Eκδήλωση διοργάνωσε, το βράδυ της Δευτέρας, η Δημοτική Τοπική Οργάνωση Νέας Δημοκρατίας Αγίας Παρασκευής με θέμα «Σύγχρονες πολιτικές για τη στήριξη της γυναίκας». Η Ζωή Ράπτη ξεκίνησε τον λόγο της γεμάτη ικανοποίηση για της πορεία της πανδημίας που επέτρεψε πια τις συναντήσεις. «Ξέρουμε πόσο δούλεψε η κυβέρνηση για να είμαστε όλοι μαζί. Όλοι θυμόμαστε τα μέτρα που πρώτος πήρε ο πρωθυπουργός με εκείνο το περίφημο καρναβάλι της Πάτρας που δεν έγινε κι έτσι σωθήκαμε όλοι από το πρώτο κύμα της πανδημίας. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση ενίσχυσε το ΕΣΥ, με 15.000 επικουρικούς και μόνιμους γιατρούς και νοσηλευτές, και οργάνωσε την επιχείρηση “ελευθερία”. Πάνω από 85% -αγγίζοντας το 90% του ελληνικού πληθυσμού είναι εμβολιασμένοι» ανέφερε αρχικά για να μιλήσει για το …έργο στο δικό της χαρτοφυλάκιο.

«Ζήσαμε, από τον εγκλεισμό, άγχος, φόβο και οι γυναίκες ειδικότερα, που είχαν έναν πολλαπλό ρόλο και στο σπίτι και στη δουλειά, τον βίωσαν με πρόσθετο άγχος, διαταραχές» είπε και τόνισε πως ως αρμόδια σ’ αυτό το τμήμα του υπουργείου, δούλεψε για «δημιουργία νέων δομών κι υπηρεσιών στήριξης των κακοποιημένων γυναικών, δημιουργία πάνω από 10 επιπλέον γραφείων σε αστυνομικά τμήματα ώστε να καταγγέλλον βία τα θύματα».

«Να διαδώσουμε την ανάγκη να υποστηριχτεί η κυβέρνηση και στις επόμενες εκλογές. Αν δεν υπήρχε ο πρωθυπουργός, η διαχείριση της πανδημίας θα ήταν ολέθρια» κατέληξε.

Η υφυπουργός Υγείας, αρμόδια για την ψυχική υγεία και τις εξαρτήσεις αρνήθηκε να μου μιλήσει μετά την εκδήλωση, για την οποία της ζήτησα δύο λεπτά να μιλήσουμε και να κάνω και κάποιες ερωτήσεις που προέκυψαν από τον λόγο που διάβαζε προσεκτικά από το χαρτί. Η κα. Ράπτη μου απάντησε χαμογελαστά πως θα μου μιλήσει σε λίγο, οι …γύρω της μου είπαν να περιμένω να τελειώσει το διαδικαστικό κομμάτι (φωτογραφίες, χειραψίες γαρ), ενώ ένας υψηλά ιστάμενος μάλιστα με χαρακτήρισε θρασύτατη που θέλησα να της απευθύνω τον λόγο ενώ« είναι εκδήλωση, κι όχι συνέντευξη τύπου».

Περίμενα έως ότου τελειώσουν η ομιλία, όλοι οι χαιρετισμοί, οι φωτογραφίσεις. Η ίδια αδιαφόρησε επιδεικτικά για την ύπαρξή μου, ρίχνοντας μου ούτε βλέμμα, ενώ η γραμματέας της με ενέπαιζε σχετικά με το πότε θα είναι διαθέσιμη για δύο λεπτά να κάνω τη δουλειά μου ως δημοσιογράφος.

