των Θάνου Καμήλαλη και Μηνά Κωνσταντίνου

Το άρθρο έχει τίτλο: «Βρέθηκαν επικίνδυνες ποσότητες ζιζανιοκτόνου σε δημητριακά; Μια συνοπτική ανάλυση της επιστημονικής παραφιλολογίας γύρω απο τη γλυφοσάτη». Θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε, όχι μόνο με την απαραίτητη επιστημονική και δημοσιογραφική τεκμηρίωση στα όσα καταγγέλλει το άρθρο, αλλά προσθέτοντας και πληθώρα στοιχείων τα οποία διέφυγαν της «έρευνας» του συντάκτη.

Καταρχήν:

1) Μολονότι το άρθρο βρίθει αναφορών στα δημοσιεύματα του TPP, δεν υπάρχει ούτε μία, ανυπόστατη έστω, κατηγορία περί «ψευδούς είδησης». Η βασική διαφωνία του συντάκτη περιστρέφεται γύρω από το «ύφος μας» το οποίο το βρίσκει «κινδυνολογικό», ενώ σε άλλο σημείο γίνεται λόγος για «τρομολαγνικό περιεχόμενο», που εκμεταλλεύεται την «άγνοια του κοινού» και βρίσκει απήχηση. Προς επίρρωσιν του «κινδυνολογικού ύφους», τα ellhnikahoaxes παραθέτουν πέντε παραγράφους από άρθρο του TPP για τη «δίκη της Monsanto», αλλά αυτοακυρώνονται οικτρά. Τα σημεία αυτά περιέχουν:

  • Το γεγονός ότι «ο Ντουέιν Τζόνσον έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κατάφερε να σύρει σε δίκη την πολυεθνική εταιρεία»
  • Το γεγονός ότι η γλυφοσάτη και ένα ακόμη συστατικό του Roundup «είναι μάλλον καρκινογόνα», όπως αναφέρει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
  • Το γεγονός ότι η Monsanto αρνείται επί δεκαετίες ότι το «Roundup» είναι καρκινογόνο, την απάντηση της Monsanto στην έρευνα της Διεθνούς Υπηρεσίας Έρευνας για τον Καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (IARC) και την επίκλησή της σε άλλες έρευνες που αποδεικνύουν το αντίθετο.
  • Την ανταπάντηση της επιδημιολόγου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Μπεάτα Ριτζ, που έχει υπογραμμίσει στη δίκη πως είχε «σημαντικές αδυναμίες».
  • Την άδεια από την ελληνική κυβέρνηση στο «Roundup»
  • Σε όλα τα παραπάνω, το μόνο «σχόλιο» του συντάκτη, είναι να χαρακτηρίσει το φυτοφάρμακο «ύποπτο για πρόκληση καρκίνου»

2) «Παρά τα στοιχεία που δείχνουν την ασφάλεια της ουσίας, βλέπουμε συνεχώς άρθρα κινδυλογικού ύφους απο μεγάλα μέσα όπως το The Press Project», γράφει η ιστοσελίδα. Τους ευχαριστούμε για το χαρακτηρισμό «μεγάλο μέσο», ωστόσο για τα θέματα της Monsanto έχουν γράψει μέσα του εξωτερικού πολύ μεγαλύτερα από εμάς.

Η δίκη της Monsanto, όπου ο αμερικανός κηπουρός Ντουέιν Τζόνσον δικαιώθηκε, απέναντι στην εταιρεία, σχετικά με τον καρκίνο του αίματος που εμφάνισε στα 42 του χρόνια και ο ίδιος απέδωσε στην έκθεσή του στο «Roundup», έγινε θέμα στα μεγαλύτερα διεθνή ΜΜΕ, που κάλυψαν, όχι μόνο την τελική απόφαση, αλλά σειρά εξελίξεων γύρω από το θέμα. ΜΜΕ όπως το Reuters, ο Guardian, οι New York Times και δεκάδες ακόμα έχουν γράψει επανειλημμένα για τα τεκταινόμενα της δίκης:

