα κράτη-μέλη να βαδίσουν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης της ψηφιακής τεχνολογίας. Μάλιστα, στο πλαίσιο του προγράμματος eEurope2005 είχε καλέσει τις χώρες μέλη να δημοσιεύσουν, ως το Δεκέμβριο του 2003, τις προθέσεις και τα σχέδιά τους αναφορικά με τη μετάβαση στις ψηφιακές εκπομπές.
Η χώρα μας, απ’ όσο μπόρεσα να ελέγξω, δεν έχει ακόμη γνωστοποιήσει επισήμως στην Επιτροπή τις προθέσεις της.
Η σημερινή Ημερίδα καλύπτει, πιστεύουμε, όλες τις πτυχές της ψηφιακής τηλεόρασης που απαιτούν την προσοχή μας:
Πρωτίστως, είναι φανερό ότι κανονιστικά/ρυθμιστικά πλαίσια θα πρέπει να δημιουργηθούν τόσο στον τομέα των υποδομών των επικοινωνιών όσο και των υπηρεσιών που θα παρέχονται μέσω αυτών. Η σύγκλιση των κλάδων των τηλεπικοινωνιών, των Μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες μετάδοσης θα πρέπει να διέπονται από ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο. Ως προς τις υπηρεσίες, είναι προφανές πως διαφορετικές ρυθμίσεις για κάθε μια απ’ αυτές θα πρέπει να προβλεφθούν.
Η διαχείριση του φάσματος, η διαχείριση των δικτύων, ο έλεγχος των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά και οι αναγκαίες παρεμβάσεις για την ενθάρρυνση της μετάβασης χρίζουν κανόνων, ρυθμίσεων και μέτρων με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για ιδιωτικές επενδύσεις, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ώθηση της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, και, τέλος, την παροχή δυνατότητας σε όλους να μετάσχουν στην κοινωνία της πληροφορίας
Στην πατρίδα μας, με το Νόμο 3592/ 2007 ο έλεγχος της ραδιοτηλεόρασης κατά την πορεία της προς την ψηφιακή εποχή ανατίθεται σε τρεις αρχές: Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μπορεί να λειτουργήσει αυτό το μοντέλο; Είναι το καταλληλότερο; Με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να μην έχει κανονιστικές αρμοδιότητες και να είναι υποχρεωμένο να αναμένει τις πρωτοβουλίες της Βουλής, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων να έχει κανονιστικές αρμοδιότητες αλλά να κινδυνεύει να ολισθήσει σε αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες (υπενθυμίζω εδώ πώς το Σύνταγμά μας, άρθρο 15 παρ. 2 αναφέρει επί λέξει ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει») και την Επιτροπή Ανταγωνισμού της οποίας οι ελεγκτικές αρμοδιότητες θα πρέπει να διευκρινισθεί πότε και πώς και με ποιού πρωτοβουλία ασκούνται τα πράγματα δεν φαίνονται αισιόδοξα.. Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες, πάντως, δεν τίθενται συνταγματικά ζητήματα) δύο αρχές είναι επιφορτισμένες με την πολιτική και τον έλεγχο της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς. Και είναι αλήθεια επίσης πως σε άλλες χώρες μία μόνον αρχή συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες. Υποθέτω πως στην πρώτη ενότητα της Ημερίδας μας θα έχουμε σημαντικές εισηγήσεις και μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τα θέματα των ρυθμιστικών αρχών.
Στη δεύτερη ενότητα της Ημερίδας θα θιγούν μερικά από τα σημαντικότερα θέματα/ προβλήματα στην πορεία προς τις ψηφιακές εκπομπές. Θέματα πάνω στα οποία η πολιτεία, είναι η αλήθεια, έχει καθυστερήσει να πάρει αποφάσεις. Το αποτέλεσμα είναι πως στο θέμα του μοντέλου συμπίεσης του τηλεοπτικού σήματος, για παράδειγμα, η μεν δημόσια τηλεόραση να προτιμά ένα σύστημα και οι ιδιωτικοί σταθμοί ένα άλλο. Το φαινόμενο θα είχε αποφευχθεί αν η πολιτεία εγκαίρως αποφάσιζε ποιο σύστημα είναι το επιθυμητό. Από τη σχετική απόφαση εξαρτάται βεβαίως και ο αριθμός των προγραμμάτων που θα χωρούν σε ένα δίαυλο. Καταλαβαίνει κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό για τον καθορισμό της αξίας του φάσματος.