Ο πολιτικός, σε μια δημοκρατική κοινωνία, εκλέγεται από τον λαό, για τον λαό. Ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να ερευνά, να αποκαλύπτει, να ρωτά, να ασκεί κριτική στα κακώς κείμενα, να πιέζει προς όφελος της αλήθειας, της ενημέρωσης, του δημοσίου καλού. Θα προχωρήσω τον συλλογισμό μου ένα βήμα παραπέρα από το ότι είναι τουλάχιστον αγένεια να αγνοείς επιδεικτικά έναν εργαζόμενο. Έχει αξία να φωτίσουμε την οπτική όπου ένας πολιτικός (είπαμε – εκλέγεται από τον λαό, για τον λαό) αρνείται αν απαντήσει σ’ έναν δημοσιογράφο για ζητήματα προφανώς όχι προσωπικά, αλλά που άπτονται του επαγγελματικού της ρόλου. Η υπουργός διάβασε δυνατά και καθαρά τα λόγια που ήταν γραμμένα στο χαρτί, καταχειροκροτήθηκε από μέλη της ΝΔ, κι όταν μία δημοσιογράφος ζήτησε να έχει στο τέλος της εκδήλωσης δύο λεπτά για μία δήλωση για την εκδήλωση κι όσα ειπώθηκαν, δέχτηκε απόρριψη. Ξέρετε, στη σχολή μάθαμε πως “και η μη απάντηση, είναι απάντηση”.

Σε μια χώρα που η ελευθερία του Τύπου βρίσκεται στον πάτο της διεθνούς κατάταξης, σε μία χώρα όπου οι δημοσιογράφοι δέχονται επιθέσεις, παρακολουθούνται, διώκονται, δολοφονούνται, σε μία χώρα που η κυβέρνηση έχει καταστρατηγήσει τα συστημικά Μέσα με το μέρος της, -πολλά έχουν γραφτεί άλλωστε και για τη λίστα Πέτσα-, κάθε μέρα αποδεικνύεται η κατρακύλα μας. Πολιτικοί αρνούνται να απαντήσουν σε οτιδήποτε εκτός κειμένου και δημοσιογράφοι προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους….

Η ίδια αρκέστηκε στον λαμπερό λόγο της, κατά τον οποίο ζούμε σε χώρα με άριστες συνθήκες υγείας και πρόνοιας για τους πολίτες, δίχως να πει λέξη που δεν υπήρχε στο χαρτί που είχε μπροστά της.

Η ίδια εξέφρασε το πόσο ενδιαφέρεται η κυβέρνηση για τη βία κατά των γυναικών και την προστασία τους, τη στιγμή που την ίδια μέρα ο υπουργός Δικαιοσύνης με εμμονή ,όπως και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αγνοώντας τα δεκάδες περιστατικά έμφυλης και σεξιστικής βίας και των δολοφονιών κατά των γυναικών, συνεχίζει να μην υιοθετεί τον όρο γυναικοκτονία, χαρακτηρίζοντάς τον «αχρείαστο». Το 2021 έκλεισε με 17 γυναικοκτονίες.

Η ίδια πανηγυρίζει για τη δημιουργία γραφείων σε αστυνομικά τμήματα (έχει μια τάση να επενδύει στην ΕΛ.ΑΣ τούτη η κυβέρνηση) ώστε να καταγγέλλουν περιστατικά βίας οι γυναίκες, τη στιγμή που τους τελευταίους μήνες έχουμε πολλές αναφορές για γυναίκες που κατήγγειλαν βία στην αστυνομία και δεν δέχτηκαν καμία προστασία.

Η ίδια δήλωσε πως ενίσχυσε τις υπηρεσίες και της δομές ψυχικής υγείας. Στη θητεία της, «αποσπασματικά και διάσπαρτα νομοθετήματα οδήγησαν σε πριμοδότηση των ιδιωτικών κλινικών χωρίς κανέναν έλεγχο. Επίσης, στην έως τώρα θητεία της στο τμήμα αυτό, ανακοινώνονται διαρκώς διάσπαρτα μέτρα και νέες αποσπασματικές υπηρεσίες, για παράδειγμα “έγκαιρη παρέμβαση στην ψύχωση”, εγκύκλιοι για μετάβαση σε οικοτροφεία, μεταφορά ασθενών για ακούσια νοσηλεία από ΜΚΟ… Την ίδια στιγμή, δε δημιουργείται καμία νέα δημόσια κοινοτική υπηρεσία, ασθενείς νοσηλεύονται κατά δεκάδες απ’ όλη την Ελλάδα σε Δαφνί και Δρομοκαΐτειο και μετά εγκαταλείπονται στην τύχη τους, αφού δεν υπάρχουν οι υπηρεσίες να τους στηρίξουν στην κοινότητα. Στεγαστικές δομές λειτουργούν με 4-5 άτομα…», δήλωσε στο ΤΡΡ ψυχολόγος στο Δρομοκαΐτειο.