Ανάμεσα στα πολλά που οφείλουμε στις «πλατείες» είναι και ότι το αίτημά τους για «πραγματική δημοκρατία» κάνει να φαίνεται ανεκδοτολογική η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» ως πρώτο και ύστατο μέσο υποστήριξης κάθε εξωφρενικής πολιτικής. Τελευταίο κρούσμα, εδώ, η κομψή προτροπή του υπουργείου Εξωτερικών προς τους ακτιβιστές του στολίσκου αλληλεγγύης στη Γάζα: καλύτερα να μην πάτε, διαμηνύει σε ανακοίνωσή του προς τους έλληνες συμμετέχοντες, διότι εξωτερική πολιτική κάνουμε εμείς και το εθνικό συμφέρον αυτή τη στιγμή επιτάσσει την ελληνοϊσραηλινή συνεργασία. Αν πάτε –συνεχίζει με δικά του λόγια- μπορεί και να μη γυρίσετε, όπως πέρσι οι εννέα.

Μολονότι λιτή και σαφής, η ανακοίνωση θέτει τουλάχιστον τρία ζητήματα:

α) στο όνομα του εθνικού συμφέροντος, η ελληνική κυβέρνηση αρνείται να προβεί στις στοιχειώδεις διπλωματικές ενέργειες, ώστε να μην κινδυνέψει η ζωή ελλήνων πολιτών ως εκ της συμμετοχής τους και μόνο σε μια ειρηνική διεθνή αποστολή•

β) ούτε λίγο ούτε πολύ, οι συμμετέχοντες σε μια διεθνή αποστολή αφήνεται να εννοηθεί ότι υπηρετούν άλλα συμφέροντα, ξένα με το «εθνικό», ενώ –πάντα κατά το υπουργείο- ο ανθρωπισμός που διακηρύσσουν δεν μπορεί να εκφραστεί στην ουσία του με τέτοιες ενέργειες• το λέει και ο ΟΗΕ.

γ) ο γεωπολιτικός «ορθολογισμός» της ελληνικής κυβέρνησης, που μαρτυρά η συγκεκριμένη ανακοίνωση, αντανακλά την «ιδιάζουσα» σχέση (για να μην πω κραυγαλέο χάσμα) που είχε πάντα η ελληνική εξωτερική πολιτική με το περί δικαίου αίσθημα στην ελληνική κοινωνία – τελικά: με την ίδια τη δημοκρατία.

Το πρώτο ζήτημα είναι προφανές, αξίζει λοιπόν να ασχοληθούμε με τα άλλα δύο.

Η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν ήταν ποτέ πεδίο θριάμβου της δημοκρατικής διαβούλευσης. Αντίθετα, η εθνική ασφάλεια και το εθνικό συμφέρον χρησιμοποιούνταν παντού και πάντα από τους κυβερνώντες ως ιδεολογικά σκιάχτρα, προκειμένου τα «άγια των αγίων» της κρατικής εξουσίας να τηρούνται απροσπέλαστα και οι διαφωνούντες να παρακάμπτονται με συνοπτικές διαδικασίες ως (γεω)πολιτικά αφελείς ή να στιγματίζονται ως μειωμένης εθνικής ευθύνης. Αν, όπως συμβαίνει με την Παλαιστίνη, αυτό μπορεί να γίνεται σήμερα και με την κάλυψη του ΟΗΕ, ακόμα καλύτερα.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ελληνική περίπτωση, δεν είναι η πρώτη φορά που εκδηλώνεται αυτή η αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής: οι κατά περίσταση ερμηνευτές του εθνικού συμφέροντος, είτε θα αδιαφορούν πλήρως για τις διαθέσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας, είτε οι διαθέσεις αυτές θα είναι τόσο «κρατικοποιημένες», ώστε μειοψηφίες που θα αντιδρούν στην κυρίαρχη πολιτική από αντιπολεμικές-φιλειρηνικές θέσεις, θα αντιμετωπίζουν την πιο δυσανεκτική όψη της δημοκρατίας. Κάπως έτσι, λοιπόν, τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική κοινωνία μπορούσε να είναι η πιο αντιαμερικανική στην Ευρώπη και ταυτόχρονα η ελληνική κυβέρνηση να απαγορεύει (ως δυσφημιστική για τη χώρα…) τη διαδήλωση κατά της επίσκεψης Κλίντον ή να κερδίζει την ευγνωμοσύνη του Μπους για την ελληνική συμβολή στη «Αντιτρομοκρατική Διεθνή»• από την άλλη πλευρά,  οποιοσδήποτε μπορούσε προ εικοσαετίας να καλεί ως και σε πόλεμο με το «κρατίδιο των Σκοπίων», αλλά να ισχυρίζεται κάποιος την ίδια περίοδο ότι «οι γειτονικοί λαοί δεν είναι εχθροί μας», επέσειε μέχρι και τη δικαστική του δίωξη.