Το κακό είναι πως και για πράγματα που σε πρώτη προσέγγιση μοιάζει να έχει πάρει η πολιτεία αποφάσεις βρίσκονται υπό αναθεώρηση. Αναφέρομαι στους χάρτες συχνοτήτων. Δεύτερες σκέψεις φαίνεται να επικρατούν καθώς μάλιστα μέρος του φάσματος που έχει διατεθεί (βάσει των υφιστάμενων χαρτών) στις τηλεοπτικές εκπομπές φαίνεται να ανήκει σ’ αυτό που σε ευρωπαϊκό επίπεδο θεωρείται (επιτρέψτε μου εδώ έναν αφαιρετικό συλλογισμό, ένα λογικό άλμα) ψηφιακό μέρισμα.
Δεν συζητώ την έλλειψη σχεδιασμού για τον τρόπο ανάπτυξης των ψηφιακών εκπομπών ούτε, φυσικά, για το γεγονός ότι η ενημέρωση του κοινού γίνεται τη ευγενή φροντίδα της Digea και όχι της πολιτείας.
Κι αυτό μας φέρνει στην Τρίτη ενότητα της Ημερίδας: Η μετάβαση από τις αναλογικές στις ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές αποτελεί σύνθετη διαδικασία με κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο που υπερβαίνει την τεχνική διαδικασία μετάβασης από τη μια τεχνολογία στην άλλη, καθώς
α) απαιτεί εξοπλισμό διαφορετικό από τον σήμερα χρησιμοποιούμενο τόσο από την πλευρά των παροχέων των υπηρεσιών (ραδιοτηλεοπτικών φορέων) όσο και από την πλευρά των καταναλωτών,
β) δημιουργεί νέες σχέσεις καταναλωτών και ΜΜΕ και
γ) λόγω του κόστους, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνίες δύο ταχυτήτων (στη δεύτερη θα ενταχθούν όσοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν –για οικονομικούς ή άλλους λόγους- να ακολουθήσουν και να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η νέα τεχνολογία.
Ο οικονομικός αντίκτυπος που αναφέρθηκε έχει σχέση με την τεχνική αναβάθμιση που απαιτείται για την υποστήριξη των ψηφιακών εκπομπών. Για τους παροχείς των υπηρεσιών αυτών, επενδύσεις στον εξοπλισμό εκπομπής είναι απαραίτητες και κοστίζουν.
Η μεγάλη πρόκληση βρίσκεται στη πλευρά της λήψης, τη πλευρά των καταναλωτών. Οι αναλογικοί δέκτες του σήμερα θα πρέπει να αντικατασταθούν από ψηφιακούς, το κόστος των οποίων είναι ακόμη υψηλό, ενώ ίσως απαιτηθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, και προσαρμογές στα σημεία σύνδεσης με το δίκτυο (παραβολικές κεραίες και καλωδιώσεις). Στο μεταξύ διάστημα απαραίτητοι είναι οι αποκωδικοποιητές. Οι τελικοί χρήστες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενισχύονται με δημόσιες επιδοτήσεις για ψηφιακό εξοπλισμό μέσω προγραμμάτων για το σύνολο του πληθυσμού ή απλώς συγκεκριμένες ομάδες (αγρότες κλπ), ενώ δεν έχει αποκλεισθεί και δραστική μείωση (ή και κατάργηση) του ΦΠΑ στον ψηφιακό εξοπλισμό.
Από την άλλη πλευρά, η απελευθέρωση μέρους του φάσματος με το πέρασμα στις ψηφιακές εκπομπές δημιουργεί νέες πηγές εσόδων για το δημόσιο. Η πώληση ή η ενοικίαση του απελευθερωμένου φάσματος σε διάφορους χρήστες (ραδιοτηλεοπτικές ή άλλες εταιρείες) φαίνεται να είναι σχετικά εύκολη καθώς νέες υπηρεσίες έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων μη γραμμικών.
