του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο, με την άδεια του συγγραφέα)
Το λιβάνισμα ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης από τον πρωθυπουργό του ονόματος της νέας Προέδρου.
Πρώτη αφορμή ότι είναι… γυναίκα. Αλλά τι άλλο μπορεί να κρύβει αυτή η σαγήνη που επιδεικτικά δηλώνουν ορισμένοι ότι τους προκάλεσε ο πρωθυπουργός εκ του γεγονότος ότι επέλεξε γυναίκα αν όχι ότι, τελικά, στο δικό τους έκπληκτο σύστημα αξιών, η γυναίκα μπορεί να μοιάζει πολύ με τον… άνθρωπο;
Τόσο γλείφτες είναι που ούτε καν περνάει από το μυαλό τους: Αυτό το λίγωμα των επαίνων τους ότι «είναι γυναίκα» δεν συνιστά αναγνώριση. Το αντίθετο: Συνιστά μέγιστη προσβολή προς τις γυναίκες.
Πρώτον, διότι είναι οι ίδιες οι γυναίκες που γνωρίζουν την ανισότητα που βασιλεύει γύρω τους και ότι καμία βιτρίνα εξωραϊσμού δεν αρκεί για να την κρύψει.
Δεύτερον, γιατί αν τα δημόσια αξιώματα αντανακλούσαν στις ταξικές κοινωνίες την πραγματική ζωή, τότε οι μαύροι δεν θα δολοφονούνταν σαν τα κοτόπουλα ο ένας μετά τον άλλον από τους μπάτσους στην Αμερική του Ομπάμα και οι γυναίκες θα είχαν λύσει τα θέματα για τα οποία πανηγυρίζουν τα λιβανιστήρια από τότε που έγινε πρωθυπουργός η Θάτσερ, καγκελάριος η Μέρκελ και Παναγία η Μητέρα του Ιησού.
Τρίτον, διότι το θέμα δεν είναι το γυναίκα ή άνδρας. Το θέμα είναι να είσαι άξιος άνθρωπος. Ανθρωπος. Αξιος. Και ικανός. Και στην πολιτική το κύριο γύρω από το «άξιος» και «ικανός» είναι το «για ποιόν» θέτεις σε δράση την αξιοσύνη και τις ικανότητές σου.
Ειδάλλως, αν αρκούσε το γυναίκα (ή το άνδρας), τότε η κυρία Μπακογιάννη θα έπρεπε να έχει ανακηρυχθεί άνευ αντιλόγου η σπουδαιότερη υπουργός Εξωτερικών, η κυρία Κωνσταντοπούλου η καταπληκτικότερη πρόεδρος της Βουλής και η κυρία Τασία Χριστοφιλοπούλου η σημαντικότερη πολιτικός, απλά και μόνο επειδή είναι… γυναίκες.
Τα λιβανιστήρια το μόνο που καταφέρνουν στο όνομα της εξύμνησης του «μηνύματος που εκπέμπει η επιλογή Μητσοτάκη να επιλέξει γυναίκα» είναι να ομολογούν ότι μπροστά στην πραγματικότητα των ανισοτήτων το μόνο που έχουν να αντιτάξουν είναι το άδειο πουκάμισο των συμβολισμών.
Δεύτερη αφορμή για το λιβάνισμα είναι η δικαστική ιδιότητα της νέας Προέδρου. Αλλά και εδώ, τα λιβανιστήρια – που είναι και λάτρεις της «διάκρισης» των εξουσιών – μπαρουφολογούν. Ασυστόλως. Εκτός αν μέσα από τις μισές… μνήμες τους ομολογούν μια ολόκληρη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, το τι θεωρείται δίκαιο και το πώς αυτό απονέμεται, δεν είναι, τελικά, και τόσο «ανεξάρτητο» από το πλαίσιο εντός του οποίου απονέμεται.