  • Το γεγονός ότι ο δικαστής αποφάσισε η καταγγελία του Τζόνσον να παρουσιαστεί σε δικαστήριο.
  • Το πώς παρουσιάστηκαν έγγραφα από την πλευρά του μηνυτή που δείχνουν ότι η Monsanto παρενοχλεί και επιχειρεί να επηρεάζει επιστήμονες στις έρευνες τους.
  • Το γεγονός ότι στις ΗΠΑ εκκρεμμούν χιλιάδες δίκες κατά της πολυεθνικής, με τον αριθμό να πολλαπλασιάζεται μετά τη δικαίωση του Τζόνσον, η οποίες κατά τραγική ειρωνεία μόλις την ημέρα της δημοσίευσης του άρθρου σχεδόν διπλασιάστηκαν, από 4.400 σε 8.000.
  • Αλλά και στο παρελθόν, τις διεθνείς αντιδράσεις γύρω από το Roundup και τις εξελίξεις γύρω από το deal δισεκατομμυρίων ευρώ της Monsanto με την Bayern, προ ολίγων μηνών.

Αυτό που κάνουμε επί μήνες στο TPP γύρω από το ζήτημα, δεν είναι «τρομολαγνία» ούτε «παραφιλολογία», ούτε προφανώς «μεταφορά ψευδών ειδήσεων». Πρόκειται για προσπάθεια να μεταφέρουμε με σοβαρότητα και εμπεριστατωμένο τρόπο μια διεθνή συζήτηση γύρω από το θέμα, συζήτηση εν πολλοίς άγνωστη στην Ελλάδα, την ώρα που το «Roundup» παίρνει ξανά το πράσινο φως από την Ε.Ε. και παρατείνεται η χρήση του και στην χώρα μας.

3) Τα δεδομένα στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι τα εξής:

Η δίκη του Ντουέιν Τζόνσον έγινε, ολοκληρώθηκε και το αποτέλεσμα είναι τεράστιας σημασίας. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένας βιομηχανικός «κολοσσός» να πρέπει να καταβάλλει αποζημιώση 289 εκατ., ενώ είναι η πρώτη φορά που δικαστήριο, όχι μόνο δέχεται να πάει σε δίκη η Monsanto, αλλά αποφασίζει εναντίον της. Όσον αφορά αυτό το γεγονός, που τα διεθνή ΜΜΕ θεώρησαν σημαντικό ώστε να αφιερώσουν σειρά ρεπορτάζ,  τα ellinikahoaxes αρκούνται να σχολιάσουν ότι:

«Παραβλέποντας το γεγονός ότι το αποτέλεσμα μιας δίκης δεν αποτελεί επιστημονική μελέτη ή απόφαση επίσημου επιστημονικού σώματος, ας δούμε μερικά στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια της γλυφοσάτης»

Το αποτέλεσμα μιας δίκης όντως δεν αποτελεί επιστημονική μελέτη, ωστόσο το άρθρο παραβλέπει, η καλύτερα αποσιωπά, ότι ενώπιον δικαστηρίου παρουσιάστηκαν οι σχετικές επιστημονικές μελέτες, σε αντιπαραβολή. Είναι οξύμωρο να εγκαλούμαστε για την ενημέρωση γύρω από τη δίκη και παράλληλα το άρθρο που μας εγκαλεί να αφιερώνει μόνο δύο υποτιμητικές σειρές για την ίδια είδηση. Είναι επίσης οξύμωρο η συγκεκριμένη δίκη να θεωρείται ανάξια αναφοράς. Εκτός αν αποτελεί συχνό φαινόμενο η ήττα μίας από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη στη σύγκρουση της με έναν απλό πολίτη και το θεωρούμε καθημερινότητα. Αυτό το τελευταίο απαντάει και στο πιθανό επιχείρημα «εντάξει οι ένορκοι αποφάσισαν, συγκινήθηκαν από το δράμα του Τζόνσον».