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορεί να γίνουν αυτόματα. Απαιτείται σχεδιασμός και παρακολούθηση εφαρμογής. Από ανθρώπους αφοσιωμένους σ’ αυτό το έργο και γνώστες.
*Ο Ροδόλφος Μορώνης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Οπτικοακουστικών Μέσων (www.iom.gr) Το themediaproject.gr δημοσιεύει την εισαγωγική ομιλία του , όπως παρουσιάστηκε στην ημερίδα του ΙΟΜ της 30ης Νοεμβρίου 2010 με τίτλο «Ψηφιακή Τηλεόραση: Ρυθμίσεις και αρρυθμίες»
Ο ρόλος του ΙΟΜ, όπως καθορίζεται με το ΠΔ 172/1994 είναι η υποστήριξη της λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας στην αρμοδιότητα των οποίων υπάγονται τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ.
Στο ρόλο του αυτό έχει ανταποκριθεί με επιτυχία. Με μια σειρά πρωτοβουλιών τα τελευταία χρόνια έχει επισημάνει –εγκαίρως, θέλουμε να πιστεύουμε- τους τομείς, τις εξελίξεις και τα μέτρα που διαμορφώνονται και διαμορφώνουν το οπτικοακουστικό τοπίο του σήμερα και του αύριο.
Τρείς είναι οι τομείς που μας απασχολούν ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια: Η πορεία προς τις ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, το μέλλον του κινηματογράφου και η παιδεία στα ΜΜΕ.
Για το ψηφιακό μέλλον των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών που μας απασχολεί και σήμερα, οργανώσαμε μια ημερίδα με τίτλο «Ψηφιακή Τηλεόραση: Το αύριο είναι σήμερα» τον Φεβρουάριο του 2007. Στην Ημερίδα εκείνη είχαμε επισημάνει ότι οι καθυστερήσεις στη σύνταξη ενός οδικού χάρτη της πορείας προς τις ψηφιακές εκπομπές είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση αυθαιρέτων κατά το μοντέλο της, εντός εισαγωγικών, ανάπτυξης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ελαφρώς διαφορετική αλλά το ίδιο μακριά απ’ αυτούς που θα έπρεπε να είναι οι τελικοί στόχοι. Τα βήματα που έχουν γίνει είναι σπασμωδικά και δεν εγγυώνται ούτε την ομαλή πορεία προς το switch off, ούτε, βέβαια, τη σωστή εκμετάλλευση απ’ όλες τις πλευρές (τις ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις και την πολιτεία) των δυνατοτήτων που προσφέρονται.
Αποκαλυπτικό της σημασίας για τις πολιτείες και τους πολίτες τους που έχουν τα τεκταινόμενα σε σχέση με την ψηφιακή μετάβαση είναι και το Σημείο 1 του Ψηφίσματος Β5-0488/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το οποίο καλείται η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη «να καταστήσουν την ανάπτυξη και τη διαθεσιμότητα της ψηφιακής τηλεόρασης στο ευρύ κοινό κορυφαία προτεραιότητα της πολιτικής ατζέντας».
Στην έκκληση έχουν ανταποκριθεί πολλές χώρες και, βεβαίως, η Επιτροπή, που έχει εκπονήσει σειρά σχεδίων δράσης-στήριξης της αλλαγής και παροτρύνει συνεχώς τα κράτη-μέλη να βαδίσουν προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης της ψηφιακής τεχνολογίας. Μάλιστα, στο πλαίσιο του προγράμματος eEurope2005 είχε καλέσει τις χώρες μέλη να δημοσιεύσουν, ως το Δεκέμβριο του 2003, τις προθέσεις και τα σχέδιά τους αναφορικά με τη μετάβαση στις ψηφιακές εκπομπές.
Η χώρα μας, απ’ όσο μπόρεσα να ελέγξω, δεν έχει ακόμη γνωστοποιήσει επισήμως στην Επιτροπή τις προθέσεις της.
