Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, κάθε μέρα που περνούσε, οι δημοσκοπήσεις έφερναν όλο και πιο κοντά την πιθανότητα μιας νίκης, από την πρώτη Κυριακή, του πρώην προέδρου της Βραζιλίας – και μέλος του πρώτου «ροζ κύματος» στη Λατινική Αμερική – Λούις Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Κάποιες από τις πιο πρόσφατες, των τελευταίων ημερών, τον παρουσιάζουν νικητή ήδη από την πρώτη Κυριακή, ή τον δίνουν στο 48% με την πιθανότητα λάθους να τον οδηγεί σε μια ξεκάθαρη αυριανή νίκη. Το μικρότερο ποσοστό που του δίνεται είναι 47%, έναντι το πολύ 33% του Μπολσονάρου, του ακροδεξιού σημερινού προέδρου, με ψαλίδα σφάλματος 3% – μια ανάσα από την άμεση εκλογή.
Δημοσκοπήσεις που ο Μπολσονάρου αντιμετωπίζει ακριβώς όπως και το ίνδαλμα του, ο Τραμπ: για να μην τον ψηφίζουν, κάτι άλλο θα τρέχει, κάποια συνωμοσία, κάποια λαθροχειρία… άλλωστε, το έχει δηλώσει από καιρό πως οι σημερινές εκλογές μόνο σε τρία πράγματα μπορεί να καταλήξουν για τον ίδιο: «φυλακή, θάνατο ή νίκη».
Προς το παρόν, στο θάνατο οδηγούνται, δολοφονούμενοι, αριστεροί πολίτες και ακτιβιστές, που στηρίζουν τον Λούλα. Οι εκλογές έχουν καθοριστεί από το διχαστικό πνεύμα, και οι φοβισμένοι ακροδεξιοί έχουν επιδοθεί σε προσπάθεια τρομοκράτησης των ψηφοφόρων του Λούλα, με κάθε τρόπο. Την Δευτέρα που μας πέρασε 40χρονος οπαδός του Λούλα μαχαιρώθηκε, δολοφονήθηκε γιατί τόλμησε να αναφέρει ότι τον υποστηρίζει. Ο δολοφόνος μπήκε σε μπαρ και ρώτησε ποιος ψηφίζει Λούλα. Η θετική απάντηση του θύματος ήταν και ο λόγος της δολοφονίας του. Ήταν ο τέταρτος που δολοφονούνταν για αυτό το λόγο μες σε μια εβδομάδα και ο 54ος που δολοφονούνταν για την πολιτική του θέση – την αριστερή πολιτική του θέση- από την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας.
Ο Λούλα μπορεί να εμφανίζεται γελαστός και χαλαρός στις συγκεντρώσεις, αλλά από την αρχή της εκστρατείας του φορά κάτω από το πουκάμισο αλεξίσφαιρο γιλέκο. Η εναρκτήρια προεκλογική του συγκέντρωση τον Αύγουστο, σε εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας – ο ίδιος ξεκίνησε από το συνδικαλισμό – αναβλήθηκε για λόγους ασφαλείας. Ξέρει πολύ καλά πως η νίκη του θα σημάνει την έναρξη μιας πολύ δύσκολης περιόδου – «αν χρειαστεί, θα πάμε σε πόλεμο» δήλωσε ξεκάθαρα ο Μπολσονάρου, πρώην στρατιωτικός, υπονοώντας ότι δεν θα αποδεχθεί την διαφαινόμενη εκλογική του ήττα. Και ο λαός αναμένει βία από την πλευρά Μπολσονάρου: σε πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρίας Νταταφόλια, εκφράζει τέτοιους φόβους 40%, με τους δύο στους τρεις να είναι ψηφοφόροι του Λούλα (67%), ενώ ένα επιπλέον 9% δηλώνει ότι δεν θα πάει να ψηφίσει ακριβώς γιατί φοβάται για τη ζωή του. Η απάντηση του Μπολσονάρου στην δημοσκόπηση ήταν τραμπικότατη και πάλι. Χαρακτήρισε, σε προεκλογική του ομιλία, ψεύτες τους