Όσον αφορά επίσης τα στοιχεία. Για να έχετε μια εικόνα σχετικά με τα επιχειρήματα που τέθηκαν υπόψιν του δικαστηρίου και τη σημασία της δίκης, ο συνολικός όγκος των εγγράφων και τον καταθέσεων που παρουσιάστηκαν στη δίκη, μπορει να βρεθεί εδώ.

Ήδη εδώ τα ellhnikahoaxes προχωρούν σε μία κρίση. Αποφασίζουν τι είναι σημαντικό και τι όχι, σε μία επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας, βασική συνισταμένη της παραπληροφόρησης.

Μία «συναισθηματική» απόφαση 300 εκατ. δολαρίων

 
Ας παραβλέψουμε κι εμείς με τη σειρά μας τη «συνομωσιολογία» που επιχειρεί το άρθρο να καλλιεργήσει αναφορικά με την απόφαση του δικαστηρίου για την καταδίκη της πολυεθνικής δικαιώνοντας έναν πολίτη, και ας δούμε αναλυτικά τι αποφάσισε το σώμα των «ευαίσθητων» ενόρκων.
 
Στο τελικό έγγραφο της ετυμηγορίας των ενόρκων για την υπόθεση, κλήθηκαν να απαντήσουν σε σειρά ερωτημάτων αναφορικά με την επικινδυνότητα της σύστασης των προϊόντων Roundup και Ranger Pro της Monsanto, την σημαντική συμβολή τους στον καρκίνο του Τζόνσον, την ανάγκη ενημέρωσης των καταναλωτών από την πολυεθνική για τους κινδύνους που ενέχει η χρήση τους, την αποτυχία της εταιρείας να προειδοποιήσει τους καταναλωτές για τους κινδύνους αυτούς, την καθαρή ευθύνης της εταιρείας για όλα τα παραπάνω, και τέλος την «κακόβουλη ή καταπιεστική» πολιτική της εταιρείας αναφορικά με τα προϊόντα αυτά. Σε όλα αυτά τα ερωτήματα απάντησαν καταφατικά, καταλήγοντας στην καταδίκη της πολυεθνικής για «σημαντική συμβολή» στην ασθένεια του 46χρονου κηπουρού. Αναλυτικά το έγγραφο της ετυμηγορίας εδώ.
 
Αναφορικά με την απόφαση του δικαστηρίου, την οποία το δημοσίευμα υποτιμά με πρωτοφανή τρόπο για μία καταδίκη ενός πολυεθνικού κολοσσού από προσφυγή πολίτη εναντίον (που επέφερε μάλιστα τη μεγαλύτερη καταδίκη στην ιστορία), αξίζει να σημειωθεί πως πρακτικά ήταν αδύνατο να αποδειχθεί, τόσο το εάν το Roundup προκάλεσε τον καρκίνο του Τζόνσον, όσο και το εάν δεν τον προκάλεσε.
 
Συνεπώς, όπως αναγνωρίζουν πλήθος διεθνών ΜΜΕ, η Monsanto από την πλευρά της δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει τίποτα, ενώ η πλευρά του Τζόνσον όφειλε να αποδείξει πως η γλυφοσάτη αποτέλεσε «σημαντικό παράγοντα» στον καρκίνο του αίματος από τον οποίο πάσχει. Το ιστορικό παράδειγμα του καρκίνου του πνεύμονα και της καπνοβιομηχανίας που παρουσιάστηκε στη δίκη είναι επαρκώς αποκαλυπτικό για την «προοδευτικότητα» της υπεράσπισης μελετών του 1970 που εμφανίζουν ως ακίνδυνη την ουσία, όταν η γλυφοσάτη κυκλοφόρησε στην αγορά.
 
