Η επίθεση εις βάρος της αιχμηρής δημοσιογραφίας στην Τουρκία οξύνθηκε το 2014, αλλά έγινε ακόμη σφοδρότερη μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον περασμένο Ιούλιο, στερώντας από τον τουρκικό πληθυσμό την πρόσβαση σε μία τακτική ροή ανεξάρτητης πληροφόρησης από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και τους τηλεοπτικούς σταθμούς της χώρας σχετικά με τις εσωτερικές εξελίξεις.
Σε μία έκθεσή της 69 σελίδων με τίτλο «Φιμώνοντας τα Τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης: Η Κυβέρνηση Εντείνει τις Επιθέσεις Έναντι των Επικριτικών Μέσων Ενημέρωσης», η οργάνωση αναφέρει τα πέντε βασικά στοιχεία της καταστολής των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης στην Τουρκία, περιλαμβανομένης της χρήσης του ποινικού δικαστικού συστήματος για τη δίωξη και φυλάκιση δημοσιογράφων με ψευδείς κατηγορίες για τρομοκρατία, προσβολή δημόσιων αξιωματούχων ή εγκλήματα κατά του κράτους.
Η Human Rights Watch καταγράφει απειλές και άσκηση σωματικής βίας εις βάρος δημοσιογράφων και δημοσιογραφικών οργανισμών, κρατικές παρεμβάσεις στην ανεξαρτησία του δημοσιογραφικού έργου και άσκηση πίεσης σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς να απολύσουν τους αρνητικά προσκείμενους δημοσιογράφους. Επιπλέον, την εξαγορά ή το κλείσιμο από τις αρχές των ιδιωτικών εταιρειών μέσων ενημέρωσης και τους περιορισμούς στην πρόσβαση στα ραδιοκύματα, την επιβολή προστίμων και το κλείσιμο των επικριτικών τηλεοπτικών σταθμών.
“Η φυλάκιση 148 δημοσιογράφων και εργαζόμενων στα μέσα ενημέρωσης και το κλείσιμο 169 οργανισμών μέσων ενημέρωσης και εκδοτικών οργανισμών υπό το καθεστώς της κατάστασης συναγερμού δείχνει πως η Τουρκία σκοπίμως παραβιάζει τις βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου που είναι κομβικά για τη δημοκρατία”, λέει ο Χιου Γουίλιαμσον, ο διευθυντής του παραρτήματος Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας της Human Rights Watch.
Η οργάνωση διαπίστωσε ότι η καταστολή δεν είχε στόχο μόνο τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης που συνδέονται με το κίνημα του ιμάμη Γκιουλέν, το οποίο η κυβέρνηση χαρακτηρίζει τρομοκρατική οργάνωση και θεωρεί υπεύθυνο για το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, αλλά και τα φιλοκουρδικά μέσα ενημέρωσης και τις ανεξάρτητες φωνές που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, όπως για παράδειγμα η εφημερίδα Cumhuriyet και οι δημοσιογράφοι της.
Η έκθεση βασίστηκε σε 61 συνεντεύξεις με δημοσιογράφους, εκδότες, δικηγόρους και ακτιβιστές της ελευθεροτυπίας καθώς και στην εξέταση δικαστικών εγγράφων που συνδέονται με τη δίωξη και τη φυλάκιση δημοσιογράφων και εργαζόμενων στα μμε.
Οι δημοσιογράφοι που έδωσαν συνέντευξη περιέγραψαν την ασφυκτική πίεση που υφίσταντο κατά την τέλεση της δουλειάς τους και τον ξαφνικό περιορισμό της έκτασης που τους δινόταν για την κάλυψη θεμάτων που η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να δουν το φως της δημοσιότητας. Πολλοί από εκείνους που μίλησαν στη συνέχεια συνελήφθησαν και σήμερα είναι προφυλακισμένοι ή αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό για να μη συλληφθούν.
Ανάμεσά τους, ο αρθρογράφος της Cumhuriyet Καντρί Γκιουρσέλ και ένας πρώην ρεπόρτερ της Zaman, ο Χανίμ Μπουσρά Ερντάλ, που βρίσκονται στη φυλακή, καθώς και ο πρώην ρεπόρτερ της Radikal Φατίχ Γιαγκμούρ, ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη χώρα.
«Αυτή η κυβέρνηση δολοφονεί την ίδια τη δημοσιογραφία»
«Στο παρελθόν οι δημοσιογράφοι στην Τουρκία δολοφονούνταν. Αυτή η κυβέρνηση δολοφονεί την ίδια τη δημοσιογραφία», δήλωσε ένας δημοσιογράφος στην Human Rights Watch.
Οι δημοσιογράφοι κατήγγειλαν περιορισμένη πρόσβαση στο κυρίως κουρδικό νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, όπου έχουν κλιμακωθεί οι συγκρούσεις μετά την κατάρρευση της εκεχειρίας ανάμεσα στην κυβέρνηση της Άγκυρας και στους ένοπλους αντάρτες του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) τον Ιούλιο 2015, καταστρέφοντας την αβέβαιη ειρηνευτική διαδικασία που μετρούσε 2,5 χρόνια.
Οι εκπρόσωποι του Τύπου που εργάζονται στα νοτιοανατολικά αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους και έχουν δεχτεί απειλές, έχουν συλληφθεί και έχουν πέσει θύματα κακομεταχείρισης από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και από την αστυνομία, ακόμη και από πολίτες, κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού τους έργου.
Ωστόσο, κατά τον τελευταίο χρόνο οι επιθέσεις εις βάρος δημοσιογράφων δεν έχουν περιοριστεί στα νοτιοανατολικά, όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση των επιθέσεων με θύματα τον πρώην διευθυντή της Cumhuriyet Τζαν Ντουντάρ, τον δημοσιογράφο του CNNTürk Αχμέτ Χακάν έξω από το σπίτι του, αλλά και εναντίον της εφημερίδας Hürriyet.
Οι δημοσιογράφοι που έδωσαν συνέντευξη στην οργάνωση εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν οι αρχές προτίθενται να ερευνήσουν τις απειλές και τις επιθέσεις εις βάθος και για το αν οι δίκες των υπόπτων θα έχουν αποτέλεσμα.
Με αφορμή τις διαπιστώσεις της οργάνωσης η τουρική κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει την πολιτική των κρατήσεων και των διώξεων των δημοσιογράφων με κριτήριο το έργο τους ή τις υποψίες για διασυνδέσεις τους, να διασφαλίσει ότι το όποιο κλείσιμο δημοσιογραφικών οργανισμών ή μέσων ενημέρωσης στη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα είναι η έσχατη λύση, να καταδικάσει και να διασφαλίσει την έγκαιρη και αποτελεσματική έρευνα για τις επιθέσεις με θύματα δημοσιογράφους, να σταματήσει τη στρεβλή χρήση του ποινικού κώδικα για να τίθενται τα μμε υπό διαχείριση και να εναρμονίσει τον ποινικό κώδικα και τον αντιτρομοκρατικό νόμο με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η οργάνωση καταλήγει ότι οι ΗΠΑ, οι χώρες μέλη της ΕΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να πιέσουν την τουρκική κυβέρνηση να σεβαστεί την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης.