του Θάνου Καμήλαλη
Τον Οκτώβριο, ο Πρωθυπουργός έλεγε σε συνέντευξή του: «Θέλω να στείλω ένα μήνυμα και από τη συχνότητά σας και στις πολυεθνικές, στις μεγάλες πολυεθνικές, ότι αν νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι καμία μπανανία στην οποία μπορούν να πουλάνε τα ίδια προϊόντα σε πολύ ακριβότερες τιμές, χωρίς να μας δικαιολογούν την αύξηση του κόστους, είναι βαθιά νυχτωμένοι. Aν χρειαστεί να τα βάλουμε και με πολυεθνικούς κολοσσούς θα το κάνουμε, γιατί αυτοί ουσιαστικά πουλάνε τα ίδια προϊόντα σε άλλες αγορές. Κάντε λίγο υπομονή και θα δείτε τι είναι ακριβώς αυτό το οποίο εννοώ».
Τελικά αυτό που είδαμε είναι τις τιμές να συνεχίζουν να ανεβαίνουν.
Σήμερα Τετάρτη 10/1, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε: «Και στη μάχη αυτή αξιοποιούμε διαρκώς νέα εργαλεία πολιτικής μέχρι να καταλάβουν όλοι, και θα έλεγα ειδικά οι πολυεθνικές εταιρείες, ότι η Ελλάδα δεν είναι “μπανανία” και ότι ο πληθωρισμός της απληστίας δεν μπορεί να είναι ανεκτός.»
Φυσικά, η επανάληψη τέτοιων «αυστηρών μηνυμάτων» άνευ αντικρίσματος μειώνει την αξιοπιστία τους. Tα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν διαβάσει κανείς τον ορισμό της «μπανανίας» στην πολιτική επιστήμη: «Η χώρα λειτουργεί ως εμπορική επιχείρηση για αποκλειστικό όφελος της άρχουσας τάξης. Η εκμετάλλευση επιτυγχάνεται με συμπαιγνίες μεταξύ κράτους και ευνοημένων οικονομικών μονοπωλίων. Το κέρδος που προκύπτει από την εκμετάλλευση δημόσιων γαιών μετατρέπεται σε ιδιωτική περιουσία, ενώ τα χρέη που τυχόν προκύπτουν βαρύνουν τα δημόσια ταμεία».
Στο πρόβλημα της ακρίβειας η κυβέρνηση υποστήριξε εξαρχής και επίμονα δύο βασικά επιχειρήματα: Το ότι είναι «παροδικό» και το ότι «είναι παγκόσμιο φαινόμενο». Στο πρώτο διαψεύστηκε παταγωδώς. Το δεύτερο ισχύει σε κάποιο βαθμό, αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτό που κρίνεται είναι το πώς κάθε χώρα αντιμετωπίζει μια παγκόσμια κρίση. Σε μια χώρα όπου, μεταξύ πολλών άλλων, το ρεύμα είναι κατά καιρούς το ακριβότερο στην Ευρώπη, το λάδι έχει αυξηθεί έως και 212%, και το βρεφικό γάλα κατά πολύ ακριβότερο από χώρες όπως η Σουηδία, είναι φανερό πως κάτι δεν λειτουργεί σωστά.
Ο Πρωθυπουργός ανακάλυψε επίσης «χρόνιες στρεβλώσεις οι οποίες έχουν συσσωρευθεί επί πολλά χρόνια στην ελληνική αγορά». Αυτό είναι ένα ακόμα κλασικό επιχείρημα «μπάλας στην εξέδρα» από τη ΝΔ, που συνήθως αναφέρεται ως «διαχρονικές παθογένειες». Να θυμίσουμε, βέβαια, πως κυβερνάει για περίπου 5 χρόνια. Σίγουρα ωστόσο, μία χρόνια στρέβλωση είναι η πεποίθηση ότι αν η αγορά αφεθεί, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση (τι είμαστε καμιά Σοβιετία;) στα χέρια μερικών ισχυρών εταιρειών τότε θα δουλέψει προς όφελος του καταναλωτή. Διαπιστώνεται ξανά και ξανά πώς αυτό δεν συμβαίνει την ώρα που οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις πανηγυρίζουν επανειλημμένα για τα κέρδη τους σε περιόδους «κρίσης». Είναι θέμα χρόνου να το διαπιστώσουμε ξανά, στη νέα φανταστική ιδέα με τα χρωματιστά τιμολόγια ρεύματος.