«Δεν μπορείς να εξετάσεις έναν καρκίνο του πνεύμονα και καταλήξεις σε απόδειξη πως ο καπνός προκάλεσε τον καρκίνο» ήταν η παραδοχή του δικηγόρου του Τζόνσον στη δίκη, προσθέτοντας πως «βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο με τη γλυφοσάτη». 

«Αν η έκθεση είναι χαμηλή το ρίσκο είναι χαμηλό»

To ίδιο συμβαίνει και στο σημείο της παρουσίασης της έρευνας του «Environmental Working Group» για την εύρεση γλυφοσάτης σε προϊόντα βρώμης από την ιστοσελίδα, όπως επίσης και στη σύνδεση ρίσκου και κινδύνου, που πρόχειρα παρουσιάζεται με ένα γράφημα και με παραδείγματα τύπου «ένας μέσος άνθρωπος θα έπρεπε να τρώει 30 μπολ δημητριακά κάθε μέρα για περισσότερο απο ένα χρόνο προκειμένου να φτάσει το αποδεκτό όριο έκθεσης που έχει οριστεί».

Παραδείγματα που μπορεί να προσδίδουν εντυπωσιασμό, αλλα αφαιρούν από την ουσία, ενώ το γράφημα που παραθέτουν ως επιχείρημα, προέρχεται από τον καθηγητή David Zaruk, που στο παρελθόν έχει επανηλειμμένως κατηγορηθεί ως φανατικός υπέρμαχος της γλυφοσάτης. Για παράδειγμα, η ιστοσελίδα Euractiv έχει κατεβάσει άρθρο του Zaruk, στο οποίο κατηγορούσε την εφημερίδα Le Monde που αποκάλυψε τα Monsanto Papers (περισσότερα θα διαβάσετε παρακάτω) για «υπερβολικά συμπαθητική στάση» προς την Διεθνή Υπηρεσία Έρευνας για τον Καρκίνο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (IARC).

Και πάλι εδώ ισχύουν πολλά από αυτά που έχουν ήδη αναφερθεί. Η έρευνα θεωρήθηκε αρκετά συημαντική για να την παρουσιάσουν μεγάλα διεθνή ΜΜΕ (Guardian, USA Today). Ο συντάκτης των ellhnikahoaxes στέκεται στις έρευνες που «βολεύουν», μολονότι ακόμα και η έρευνα του Παγκοσμίου Οργανισμού Τροφίμων  χαρακτηρίζει την πιθανότητα να προκληθεί καρκίνος από γλυφοσάτη μέσω της τροφής σε «μη πιθανή» (unlikely). Xαρακτηρίζει υποτιμητικά το EWG, σχολιάζοντας επίσης ότι τα όρια που θέτει είναι μικρότερα από αυτά διεθνών οργανισμών. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι η γλυφοσάτη βρέθηκε σε αξιοσημείωτα επίπεδα σε προϊόντα βρώμης, και μάλιστα δεν είναι η πρώτη φορα. Ανάλογη έρευνα από ανεξάρτητους επιστήμος π.χ. έχει γίνει και το 2015, από την GMO free USA, όπως αναφέρει η Huffington Post. Μάλιστα, η ιστοσελίδα σε εκείνο της το άρθρο καταγράφει ακόμα 3 πηγές από τις οποίες μπορεί να καταλήξει η γλυφοσάτη στην τροφή.

Ας υποθέσουμε ότι όμως ότι όλοι είναι υπερβολικοί. Κανείς, (αν και ο συντάκτης του άρθρου το προσπαθεί σθεναρά) δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η συζήτηση για τη γλυφοσάτη και το Roundup αλλάζει χρόνο με το χρόνο. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι το ζιζανιοκτόνο κυκλοφορεί από το 1974, επομένως «είναι ακίνδυνο εδώ και τέσσερις δεκαετίες». Αυτό όμως λειτουργεί και αντίστροφα, αφού πλέον, μετά από χρόνια χρήσης και έκθεσης στο Roundup, εμφανίζονται όλο και περισσότερες ενδείξεις, μελέτες, αποκαλύψεις, που συνηγορούν ότι το ζιζανιοκτόνο είναι προβληματικό. Για παράδειγμα, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο δημοσίευσε έρευνα το 2017, αφού πήρε δείγματα από τα σώματα ανθρώπων άνω των 50 ετών σε δύο διαφορετικές περιόδους το 1993-1996 και 2014 – 2016. Η έρευνα έφτασε στο συμπέρασμα ότι τα ποσοστά γλυφοσάτης στους οργανισμούς τους αυξήθηκαν κατά πάνω από 1000% (πηγή: Time)