Η σημερινή Ημερίδα καλύπτει, πιστεύουμε, όλες τις πτυχές της ψηφιακής τηλεόρασης που απαιτούν την προσοχή μας:
Πρωτίστως, είναι φανερό ότι κανονιστικά/ρυθμιστικά πλαίσια θα πρέπει να δημιουργηθούν τόσο στον τομέα των υποδομών των επικοινωνιών όσο και των υπηρεσιών που θα παρέχονται μέσω αυτών. Η σύγκλιση των κλάδων των τηλεπικοινωνιών, των Μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες μετάδοσης θα πρέπει να διέπονται από ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο. Ως προς τις υπηρεσίες, είναι προφανές πως διαφορετικές ρυθμίσεις για κάθε μια απ’ αυτές θα πρέπει να προβλεφθούν.
Η διαχείριση του φάσματος, η διαχείριση των δικτύων, ο έλεγχος των προσφερόμενων υπηρεσιών, αλλά και οι αναγκαίες παρεμβάσεις για την ενθάρρυνση της μετάβασης χρίζουν κανόνων, ρυθμίσεων και μέτρων με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για ιδιωτικές επενδύσεις, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ώθηση της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, και, τέλος, την παροχή δυνατότητας σε όλους να μετάσχουν στην κοινωνία της πληροφορίας
Στην πατρίδα μας, με το Νόμο 3592/ 2007 ο έλεγχος της ραδιοτηλεόρασης κατά την πορεία της προς την ψηφιακή εποχή ανατίθεται σε τρεις αρχές: Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μπορεί να λειτουργήσει αυτό το μοντέλο; Είναι το καταλληλότερο; Με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να μην έχει κανονιστικές αρμοδιότητες και να είναι υποχρεωμένο να αναμένει τις πρωτοβουλίες της Βουλής, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων να έχει κανονιστικές αρμοδιότητες αλλά να κινδυνεύει να ολισθήσει σε αντισυνταγματικές πρωτοβουλίες (υπενθυμίζω εδώ πώς το Σύνταγμά μας, άρθρο 15 παρ. 2 αναφέρει επί λέξει ότι «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει») και την Επιτροπή Ανταγωνισμού της οποίας οι ελεγκτικές αρμοδιότητες θα πρέπει να διευκρινισθεί πότε και πώς και με ποιού πρωτοβουλία ασκούνται τα πράγματα δεν φαίνονται αισιόδοξα.. Η αλήθεια είναι πως σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες (στις οποίες, πάντως, δεν τίθενται συνταγματικά ζητήματα) δύο αρχές είναι επιφορτισμένες με την πολιτική και τον έλεγχο της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς. Και είναι αλήθεια επίσης πως σε άλλες χώρες μία μόνον αρχή συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες. Υποθέτω πως στην πρώτη ενότητα της Ημερίδας μας θα έχουμε σημαντικές εισηγήσεις και μια ουσιαστική συζήτηση γύρω από τα θέματα των ρυθμιστικών αρχών.
Στη δεύτερη ενότητα της Ημερίδας θα θιγούν μερικά από τα σημαντικότερα θέματα/ προβλήματα στην πορεία προς τις ψηφιακές εκπομπές. Θέματα πάνω στα οποία η πολιτεία, είναι η αλήθεια, έχει καθυστερήσει να πάρει αποφάσεις. Το αποτέλεσμα είναι πως στο θέμα του μοντέλου συμπίεσης του τηλεοπτικού σήματος, για παράδειγμα, η μεν δημόσια τηλεόραση να προτιμά ένα σύστημα και οι ιδιωτικοί σταθμοί ένα άλλο. Το φαινόμενο θα είχε αποφευχθεί αν η πολιτεία εγκαίρως αποφάσιζε ποιο σύστημα είναι το επιθυμητό. Από τη σχετική απόφαση εξαρτάται βεβαίως και ο αριθμός των προγραμμάτων που θα χωρούν σε ένα δίαυλο. Καταλαβαίνει κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό για τον καθορισμό της αξίας του φάσματος.
Το κακό είναι πως και για πράγματα που σε πρώτη προσέγγιση μοιάζει να έχει πάρει η πολιτεία αποφάσεις βρίσκονται υπό αναθεώρηση. Αναφέρομαι στους χάρτες συχνοτήτων. Δεύτερες σκέψεις φαίνεται να επικρατούν καθώς μάλιστα μέρος του φάσματος που έχει διατεθεί (βάσει των υφιστάμενων χαρτών) στις τηλεοπτικές εκπομπές φαίνεται να ανήκει σ’ αυτό που σε ευρωπαϊκό επίπεδο θεωρείται (επιτρέψτε μου εδώ έναν αφαιρετικό συλλογισμό, ένα λογικό άλμα) ψηφιακό μέρισμα.