Αναμενόμενος ο αντίλογος: δεν είναι άραγε η εξωτερική πολιτική μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να ασκείται από τρίτους, εκτός από τις κυβερνήσεις και τους εμπειρογνώμονες; Πράγματι είναι. Υπάρχουν, ωστόσο, τρεις κρίσιμες παράμετροι:

Πρώτον, τόσο γενικά όσο και ειδικότερα στους καιρούς που διανύουμε, σοβαρή υπόθεση για μια χώρα είναι επίσης η οικονομική της πολιτική, η πολιτική για τη μετανάστευση, η εκπαιδευτική πολιτική, η πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος. Η γενίκευση της άποψης ότι το κράτος κατέχει το μονοπώλιο της πολιτικής (γενίκευση που δεν είναι υποθετική: επιχειρείται σήμερα, όταν π.χ. η Βουλή αυτοκαταργείται για να εφαρμοστεί – χάριν του «εθνικού συμφέροντος» – το Μνημόνιο) αποτελεί συνθήκη που, επιεεικώς, δεν προάγει τη δημοκρατία. Για να το πω και διαφορετικά: δεν υπάρχει εκδοχή εθνικού συμφέροντος, στην οποία να μην επισυνάπτονται συγκεκριμένες αξίες και συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα• οι μονότονες επικλήσεις του εθνικού συμφέροντος, ωστόσο, αντί να προφυλάξουν κάποια έννοια συνολικού συμφέροντος, στην πραγματικότητα επιχειρούν να κλείσουν πριν καν ανοίξει τη συζήτηση για τις αξίες και τα επιμέρους συμφέροντα που το νοηματοδοτούν.

Δεύτερον, τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια, οι απόψεις για το τι συνιστά «εθνικό συμφέρον» έχουν υπαγορεύσει άλλες τόσες εκδοχές εξωτερικής πολιτικής:
 
–    Τη δεκαετία του ’90, και επί υπουργίας Σαμαρά, το υπουργείο Εξωτερικών οργάνωνε την καθ’ημας σκοπιανοφαγία με πολεμοχαρείς διαδηλώσεις και άλλα συναφή• σήμερα, παρά τις περιστασιακές εξάρσεις διαφόρων, η πολιτική της ωμής ισχύος επί του «κρατιδίου» αποτελεί (δυσάρεστη) ανάμνηση.
–    Μέχρι τις αρχές του ’80, ΕΟΚ, ΝΑΤΟ και «τουρκική αδιαλλαξία» αποτελούσαν το απέναντι στρατόπεδο• ήταν η περίοδος που τις κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ κοσμούσαν κάδρα με φωτογραφίες του Αραφάτ. Την τελευταία δεκαπενταετία, όμως, είναι το ελληνικό κράτος είναι ο «γεφυροποιός» Βαλκανίων και Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε τροχιά πολύ διαφορετική από τα χρόνια των Ιμίων, ενώ σήμερα το ΠΑΣΟΚ προωθεί τη διεθνή συνεργασία με το Ισραήλ – μια πολεμική, δηλαδή, οικονομία και ένα κράτος στο επίκεντρο της βίαιης αντιπαράθεσης στη Μέση Ανατολή.

Το συμπέρασμα είναι προφανές: η εξωτερική πολιτκή δεν αποτελεί παρακλάδι της θεολογίας. Είναι και αυτή …πολιτική, διαμορφώνεται δηλαδή μέσα από αντιπαρατιθέμενες απόψεις και μεταβάλλεται στο χρόνο – όποιες ερμηνείες περί εθνικού συμφέροντος και αν επιστρατεύονται κάθε φορά για να νομιμοποιηθεί η εκάστοτε άποψη.

Τρίτο και τελευταίο: μια διεθνής αποστολή είναι εξ ορισμού αδύνατο να υποκαθιστά έναν εθνικό-κρατικό φορέα (εν προκειμένω: το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών). Οι ακτιβιστές του Στολίσκου, όμως, δεν διεκδικούν άλλο από την επισήμανση μιας εγκληματικής αδικίας που η «Διεθνής Κοινότητα» επί χρόνια ανέχεται. Υπάρχουν, λοιπόν, κάποια όρια στην υποκρισία. Γιατί είναι υποκριτικό για τους κυβερνώντες, από τη μια να θεωρούν ότι η «κοινωνία των πολιτών» είναι το οξυγόνο για τις σύγχρονες δημοκρατίες, αλλά να της δίνουν τα εύσημα αυτά μόνο όταν οι απόψεις και η δράση της αποτελούν προέκταση των κρατικών σχεδιασμών. Και είναι προκλητικό για τους ίδιους, να αντιμετωπίζουν ως θεμιτές τις παρεμβάσεις –στην οικονομία ή την πολιτική– της Διεθνούς των Τραπεζιτών ή αξιωματούχων υπερεθνικών οργανισμών χωρίς καμιά κοινωνική νομιμοποίηση, ενώ την ίδια στιγμή μέμφονται ως «ανεύθυνες» ή οιονεί επικίνδυνες πρωτοβουλίες σαν του Free Gaza, η μόνη «σκοπιμότητα» των οποίων είναι η αλληλεγγύη στο σύγχρονο Δαβίδ.

Για όλους αυτούς τους λόγους, όσοι ανησυχούν στα σοβαρά για το «εθνικό συμφέρον», ας αναλογιστούν την παραδειγματική στάση της Haneen Zoabi, βουλευτή του ισραηλινού Κοινοβουλίου και συμμετέχουσας στην πρώτη αποστολή του Στόλου της Ελευθερίας. Η προάσπιση του εθνικού συμφέροντος, όπως έξοχα μας έδειξε αυτή, δεν περνά αναγκαστικά από τη συγκάλυψη της ωμότητας.