Και πάλι, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το ποσό μοιάζει μεγάλο μόνο στα ποσοστά και στην πράξη δεν σημαίνει τίποτα. Μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι. Τίποτα όμως δεν αναιρεί ότι μετά από «εκατοντάδες έρευνες επί δεκαετίες χρήσης του Roundup», τα δεδομένα φαίνεται να αλλάζουν και όλο και περισσότερες ανησυχίες προστίθενται στη λίστα. Αυτό, θεωρούμε, είναι άξιο αναφοράς.

Όταν τα ellhnikahoaxes γράφουν hoaxes

Το πιο μετριοπαθές που μπορούμε να πούμε σχετικά με τις επιστημονικές μελέτες, είναι ότι η επιστημονική κοινότητα είναι διχασμένη στο ζήτημα του εάν το «Roundup» είναι καρκινογόνο.

Εδώ τα ellinikahoaxes κάνουν σειρά «φάουλ», το ένα σοβαρότερο από το άλλο. Από τον τίλο σπεύδουν να μιλήσουν για «επιστημονική παραφιλολογία», αναφερόμενα όμως σε μελέτες όπως αυτή του Διεθνούς Οργανισμού Ερευνών για τον Καρκίνο, που αποτελεί τμήμα του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας. Κι αυτό, ενώ μέσα στο άρθρο παραδέχονται ότι:

Το 2015 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, συγκεκριμένα o Διεθνής Οργανισμός Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC), που αποτελεί τμήμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, κατέταξε τη γλυφοσάτη στη κατηγορία 2Α. Σε αυτή τη λίστα εντάσσονται ουσίες για τις οποίες υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν κίνδυνο καρκινογέννεσης σε ανθρώπους.

Στην αρχική μορφή του άρθρου, ο συντάκτης βασίστηκε στο επιχείρημα πως στη συνέχεια, μετά από νεότερες μελέτες, η ουσία της γλυφοσάτης έχει καταταχθεί στην κατηγορία «Group 2Β», παρότι η πραγματικότητα είναι πως βρίσκεται ακόμα στην κατηγορία «Group 2Α». Η «πληροφορία» αυτή ουσιαστικά αποτελούσε στην αρχή τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συντάκτη, σχετικά με το ποιες μελέτες είναι αξιόπιστες και ποιες όχι.

Χρειάστηκε να περάσει μία ολόκληρη ημέρα και σχετικά σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα για να ανασκευάσει η ιστοσελίδα τους ισχυρισμούς της, επιχειρώντας και πάλι να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και υποστηρίζοντας πως η γλυφοσάτη βρίσκεται στην κατηγορία 2Α επειδή ο IARC αποδίδει τα διαφορετικά συμπεράσματα των υπολοίπων οργανισμών υγείας σε «συνομωσίες»: 

«Τελικά η γλυφοσάτη παραμένει στην κατηγορία 2Α, ωστόσο o IARC αποδίδει τα διαφορετικά συμπεράσματα των υπόλοιπων οργανισμών υγείας σε συνομωσίες.»

Μετά τη διόρθωση, η σύγχυση συνεχίζεται. Ο συντάκτης παραθέτει ένα σημείο της ανακοίνωσης του IARC, που υποστηρίζει ότι «οι προσπάθειες [να συκοφαντηθεί η έρευνα] έχουν σκοπίμως και επανειλημμένα παρουσιάσει το έργο του οργανισμού παραπλανητικά, και έχουν σε μεγάλο βαθμό προέλθει από την αγρο-χημική βιομηχανία και τα σχετικά με αυτή μέσα ενημέρωσης».

