Τρεις νύχτες βίαιων συγκρούσεων έζησε η Βόρεια Ιρλανδία, κατά τις ημέρες εορτασμού του ρωμαιοκαθολικού Πάσχα – βίας που ξεκίνησε από τους προτεστάντες. Νεαροί προτεστάντες, εκ των Ενωτικών (Loyalists, Unionists), των υποστηρικτών της ενότητας με τη Μεγάλη Βρετανία, προέβησαν σε βίαιες διαμαρτυρίες με αφορμή την επέτειο της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement), που έδωσε τέλος στην βία, και υπεγράφη στις 10 Απριλίου του 1998. 

Παράλληλα, η φετινή χρονιά είναι κρίσιμη, και θα μπορούσε να υποβοηθήσει και νέες βίαιες συγκρούσεις τον ερχόμενο μήνα, καθώς στις 3 Μάη του 2021 κλείνουν 100 χρόνια από την συμφωνία που επέφερε τη διάσπαση της Ιρλανδία και άφησε σε βρετανικά χέρια έξι επαρχίες της χώρας, στο βορρά. 

Οι Ενωτικοί που ενεπλάκησαν στα επεισόδια, κυρίως νεαροί, αντιδρούν στο Brexit, που θεωρούν ότι παραβιάζει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά η βία πυροδοτήθηκε και από την απόφαση της αστυνομίας του Μπέλφαστ να μην τιμωρήσει όσους – σπάζοντας τα μέτρα κατά της πανδημίας- μετέβησαν και παρακολούθησαν την κηδεία του κορυφαίου στελέχους του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), Μπόμπι Στόρυ, τον Ιούνιο του 2020.  Στην κηδεία είχαν παραστεί χιλιάδες πολίτες όπως και βουλευτές και ηγετικά στελέχη του Σιν Φέιν, κάποτε πολιτικού σκέλους του IRA, αγνοώντας πλήρως τα αυστηρά μέτρα. Οι αποφάσεις για τη μη δίωξη ελήφθησαν την 1η Απριλίου 2021. 

Οι νεαροί, όπως και οι ηγέτες των κομμάτων των Ενωτικών, έχουν ζητήσει την  παραίτηση του αρχηγού της Αστυνομίας, Σάιμον Μπερν, διότι δεν επέβαλε τα πρόστιμα που προβλέπονταν. Στα επεισόδια, αστυνομικά αυτοκίνητα και αστυνομικοί ήταν οι κύριοι στόχοι των μολότοφ. Συνελήφθησαν οκτώ άτομα, μεταξύ τους και τρεις ανήλικοι 12, 14 και 17 ετών.

Αν και η βία δεν πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις και θεωρήθηκε αντίδραση «κάποιων ακραίων», αναλυτές εκτιμούν ότι δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι ηγέτες των Ενωτικών, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτε για να σταματήσουν τους νεαρούς και δεν προέβησαν σε καμμία καταδικαστική ή έστω κατευναστική των πνευμάτων δήλωση. Οι ίδιοι αναλυτές βλέπουν στα επεισόδια την πρώτη πράξη μιας νέας συγκρουσιακής κατάστασης, που ήδη είχε αρχίσει να εμφανίζεται με την υπερψήφιση του Μπρέξιτ, οπότε και πολλοί θύμιζαν το Ιρλανδικό ζήτημα. Ο Ντέηβιντ Κάμπελ, πρόεδρος του συμβουλίου των Ενωτικών Κοινοτήτων, μάλιστα, παραδέχθηκε εν μέσω επεισοδίων ότι «είναι πολύ εύκολο τα πράγματα να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο.. αν δεν ήταν η πανδημία θα είμασταν όλοι στους δρόμους». 

Η συμφωνία με την ΕΕ, στο πλαίσιο του Brexit, για τους συνοριακούς ελέγχους μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Βρετανίας έχουν προξενήσει εξ αρχής τις αντιδράσεις των Ενωτικών και η εφαρμογή της θεωρείται πρόκληση. Τα κόμματα των Ενωτικών ήδη ετοιμάζονται να προσφύγουν δικαστικά κατά της συμφωνίας ακριβώς γιατί θεωρούν ότι η ύπαρξη συνόρου και τελωνειακών ελέγχων στην Ιρλανδική Θάλασσα αποτελεί παραβίαση των προβλέψεων της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, καθώς δημιουργεί ντε φάκτο σύνορα μεταξύ Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, οπότε αλλάζει και τη σχέση της Βορείου Ιρλανδίας με τη Βρετανία, αφού τοποθετεί φραγμούς μεταξύ τους.

Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, οι αρχιτέκτονες της οποίας τιμήθηκαν και με το Νόμπελ Ειρήνης, υπεγράφη από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, την κυβέρνηση της Βρετανίας και όλα τα κεντρικά στη σύρραξη πολιτικά κόμματα της Βορείου Ιρλανδίας. Προέβλεπε τον τρόπο διακυβέρνησης της Βορείου Ιρλανδίας,  με τη συμμετοχή Ενωτικών και Δημοκρατικών (Republicans, Ρωμαιοκαθολικοί), και επίσης ότι το καθεστώς της Βορείου Ιρλανδίας μπορεί να αλλάξει [Ένωση με Ιρλανδία] μόνο εάν το επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών της.

