Μία μόλις μέρα μετά την προσωρινή αποφυλάκισή του στις 13 Νοεμβρίου, ο Σέσελι καλεί τους σέρβους «πατριώτες» να διαδηλώσουν ενάντια στις προσπάθειες της κυβέρνησης για ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Πράγματι, την επομένη, περισσότεροι από 3.000 Σέρβοι (5.000 σύμφωνα με το Reuters) συμμετέχουν στην αντικυβερνητική διαδήλωση του ηγέτη του ακροδεξιού Ριζοσπαστικού Κόμματος, που αγωνίζεται για τη «Μεγάλη Σερβία».   
 
«Όταν δολοφονήθηκε ο Τζίντζιτς χάρηκα και δεν ντρέπομαι να το πω», δήλωσε στην πρώτη συνέντευξη Τύπου μετά την επιστροφή του. «Ο σερβικός λαός ελευθερώθηκε από ένα προδότη και μαφιόζο», συμπλήρωνε για τον πρώην φιλοδυτικό πρωθυπουργό, που έστειλε στη Χάγη τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Στο ίδιο ύφος και οι δηλώσεις του για τους Βούτσιτς και Νίκολιτς, πρωθυπουργό και πρόεδρο της Σερβίας αντίστοιχα, που αποχώρησαν το 2008 από το κόμμα του για να ιδρύσουν το φιλοευρωπαϊκό Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα. 
 
«Όταν θα με καλέσουν από το δικαστήριο της Χάγης δεν θα επιστρέψω, αλλά ούτε θα κρυφτώ. Θα περιμένω να διατάξουν τη σύλληψή μου ο Νίκολιτς και ο Βούτσιτς. Αυτό θα αποτελέσει ιστορικό και νομικό παράδοξο οι άλλοτε συνεργάτες μου, οι οποίοι ήταν συνένοχοι στα εγκλήματα πολέμου και στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, να με συλλαμβάνουν για να με παραδώσουν στη Χάγη».
 
Ο Σέσελι ξεκαθάρισε πως πρωταρχικός πολιτικός στόχος του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος είναι η συσπείρωση της εθνικιστικής Δεξιάς και η ανατροπή των Νίκολιτς και Βούτσιτς, ενώ τόνισε πως αν επιχειρήσουν να τον συλλάβουν, θα οργανωθούν μαζικές διαδηλώσεις, χωρίς βέβαια τη χρήση βίας.
 
 
«Η Σερβία περιμένει τον Σέσελι», Νόβι Σαντ, πρωτεύουσα της Βοϊβοντίνα στη βόρεια Σερβία
 
Ο Βόισλαβ Σέσελι κατηγορείται για στρατολόγηση, χρηματοδότηση και υποκίνηση υποστηρικτών του σε διάπραξη φόνου, εθνοκάθαρσης και άλλων εγκλημάτων πολέμου στη Βοσνία, την Κροατία και τη σερβική Βοϊβοντίνα, από το 1991 μέχρι το 1994. Ίδρυσε το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα το 1990 (στις εκλογές του ’92 συγκέντρωσε το 27% των ψήφων) και από το 1998 έως το 2000, υπηρέτησε  ως αναπληρωτής πρωθυπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Μιλόσεβιτς.  
 
Το 2003 παρουσιάστηκε οικειοθελώς στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) , υποστηρίζοντας ότι θέλει να δικαστεί. Στόχος του ήταν να κερδίσει «αυτό το πολιτικό δικαστήριο που καταπατά το διεθνές δίκαιο». Δύο μέρες πριν, είχε επανεκλεγεί θριαμβευτικά πρόεδρος του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Στη νικητήρια ομιλία του, που είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, δήλωνε, μεταξύ άλλων: «Είμαι υπερήφανος που υπερασπίζομαι τα συμφέροντα περισσότερων από 10.000 εθελοντών, που πολέμησαν για έναν ιερό σκοπό στο μέτωπο».

Ως καθηγητής Νομικής και έχοντας κάνει το διδακτορικό του σε ηλικία μόλις 25 ετών – ο νεότερος στην ιστορία της πρώην Γιουγκοσλαβίας – ο Σέσελι ανέλαβε ο ίδιος την υπεράσπισή του. Η ζωντανή μετάδοση της δίκης του στη Σερβία, μάλιστα, τα πρώτα χρόνια, του προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία για το σόου, που φαίνεται πως είχε προετοιμάσει στο μυαλό του πριν παραδοθεί. Κάπως έτσι, κατόρθωσε να διατηρήσει ζωντανή τη δημοτικότητα του.

 
Η ετυμηγορία της Χάγης επρόκειτο κανονικά να ανακοινωθεί τον Οκτώβριο του 2013. Ωστόσο έπειτα από αίτηση εξαίρεσης, έπρεπε να αντικατασταθεί ένας δικαστής, με την απόφαση, μέχρι σήμερα, να εκκρεμεί. Διαγνωσμένος με καρκίνο, ο Σέσελι επέστρεψε προσωρινά στο Βελιγράδι, μετά από 12 χρόνια φυλακής στην Ολλανδία, βρίσκοντας ενθουσιώδεις υποστηρικτές, αλλά και νέους συσχετισμούς δυνάμεων. 

 
Πηγές: Radio Free Europe RFE/RL, Deutsche Welle, Euronews, B92