Με άλλα λόγια – που καμία σχέση δεν έχουν με την επαγγελματική επάρκεια και επιστημονική διαδρομή της νέας Προέδρου, αλλά με το αποτύπωμα αυτής της διαδρομής στην κοινωνία – καλό και έντιμο είναι να μην λογοκρίνει κανείς τα γεγονότα. Και να αναφέρεται σε όλα. Οπου «όλα» σημαίνει ότι εδώ έχουμε το ίδιο προσωπο που ως δικαστής
- τάχθηκε υπέρ της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, αλλά και κατά της αφαίρεσης της εικόνας του Χριστού από τις αίθουσες των δικαστηρίων,
- τάχτηκε υπέρ της ακύρωσης της εκτροπής του Αχελώου, αλλά και κατά των δήμων για την εγκατάσταση ΧΥΤΑ σε Κερατέα και Γραμματικό (2012),
- τάχτηκε υπέρ της διατήρησης των προσφυγικών στην Αλεξάνδρας, αλλά και υπέρ της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές ((2012, 2015),
- τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου για την ιθαγένεια των παιδιών των νόμιμων μεταναστών, αλλά και υπέρ της αθώωσης του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στην δίκη για την Λίστα Λαγκάρντ (2015).
Και φυσικά στο «όλα» που το λιβάνι επιδιώκει να θολώσει είναι ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ως δικαστής έχει ψηφίσει (Ενυπεκκ, 16/1/2020)
- υπέρ των περικοπών του α’ Μνημονίου (απόφαση 668/2012 Ολομέλειας ΣτΕ),
- υπέρ των περικοπών του β’ Μνημονίου και του «νόμου Βρούτση» (ως μειοψηφία στην απόφαση 2287/2015 Ολομέλειας ΣτΕ που δικαίωσε τους συνταξιούχους),
- υπέρ της συνταγματικότητας του PSI («κούρεμα») που ρήμαξε τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων (απόφαση 1116/2014 Ολομέλειας ΣτΕ),
- υπέρ της κατάργησης των Δώρων των δημοσίων υπαλλήλων (απόφαση 1307/2019 Ολομέλειας ΣτΕ).
Εν ολίγοις, τα Μνημόνια που επέβαλαν και εφάρμοσαν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με τα οποία κόπηκαν ο 13ος και 14ος μισθός, η 13η και η 14η σύνταξη, η κυρία Σακελλαροπούλου – που τα κόμματα αυτά θα την ψηφίσουν για Πρόεδρο – τα έχει υπερψηφίσει και κρίνει σαν νόμιμα, συνταγματικά, δίκαια και αναγκαία…
Αυτά είναι τα δεδομένα. Όπως δεδομένο είναι, επίσης, ότι, (όπως καταγράψαμε και στην Realnews https://www.real.gr/real_editors_nikos_mpogiopoulos/ ) για μια ακόμα φορά στην πολιτική ιστορία του τόπου η αλλαγή στην Προεδρία της Δημοκρατίας συνοδεύτηκε από ηχηρές διακηρύξεις για την «ενότητα του έθνους», τη «νέα πορεία», τους «υψηλούς συμβολισμούς», μαζί με τις συνήθεις δηλώσεις για τον σεβασμό στον ρόλο του Προέδρου και άλλα τέτοια παρόμοια.
Ωστόσο, όποιος στοιχειωδώς παρακολούθησε τον χειρισμό της υπόθεσης δύσκολα θα διαφωνήσει ότι και αυτή η εκλογή αποτέλεσε αντικείμενο ενός εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού εντυπώσεων και αντεγκλήσεων, που βασικά ικανοποιεί μια επιλογή: Την επιλογή του κ. Μητσοτάκη για περαιτέρω «πρωθυπουργοποίηση» του πολιτικού συστήματος.
Επί της ουσίας, λοιπόν:
Η αξία της προσωπικότητας (μεγαλύτερη ή μικρότερη, υπαρκτή ή ανύπαρκτη) είναι πάντα υποδεέστερη του προσδιορισμένου, καθορισμένου και δεδομένα αμετάβλητου πλαισίου εντός του οποίου καλείται να επιδείξει τις αρετές και τις δυνατότητές της ή να καταγράψει τις αδυναμίες της.
Από αυτό το πολιτικό αξίωμα δεν εξαιρείται ο θεσμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Που σημαίνει ότι καμία αντιλαϊκή πολιτική δεν μεταμορφώνεται σε «φιλολαϊκή» πολιτική όσο ικανός ή λιγότερο ικανός είναι εκείνος/η που την πρωτοκολλεί.