δημοσκόπους. Ο διευθυντής της Νταταφόλια ανέφερε στο TIME πως, από τότε κινδυνεύουν και οι δημοσκόποι της που δουλεύουν στους δρόμους. Στο ίδιο περιοδικό, Αμερικάνος αναλυτής των της Βραζιλίας παραδέχεται ότι «η βία δεν έρχεται από τα αριστερά»… η αριστερά ασχολείται στο λόγο της με την φτώχεια, την εκμετάλλευση, την αδικία, την καταστροφή του Αμαζονίου, τα ιθαγενικά δικαιώματα και τους 700.000 που πέθαναν λόγω της πολιτικής Μπολσονάρου κατά την πανδημία, επειδή ο πρόεδρος θεώρησε ότι πρόκειται για «μια γριπούλα»… Εκεί είναι και τα δυνατά σημεία του Λούλα, άλλωστε, που θυμίζει σε κάθε ευκαιρία πόσο διαφορετική Βραζιλία παρέδωσε μετά τις δύο θητείες του, πόσα εκατομμύρια Βραζιλιάνοι βγήκαν τότε από την φτώχεια. Θυμίζει την αύξηση των μεροκάματων – που από τότε ξαναβούλιαξαν – το πρόγραμμα «τσάντα της οικογένειας», Μπόλσα Φαμίλια, που εγκαινίασε το 2003, τα δικαιώματα που έδωσε σε εργάτες και αγρότες, τα προγράμματα για να γίνουν δρόμοι και να φτάσει τρεχούμενο νερό στις περιοχές της φτώχειας. Και, βεβαίως, θυμίζει ότι ο Μπολσονάρου κατήργησε όλα τα επιδόματα, πήρε πίσω όλα τα εργατικά δικαιώματα και άφησε αχαλίνωτες να δρουν τις μαφιόζικες και ένοπλες «ομάδες ασφαλείας» των μεγαλοϊδιοκτητών γης.
Η απάντηση του ακροδεξιού σημερινού προέδρου σε όλα αυτά είναι η αναμενόμενη: δείτε, έρχονται οι κομμουνισταί… Παρ όλα αυτά, σε μια απέλπιδα κίνηση – που δεν έδωσε εμφανή δημοσκοπικά αποτελέσματα- μοίρασε χρήμα, δισεκατομμύρια δολάρια, στους φτωχότερους Βραζιλιάνους, μέσω επιδομάτων, πρόσφατα. Το πρόβλημα της φτώχειας και της εκμετάλλευσης στη Βραζιλία δεν λύνεται με επιδόματα, κι αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ακτήμονες, οι ιθαγενείς, οι εργάτες της γης, που με πολύ χαμηλά μεροκάματα και όρους σκλαβιάς αγωνίζονται να επιβιώσουν, κυριολεκτικά να βάλουν ένα κομμάτι ψωμί στο τραπέζι. Σε πολλές επαρχίες, πάνω από 60% του πληθυσμού δουλεύει με μεροκάματα κάτω των πέντε ευρώ, και αυτά τα λαμβάνουν με μεγάλη καθυστέρηση – είναι οι επαρχίες που περιγράφονται ως «κάστρα του Λούλα».
Παρ’ όλα αυτά το μήνυμα είναι διπλά αισιόδοξο: από τη μία, η διαγραφόμενη νίκη του Λούλα, σε αυτές τις δύσκολες εκλογές, από την άλλη μία χώρα ακόμη, με τεράστια παραγωγική δύναμη, προστίθεται στο νέο ροζ ρεύμα. Βολιβία, Βενεζουέλα, Χιλή, το θαύμα της Κολομβίας και τώρα η Βραζιλία, ανοίγουν έναν άλλο δρόμο σε όλη την Νότιο Αμερική, και μάλιστα σε μια περίοδο που οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις είναι μεγάλες και το πιθανό τέλος της αμερικάνικης ηγεμονίας δίνει ελπίδα στους τόπους που αιμορραγούσαν ως τώρα για να θρέψουν το βορειοαμερικάνικο κτήνος. Ακόμη και οι «ένα βήμα μπρος, δύο πίσω» πρόεδροι του Περού και της Χιλής, μπορούν να προσμετρηθούν σε αυτό το νέο ροζ ρεύμα, κυρίως διότι προέκυψαν από ριζοσπαστικά λαϊκά ρεύματα.