Αυτή η αρχή ήδη έχει δώσει βήμα, αμέσως μετά το Brexit, σε μια μεγάλη και επίπονη δημόσια συζήτηση για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ένα από τα μικρά ενωτικά κόμματα που τότε δεν σύμφωνησαν και δεν συνυπέγραψαν τη συμφωνία ήταν το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (Democratic Unionist Party, DUP) που ωστόσο σήμερα είναι το μεγαλύτερο κόμμα από την πλευρά των Ενωτικών. Το DUP, υπό την ηγεσία του εμπαθούς Ίαν Πέισλυ, είχε αποχωρήσει των συζητήσεων λόγω της συμμετοχής του Σιν Φέιν. 

Οι φωνές που ζητούν δημοψήφισμα δεν είναι καινούριες. Ήδη από το 2016, με το δημοψήφισμα στη Βρετανία για την έξοδο από την ΕΕ, ο ηγέτης του Σιν Φέιν στη Β. Ιρλανδία, ισχυρός πολιτικός άνδρας και πρώην στρατηγικός νους του IRA, ο Μάρτιν ΜακΓκίνες, ζητούσε προσφυγή στη λαϊκή ψήφο, σε δημοψήφισμα, ώστε να αποφασιστεί αν θα έπρεπε η Βόρεια Ιρλανδία να αποχωρήσει από τη Βρετανία και να ενωθεί με την Ιρλανδία, παραμένοντας έτσι στην ΕΕ.

Είχε στα χέρια του τα στατιστικά στοιχεία που έδειχναν ότι άνω του 56% των βορειοϊρλανδών είχε ψηφίσει υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γνώριζε ότι αυτό το 56% θα προτιμούσε την ένωση με την Ιρλανδία. Και δεν είχε καμμία αμφιβολία για την ψήφο του λαού της ελεύθερης Ιρλανδία, που επίσης θα κληθεί να ψηφίσει σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα, σύμφωνα με το σχετικό πρωτόκολλο της Συμφωνίας. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι το δημοψήφισμα αυτό μπορεί να το αποφασίσει ο υπουργός Εσωτερικών της Βρετανίας και μόνον και προβλέπεται να το κάνει «αν τα στοιχεία δείχνουν ότι η πλειοψηφία επιθυμεί την ένωση με την Ιρλανδία» – εξ ου και η παρέμβαση ΜακΓκίνες το ’16. 

Ο Μάρτιν ΜακΓκίνες πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το 2017, αλλά το ερώτημα που έθεσε παραμένει ολοζώντανο. Η δημόσια συζήτηση δεν έχει κοπάσει και έγινε ακόμη πιο έντονη μετά την επίτευξη της συμφωνίας Βρετανίας – ΕΕ. Η ανάλογη στάση της Σκωτίας, και η ήδη ανοικτή και εκεί συζήτηση για νέο δημοψήφισμα, όπως και η αύξηση του αυτονομιστικού ρεύματος στην Ουαλία, μόνο τροφοδοτεί τις εντάσεις. 

Με δεδομένη την όλο και πιο πιθανή προσφυγή σε δημοψήφισμα στη Βόρειο Ιρλανδία, όπως είχε προτείνει ο ΜακΓκίνες, είναι λογικό οι Ενωτικοί – για δεκαετίες τα προνομιούχα και χαϊδεμένα παιδιά της βρετανικής αποικιοκρατίας-  να αισθάνονται προδομένοι από την κεντρική κυβέρνηση. Οι ηγέτες τους έχουν επανειλημμένα καταδικάσει τη συμφωνία Βρετανίας – ΕΕ ως «άνοιγμα του δρόμου για μια Ενωμένη Ιρλανδία», κάτι που θεωρούν τελική ήττα. 

Παρ’ ότι η επιθυμία για ένωση με την Ιρλανδία, προ Brexit, δεν συγκέντρωνε πλειοψηφία της τάξης του 50% στις σχετικές δημοσκοπήσεις, το κλίμα έχει φανερά αλλάξει μετά το Brexit, σύμφωνα με τους αναλυτές. Είναι ενδεικτικό ότι στις τελευταίες βρετανικές εκλογές η Βόρεια Ιρλανδία εξέλεξε εννέα Δημοκρατικούς και οκτώ Ενωτικούς βουλευτές ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί αποτελούν, πλέον, και την απόλυτη πλειοψηφία των κατοίκων. Παράλληλα, το 2022 είναι χρονιά ανάδειξης τοπικού βορειοϊρλανδικού κοινοβουλίου και όλα δείχνουν ότι για πρώτη φορά πρώτο κόμμα θα είναι το Σιν Φέιν, του οποίου το αδελφό κόμμα στην ελεύθερη Ιρλανδία ήδη ζητεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος «εντός πενταετίας», την ώρα που και οι βορειοϊρλανδοί  εκτιμούν δημοψήφισμα, λόγω των πληθυσμιακών και πολιτικών ανακατατάξεων, το 2025.