Δεν συζητώ την έλλειψη σχεδιασμού για τον τρόπο ανάπτυξης των ψηφιακών εκπομπών ούτε, φυσικά, για το γεγονός ότι η ενημέρωση του κοινού γίνεται τη ευγενή φροντίδα της Digea και όχι της πολιτείας.
Κι αυτό μας φέρνει στην Τρίτη ενότητα της Ημερίδας: Η μετάβαση από τις αναλογικές στις ψηφιακές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές αποτελεί σύνθετη διαδικασία με κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο που υπερβαίνει την τεχνική διαδικασία μετάβασης από τη μια τεχνολογία στην άλλη, καθώς
α) απαιτεί εξοπλισμό διαφορετικό από τον σήμερα χρησιμοποιούμενο τόσο από την πλευρά των παροχέων των υπηρεσιών (ραδιοτηλεοπτικών φορέων) όσο και από την πλευρά των καταναλωτών,
β) δημιουργεί νέες σχέσεις καταναλωτών και ΜΜΕ και
γ) λόγω του κόστους, μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνίες δύο ταχυτήτων (στη δεύτερη θα ενταχθούν όσοι δεν θέλουν ή δεν μπορούν –για οικονομικούς ή άλλους λόγους- να ακολουθήσουν και να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες που τους προσφέρει η νέα τεχνολογία.
Ο οικονομικός αντίκτυπος που αναφέρθηκε έχει σχέση με την τεχνική αναβάθμιση που απαιτείται για την υποστήριξη των ψηφιακών εκπομπών. Για τους παροχείς των υπηρεσιών αυτών, επενδύσεις στον εξοπλισμό εκπομπής είναι απαραίτητες και κοστίζουν.
Η μεγάλη πρόκληση βρίσκεται στη πλευρά της λήψης, τη πλευρά των καταναλωτών. Οι αναλογικοί δέκτες του σήμερα θα πρέπει να αντικατασταθούν από ψηφιακούς, το κόστος των οποίων είναι ακόμη υψηλό, ενώ ίσως απαιτηθούν, σε κάποιες περιπτώσεις, και προσαρμογές στα σημεία σύνδεσης με το δίκτυο (παραβολικές κεραίες και καλωδιώσεις). Στο μεταξύ διάστημα απαραίτητοι είναι οι αποκωδικοποιητές. Οι τελικοί χρήστες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενισχύονται με δημόσιες επιδοτήσεις για ψηφιακό εξοπλισμό μέσω προγραμμάτων για το σύνολο του πληθυσμού ή απλώς συγκεκριμένες ομάδες (αγρότες κλπ), ενώ δεν έχει αποκλεισθεί και δραστική μείωση (ή και κατάργηση) του ΦΠΑ στον ψηφιακό εξοπλισμό.
Από την άλλη πλευρά, η απελευθέρωση μέρους του φάσματος με το πέρασμα στις ψηφιακές εκπομπές δημιουργεί νέες πηγές εσόδων για το δημόσιο. Η πώληση ή η ενοικίαση του απελευθερωμένου φάσματος σε διάφορους χρήστες (ραδιοτηλεοπτικές ή άλλες εταιρείες) φαίνεται να είναι σχετικά εύκολη καθώς νέες υπηρεσίες έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων μη γραμμικών.
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορεί να γίνουν αυτόματα. Απαιτείται σχεδιασμός και παρακολούθηση εφαρμογής. Από ανθρώπους αφοσιωμένους σ’ αυτό το έργο και γνώστες.
*Ο Ροδόλφος Μορώνης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Οπτικοακουστικών Μέσων (www.iom.gr) Το themediaproject.gr δημοσιεύει την εισαγωγική ομιλία του , όπως παρουσιάστηκε στην ημερίδα του ΙΟΜ της 30ης Νοεμβρίου 2010 με τίτλο «Ψηφιακή Τηλεόραση: Ρυθμίσεις και αρρυθμίες»