Εκτός της προφανούς προσωπικής κρίσης (ξανά) και της προσπάθειας να αποδοθεί κάθε διαφορετική κριτική σε «συνομωσίες» (ξανά), ο συντάκτης και πάλι παρουσιάζει την εικόνα που βολεύει την αφήγησή του. Δεν «ερευνά» καθόλου αν ευσταθούν οι κατηγορίες περί επιθέσεων από την αγροχημική βιομηχανία. Ακόμα ένα σημείο «διασποράς ελλειπών στοιχείων» (περίεργο, νομίζαμε ότι εμείς το κάνουμε αυτό).

Η αλήθεια είναι ότι ο IARC, στην ίδια πηγή, δεν αναφέρεται γενικά και αόριστα σε «συνομωσίες». Για παράδειγμα, ο IARC σημειώνει ότι η κριτική στην έρευνα του και οι καταγγελίες ότι «χειραγωγήθηκε» έχουν προέλθει από δυο δημοσιεύματα: Ένα του Reuters και ένα άρθρο του Forbes. Το δεύτερο άρθρο, όπως συνεχίζει ο IARC, έχει κατέβει από το Forbes, μετά από μία έρευνα των New York Times, που αποκάλυψε ότι οι πληροφορίες προήλθαν από μία κριτική επιστήμονα που ακολουθούσε εντολές της Monsanto, όπως έδειξαν εσωτερικά emails της εταιρείας, και οδήγησε στον τερματισμό της συνεργασίας των Forbes με τον αρθρογράφο..

Η πληροφορία αυτή βρίσκεται μόλις στη 2η σελίδα της απάντησης του IARC την οποία (θεωρητικά) δεν είναι δύσκολο να τη βρει κανείς…

Ποια είναι όμως η διαφορά μεταξύ της κατηγορίας 2Α και 2Β;

Όπως αναφέρει ο IARC, στην κατηγορία 2Α κατατάσσονται στοιχεία που είναι «μάλλον (probably) καρκινογενής σε ανθρώπους». Συγκεκριμένα, «η κατηγορία χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις καρκινογένεσης στον άνθρωπο και επαρκείς ενδείξεις καρκινογένεσης σε πειραματικό επίπεδο στα ζώα», ενώ εξηγείται πως «περιορισμένες ενδείξεις» σημαίνει ότι έχει παρατηρηθεί θετική συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στον παράγοντα (γλυφοσάτη) και την εμφάνιση καρκίνου, αλλά άλλες εξηγήσεις για την παρατήρηση (όπως η τύχη, η προκατάληψη ή άλλες συγχύσεις) δεν μπορούν να αποκλειστούν.

Η δε κατηγορία 2Β σημαίνει πως ο παράγοντας είναι «πιθανώς (possibly) καρκινογόνος για τον άνθρωπο», εξηγόντας πως στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται ουσίας για τις οποίες «υπάρχουν πειστικές ενδείξεις ότι ο παράγοντας προκαλεί καρκίνο σε πειραματόζωα, αλλά υπάρχουν ελάχιστες ή καμία πληροφορία για το εάν προκαλεί καρκίνο στους ανθρώπους».

Τι συμβαίνει στην Ευρώπη

Ο συντάκτης του άρθρου υποστηρίζει, όπως προαναφέραμε, ότι «η επιστημονική συναίνεση είναι ξεκάθαρα υπέρ της εταιρείας». Παραδόξως βέβαια, η συζήτηση εδώ και μήνες στην Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετική. Πριν από μερικούς μήνες η απόφαση της Ε.Ε. να ανανεώσει, μετά από ψηφοφορία των κρατών μελών, την άδεια χρήσης της γλυφοσάτης στην Ευρώπη προκάλεσε αντιδράσεις. Όχι από «εχθρούς της τεχνολογίας» ή κάτι τέτοιο, αλλά και από μία μερίδα των κρατών μελών. Μεταξύ τους είναι για παράδειγμα η Γαλλία, όπου ο πρόεδρος Μακρον έχει υποσχεθεί να απαγορεύσει τη γλυφοσάτη μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Συνολικά 18 χώρες υπερψήφισαν την ανανέωση, 9 καταψήφισαν και μία (η Πορτογαλία) απείχε.