Λίγη ώρα μετά τη δήλωση Μητσοτάκη, ο Υπουργός Ανάπτυξης, Κώστας Σκρέκας ανακοίνωσε τέσσερα νέα μέτρα «κατά της ακρίβειας», τα οποία χαρακτήρισε ως «μια κρίσιμη και δραστική παρέμβαση που επιτυγχάνει: άμεση μείωση της τιμής σε βασικά αγαθά στα ράφια». Καταρχάς είναι περίεργο που χρειάζονται νέα μέτρα, καθώς ο ίδιος υπουργός πριν λίγες εβδομάδες διαφήμιζε γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ για τις «χαμηλές τιμές της». Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, τα μέτρα θα έχουν αποτέλεσμα κάποιου είδους συγκράτηση των τιμών σε κάποια προϊόντα. Στην πιο πιθανή περίπτωση, οι ανατιμήσεις θα συνεχιστούν και ο Πρωθυπουργός θα ξαναξορκίσει τον όρο «μπανανία».
«Ο Πρωθυπουργός μίλησε για πληθωρισμό απληστίας» σημείωσε σήμερα στη «Φάρμα» ο οικονομολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, Λεωνίδας Βατικιώτης. «Οκ, ναι. Αλλά η απληστία από κάποιους παράγεται, έχουν όνομα και επίθετο. Δεν είδαμε να παίρνεται κανένα μέτρο γι αυτούς. Είδαμε μάλιστα, τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά το τελευταίο έτος, το 2023, ότι οι αποδόσεις των μετοχών συγκεκριμένων εταιρειών, οι οποίες έχουν πολύ μεγάλα μερίδια αγοράς και στα Τρόφιμα και στην Ενέργεια να είναι πάρα πολύ μεγάλες. Να τα και τα μεγάλα περιθώρια κέρδους, να τη και η απληστία. Γιατί δεν παίρνουμε μέτρα πάνω σε αυτές τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Και για το πώς τιμολογούν και για να τους γίνει μία διατίμηση στα βασικά τους προϊόντα». Μα θα «χτυπήσουμε» την «ανάπτυξη της χώρας»; «Εκεί καταλαβαίνουμε το ότι αυτή η ανάπτυξη έχει κάποιους κερδισμένους και κάποιους χαμένους», συνέχισε. «Οι χαμένοι είναι και οι καταναλωτές και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Που μάλιστα δεν έχουν το περιθώριο να τιμολογούν αυθαίρετα».
Από τις ανακοινώσεις Σκρέκα έλειπε λοιπόν η λέξη «διατίμηση», δηλαδή ο προκαθορισμός από το κράτος της ανώτατης τιμής πώλησης ενός προϊόντος. Ο κ.Βατικιώτης μίλησε για ανάγκη διατίμησης, σε βασικά αγαθά όπως το λάδι, όπου οι αυξήσεις είναι αδικαιολόγητα μεγαλύτερες από την Ευρώπη. Ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτή, Γ.Λεχουρίτης, για «ανώτατο περιθώριο κέρδους». Λείπει επίσης για άλλη μία φορά η μείωση του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, τα έσοδα από τους οποίους αυξάνονται για το κράτος αναλογικά με τις ανατιμήσεις, οδηγώντας μεταξύ άλλων σε «υπεραπόδοση φορολογικών εσόδων». Kαι λείπει, τέλος, το αρρύθμιστο ζήτημα του κόστους Ενέργειας, που εδώ και χρόνια πλέον είναι ένας απο τους παράγοντες που ανεβάζουν τα κόστη στην παραγωγή.
Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης όμως επιτυγχάνεται. Ο στόχος είναι να δείξει ότι «κάτι κάνει», ότι «προσπαθεί». Γι αυτό άλλωστε διαφημίζονται τόσο πολύ και τα πρόστιμα που επιβάλλονται, τα οποία όμως, όπως σημειώνει το ΚΚΕ, για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ είναι το 0,1% του ετήσιου τζίρου τους. Σε συνδυασμό με τις ελάχιστες αυξήσεις στο ονομαστικό εισόδημα, αυτό το επικοινωνιακό «κάτι κάνει» είναι η συνταγή συγκράτησης των ποσοστών. Για όλα τα υπόλοιπα υπάρχουν δικαιολογίες: Οι παγκόσμιες κρίσεις, οι «άλλοι που θα τα έκαναν χειρότερα», η εντελώς αυθαίρετη υπόθεση που προπαγανδίζεται ότι «κάνουν ό,τι μπορούν με βάση τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας». Κάπως έτσι καταλήγουμε στον πάτο της Ε.Ε. σύμφωνα σε κατηγορίες όπως «αποταμιεύσεις τον μήνα» ή «ευκολία πληρωμής λογαριασμών».
Λέγεται ότι η οικονομία είναι «το δυνατό χαρτί» της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Περιέργως όμως, την ώρα που το οικονομικό επιτελείο πανηγυρίζει π.χ. για την επενδυτική βαθμίδα, συζητάμε τόσο καιρό τη μία για την τιμή του μακαρονιού, την άλλη για αυτήν του ρεύματος, την τρίτη για το λάδι και την τέταρτη για το βρεφικό γάλα. Θα έπρεπε να μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι αυτά δεν είναι σημάδια οικονομικής ευμάρειας.