Οι ΗΠΑ επεξεργάζονται σχέδιο για την κεφαλαιακή ενίσχυση του ΔΝΤ προκειμένου να μπορέσει να παράσχει την απαραίτητη ρευστότητα στην ευρωζώνη, καθώς η κρίση επεκτείνεται στον πυρήνα της.
Αυτό διαφαίνεται από τις κινήσεις, σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο, Αμερικανών αξιωματούχων. Στην τελευταία σύνοδο του G20, από την πλευρά του αμερικανικού επιτελείου τέθηκε έντονα το ζήτημα της ενίσχυσης των αποθεματικών του Ταμείου, και μάλιστα χωρίς οι ΗΠΑ να χρειαστεί να επωμισθούν το μεγαλύτερο βάρος.
Μία από τις προτάσεις αφορούσε τον δανεισμό του ΔΝΤ από χώρες που δεν αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα, προεξάρχουσας της Γερμανίας και άλλων κρατών του ευρωπαίκού Βορρά.
Άλλη πρόταση που τέθηκε ήταν η αύξηση των ειδικών κεφαλαίων του Ταμείου (SDR), τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν προς κράτη τα οποία αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμο πρόβλημα δανεισμού, καθώς τα επιτόκια των ομολόγων τους είναι υψηλά.
Σε μια τέτοια περίπτωση, οι χώρες αυτές μπορούν να δανειστούν, σε δολάρια ή ευρώ, από άλλα κράτη με υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια με πολύ μικρό επιτόκιο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Ωστόσο, για να αυξηθούν τα κεφάλαια SDR ή να μεταβληθεί ο τρόπος χρηματοδότησης, χρειάζεται η αλλαγή του κανονισμού, όπου βαρύνων είναι και πάλι ο ρόλος των ΗΠΑ.
Προς επίσπευση των αλλαγών
Ενώ στη Σύνοδο του G20 συμφωνήθηκε οι όποιες αλλαγές να γίνουν με ορίζοντα τετραμήνου, η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού μιας σειράς ευρωπαϊκών κρατών και η νευρικότητα που επικρατεί στις αγορές οδηγούν αναγκαστικά στην επίσπευση του χρόνου λήψης των αποφάσεων, καθώς πλέον εκφράζονται ανησυχίες για την τύχη συνολικά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η όποια εμπλοκή υπάρχει αυτή τη στιγμή αφορά το ποιος θα παράσχει την απαιτιύμενη ρευστότητα το επόμενο διάστημα. Οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν έχουν την απαιτούμενη ευχέρεια για ένα νέο «Σχέδιο Μάρσαλ» για την ευρωζώνη, ούτε καν είναι σε θέση να προβούν σε αυξημένο δανεισμό.
Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκεται, πέρα από τη συμμετοχή των κρατών της ευρωζώνης που διαθέτουν ευχέρεια, είναι η συνδρομή των αναδυόμενων οικονομιών: των λεγόμενων BRICs (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και όσων χωρών τα δημοσιονομικά τούς επιτρέπουν την τοποθέτηση κεφαλαίων στο δανεισμό προβληματιών οικονομιών της ευρωζώνης. Αλλά και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο παρουσιάζεται εμπλοκή, καθώς αφενός οι αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται σε αναζήτηση προσοδοφόρων επενδύσεων, αφετέρου ενδεχόμενη απαίτηση για υψηλά επιτόκια δανεισμού καθιστά τη λύση μη βιώσιμη.
Οι ΗΠΑ εντείνουν ωστόσο την πίεση σε αυτές τις χώρες, με βασικό όπλο την επιχειρηματολογία ότι η περαιτέρω υποχώρηση του ευρώ ή η προοπτική της αποσύνθεσης της ευρωζώνης θα συμπαρασύρει τη διεθνή οικονομία σε νομισματικό πόλεμο και εκ νέου ύφεση, απειλώντας και τις εξαγωγές τους.
Σε κάθε περίπτωση, καθοριστική θα είναι και η κατάληξη της συνόδου κορυφής της Ε.Ε. μέσα στον Δεκέμβριο, καθώς από τα μηνύματα που θα εκπέμψει η ηγεσία της θα εξαρτηθούν και οι αντιδράσεις των υπόλοιπων εταίρων του ΔΝΤ.