Ουσιαστικά η αποφασιστική ψήφος που παρέσυρε και άλλες χώρες ήταν της Γερμανίας. Ωστόσο κι εκεί, η σύγκρουση για το Roundup μαίνεται. Μάλιστα η γερμανική ψήφος προκάλεσε κόντρα Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, με αποτέλεσμα τον περασμένο Απρίλιο, η κυβέρνηση να υποσχεθεί, χωρίς να θέσει όμως χρονοδιάγραμμα, ότι θα καταθέσει νομοσχέδιο για τον τερματισμό της χρήσης του Roundup. Να σημειωθεί φυσικά, ότι η συζήτηση γίνεται ενώ η Monsanto εξαγοράστηκε από την γερμανική Bayer έναντι 54 δισ. ευρώ. Φυσικά το ερώτημα, ακόμα και για κάποιον που δεν έχει διαβάσει ή ασχοληθεί με καμία άλλη έρευνα, είναι εύλογο.

Αν «η επιστημονική συναίνεση είναι ξεκάθαρα υπέρ της εταιρείας» προς τι όλη αυτή η συζήτηση; Ακόμα κι αν, και πάλι, όλοι όσοι διαφωνούν είναι τρομολάγνοι, δεν είναι -τουλάχιστον- παραπληροφόρηση να καταλήγεις σε ένα τόσο αυθαίρετο συμπέρασμα όπως του άρθρου, τη στιγμή που τα ηγετική μέλη της Ε.Ε συζητούν, προφυλάσσονται η συγκρούονται στο εσωτερικό τους για το «Roundup»;

Monsanto Papers: Πώς η Monsanto χειραγωγεί την επιστήμη

Και μια που αναφέραμε εσωτερικά emails της Monsanto. Τα ellhnikahoaxes υποστηρίζουν ότι:

«Η γλυφοσάτη έχει εξεταστεί μέσα από πολυάριθμες έγκριτες μελέτες, τα δεδομένα των οποίων καλύπτουν διάστημα άνω της εικοσαετίας. Μέχρι στιγμής η επιστημονική συναίνεση είναι ξεκάθαρα υπέρ της ουσίας καθώς δεν έχουν τεκμηριωθεί οι ισχυρισμοί περί κινδύνου στην ανθρώπινη υγεία από την έκθεση στο περιβάλλον εργασίας, πόσο μάλλον απο την έκθεση μας σε αυτή μέσω της τροφής».

Πιο εύγλωττα, ο αντιπρόεδρος της Monsanto, Σκοτ Πάρτριτζ δήλωσε κατά τη δίκη πως «περισσότερες από 800 επιστημονικές μελέτες, η EPA, το Διεθνές Ινστιτούτο Υγείας και άλλες ρυθμιστικές αρχές ανά τον κόσμο κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η γλυφοσάτη είναι ασφαλής για χρήση και δεν προκαλεί καρκίνο», ενώ εντυπωσιακή είναι η σύμπτωση απόψεων του συντάκτη του άρθρου με την επίσημη αντίδραση της εταιρείας την επόμενη της ανακοίνωσης της καταδίκης της.

Τόσο όμως για την ηγεσία της Monsanto, όσο και για την υπεράσπιση της πολυεθνικής από τον συντάκτη, η απλή αναφορά στις «πολυάριθμες έγκριτες μελέτες» που αθωώνουν τη γλυφοσάτη δεν αρκεί, καθώς από τον Μάρτιο του 2017 έχουν διαρρεύσει στον Τύπο πλήθος εσωτερικών εγγράφων της πολυεθνικής, εξόχως αποκαλυπτικά, τόσο για τις πρακτικές της εταιρείας για τη διάδοση των προϊόντων της, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο παραβιάζει τις ηθικές επιστημονικές αρχές για να πιέσει για τα συμφέροντά της. Έγγραφα που όχι μόνο δεν διέψευσε η πολυεθνική, αλλά η ανάγνωσή τους έγινε αποδεκτή και από το δικαστήριο που τελικά την καταδίκασε.

To 2017 η γαλλική εφημερίδα Le Monde δημοσίευσε τα «Monsanto Papers», μια σειρά άρθρων ερευνητικής δημοσιογραφίας πάνω σε εσωτερικά emails και έγγραφα της Monsanto, που αποδεικνύουν το πώς η πολυεθνική επιχειρεί να επηρεάσει επιστημονικές έρευνες και να συκοφαντήσει όσους επιστήμονες και επιστημονικούς φορείες εκφράζουν φόβους για το «Roundup». Η δημοσίευση των Monsanto Papers οδήγησε σε σειρά άρθρων σε μεγάλα ευρωπαϊκά και διεθνή ΜΜΕ, όπως το Spiegel, με αποκαλυπτικά ντοκουμέντα και διαλόγους στελεχών της εταιρείας. «Δεν μπορούμε να πούμε ότι το Roundup δεν είναι καρκινογόνο» γράφει για παράδειγμα η τοξικολόγος της εταιρείας, Donna Farmer, το 2003, «δεν έχουμε κάνει τις απαραίτητες δοκιμές». 

Για την έρευνα τους, οι δημοσιογράφοι της Le Monde, Stéphane Foucart και Stéphane Horel κέρδισαν το Ευρωπαϊκό Βραβείο Τύπου στην κατηγορία της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Μεταξύ των εκατοντάδων emails, περιγράφεται και η επικοινωνιακή καμπάνια της εταιρείας για να χτυπήσει τον πρόδρο του IARC, λόγω της κατηγοριοποίησης της γλυφοσάτης σε «μάλλον καρκινογενή».

Δεν είναι ο κατάλληλος τόπος για να μακρυγορήσουμε σχετικά με τα Monsanto Papers, αλλά όλα τα έγγραφα και η παρουσίασή τους μπορούν να βρεθούν εδώ.

Είναι τουλάχιστον λυπηρό το γεγονός ότι ένα τόσο σημαντικό και μεγάλο κομμάτι των ερευνών γύρω από τη Monsanto λείπει από ένα άρθρο «έρευνας» που επιχειρεί να χτυπήσει την «παραπληροφόρηση», μολονότι η αναφορες σε εσωτερικά έγγραφα υπάρχουν σε σειρά πηγών που «χρησιμοποιεί».  Πόσο μάλλον, όταν βρίσκει χρήσιμο να αναφέρει την αρχική έρευνα του ερευνητή της Monsanto, το 1970…

Είναι πολύ πιο λυπηρό όμως το πνεύμα του κειμένου. Ένα άρθρο, δήθεν «έρευνας» στην πράξη γκουγκλάρισμα από ό,τι «βολεύει» με ταυτόχρονες επιθέσεις, αυθαίρετα συμπεράσματα και νουθεσίες στους δημοσιογράφους που «βρίσκουν τη σχετική έρευνα μάλλον βαρετή». Ένα άρθρο που θέτει πομπώδη ερωτήματα και καταλήγει να αυτολοιδωρείται, σε έναν ντροπιαστικό κύκλο.

Για το τέλος και για να μην χαλάσουμε τις καρδιές μας, να κεράσουμε ένα ποτηράκι γλυφοσάτη, όπως δημοσιογράφος του Canal+ σε έναν περιβαλλοντολόγο που υπερασπίζεται τη μη επικινδυνότητα της επίμαχης ουσίας. Εις υγείαν, λοιπόν: