Από τις 29 Φεβρουαρίου μέχρι τις 2 Μαρτίου έλαβε χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη ένα πολύ σημαντικό συνέδριο που διοργάνωσε η εφημερίδα «Καθημερινή» σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics με τίτλο: «Μεταπολίτευση: 50 Χρόνια μετά».
Σε αυτό το συνέδριο, όπως μας ενημέρωνε και η ανακοίνωσή του, συμμετείχαν «κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, τεχνοκράτες και δημοσιογράφοι». Και ήταν, πράγματι, ένα συνέδριο που απέδωσε με ακρίβεια όλα όσα ευαγγελιζόταν, κομμένο και ραμμένο στα «ανωτέρου επιπέδου» μέτρα της πιο «σοβαρής» -όπως πολλαπλώς ειπώθηκε – εφημερίδας που υπάρχει αυτή τη στιγμή στη χώρα, χωρίς να παρεκκλίνει ούτε στο ελάχιστο από τις υποσχέσεις για μια εφ’ όλης της ύλης οικονομική και δημοσιονομική ανάλυση των τελευταίων πενήντα ετών με το βλέμμα πάντα στραμμένο προς το -μάλλον σκιώδες- μέλλον.
Όντως, οι κεντρικοί συμμετέχοντες του συνεδρίου ήταν εξέχοντα πρόσωπα της πολιτικής και ακαδημαϊκής σκηνής που μονοπώλησαν το δεύτερο μισό της μεταπολιτευτικής περιόδου, που χονδρικά μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Εκκωφαντική, όμως, υπήρξε η απουσία της γενιάς που έφερε την Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, δηλαδή της γενιάς του Πολυτεχνείου, η οποία γενιά όπως και τα αιτήματά της, απωθήθηκαν κατά κόρον με ποικίλους τρόπους από την πλειονότητα των συμμετεχόντων στις εν λόγω διαδικασίες.
Με άλλα λόγια, από το συνέδριο της «Καθημερινής» έλειπε εκκωφαντικά η οποιαδήποτε παραγωγική αναφορά στο σημαίνον «λαός», με όλες τις αγκυλώσεις και τις ιδιομορφίες με τις οποίες παρουσιάστηκε σε όλο αυτό το αχανές φάσμα των πενήντα ετών. Έτσι η αποτίμηση της περιόδου της Μεταπολίτευσης αφέθηκε, ως επί το πλείστων, σε προσωπικότητες που ανήκουν στην ιδιότυπη ελίτ της χώρας, δηλαδή σε εκείνους που έχουν αναλάβει ως βασικό τους καθήκον να κατασπαράξουν τη σάρκα και τα σωθικά της και να διαμελίσουν τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες σφυρηλατήθηκαν όλα τα ανταγωνιστικά πεδία της πολιτικής και της κουλτούρας έτσι όπως αυτά αναδύθηκαν ακμάζοντα μετά την πτώση της Χούντας. Αυτή, βέβαια, είναι η «άλλη», η ανώριμη άποψη, διότι από ότι φάνηκε από το συνέδριο, υπάρχει και εκείνη η Μεταπολίτευση, που, εν τέλει, μάλλον «πέτυχε» ως συνταγή χωρίς, όμως, να καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά τις περισσότερες παιδικές αρρώστιες και παθογένειες της μεταπολιτευτικής κουλτούρας.
Το δήλωσε, χαριτολογώντας, και η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη στην αρχή της συνομιλίας της με τον Αλέξη Τσίπρα, όταν τόνισε πως «ήταν πολύ χαρούμενη» που ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν «στο σωστό συνέδριο για τη Μεταπολίτευση», υπονοώντας, μάλλον, πως όλες οι υπόλοιπες δράσεις που έγιναν για τα πενήντα χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και από τις απαρχές της Μεταπολίτευσης είναι «λάθος» ή έστω, όχι αρκετά υπολογίσιμες ως διαδικασίες μέσα στο πλαίσιο της realpolitik και των «ενηλικιωμένων» συζητήσεων που πρέπει να γίνονται για αυτή την περίοδο, μακριά από «χίμαιρες» και αριστερά «φληναφήματα» χωρίς πραγματικό βάθος. Αν μη τι άλλο, είναι γεγονός ότι αυτός ο μισός αιώνας της Μεταπολίτευσης οδήγησε σταδιακά στον απόλυτο θρίαμβο των οικονομικών και πολιτικών ελίτ και στην ολοκληρωτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, αφήνοντας πίσω της μια αριστερά διαλυμένη, καταβεβλημένη και πολιτικά αφοπλισμένη. Ταυτόχρονα, υπό πλήρη διάλυση βρίσκεται και ό,τι θεωρούμε στην Ελλάδα ως «κέντρο», ως την μετριοπαθώς «προοδευτική παράταξη» που ήταν ιστορικά το αντίπαλο δέος της δεξιάς.
Φυσικά, το συνέδριο της «Καθημερινής» δεν ήταν ένα επιστημονικό συνέδριο και ας συμμετείχαν μέσα σε αυτό «διακεκριμένοι» επιστήμονες της Ελλάδας και του εξωτερικού, δεν αποτελούσε, δηλαδή, αποκλειστικά ένα συνέδριο ιστορικών ή πολιτικών επιστημόνων, ούτε καν οικονομολόγων που θα παρέθεταν συγκεκριμένα δεδομένα, αναλύσεις και ερμηνείες για συγκεκριμένες οικονομικές πτυχές της περιόδου. Αυτοί είναι οι «άλλοι», εκείνοι που δεν είχαν πολύτιμο χώρο και χρόνο σε αυτό το «σωστό» συνέδριο. Ήταν, μάλλον, μια πρώιμη εαρινή σύναξη σύσσωμης της κυρίαρχης τάξης της χώρας, που προσπάθησε να στοχαστεί με μια υποφώσκουσα χαιρεκακία για το πως κατέληξε η Μεταπολίτευση να πάψει πια να είναι Μεταπολίτευση και να μετατραπεί σε «κάτι άλλο», σε μια άλλη πολιτική και ιστορική συγκυρία, στην όψιμη μορφή της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας που αναμένει με ανυπομονησία την έλευση της Τέταρτης. Κυρίως, όμως, να νίψει τας χείρας της για τις πολιτικές που εκπροσώπησε κατά καιρούς η εκάστοτε παράταξη στην οποία ανήκε ο/η κάθε συμμετέχων/ουσα δρασκελίζοντας με «υπευθυνότητα» τα θολά νερά της μετά-οικονομικής κρίσης εποχής.
Είναι αλήθεια πως μέσα στο πλαίσιο της μακράς διάρκειας (longue durée) μιας μεταπολιτευτικής κατάστασης που γίνεται αντιληπτή περισσότερο ως ένας ατέρμονος κοινωνικοπολιτικός χρονότοπος παρά ως μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδος με σαφή χρονολογικά όρια, είναι αδύνατο να μην αναδυθούν αντιφατικές θεωρήσεις και ερμηνείες, ανταγωνιστικές ηγεμονικές πολιτικές κάθε είδους και ατελείωτες διαβαθμίσεις των συνεχώς εναλλασσόμενων διακυβευμάτων της δημόσιας σφαίρας. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ακριβώς τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν την ίδια την ουσία της Μεταπολίτευσης, και διαμόρφωσαν, εν πολλοίς, τις διαφορετικές νοοτροπίες που κυριάρχησαν -και συνεχίζουν να κυριαρχούν- για δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία. Συνολικές αποτιμήσεις τέτοιου είδους μακρών χρονικών περιόδων βαδίζουν νομοτελειακά σε μια ελλειπτικότητα των τοποθετήσεων των συμμετεχόντων και στα στεγανά όρια που έχουν τεθεί εξαρχής από τη διαρκή προσπάθεια απόδοσης της μεγάλης εικόνας. Ακολούθως, τέτοιου είδους θεωρήσεις είναι αναπόφευκτο να καταλήξουν είτε να αντιμετωπίζουν αυτόν τον μισό αιώνα ως μια ενιαία περίοδο, παραλείποντας αναγκαστικά όλες τις ιδιομορφίες και τις ανταγωνιστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν -όπως και τα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια εντός των οποίων αναπτύχθηκαν- μέσα στο πέρασμα των χρόνων, είτε να προβαίνουν σε αυθαίρετους χρονικούς διαχωρισμούς οι οποίοι προσιδιάζουν στις πολιτικές στρατηγικές των εκάστοτε κυβερνήσεων που βρέθηκαν στο τιμόνι της χώρας ανά περιόδους.
Εν τέλει, ποιος μπορεί να απαντήσει ουσιαστικά στο πάγιο ερώτημα που έθετε το εν λόγω συνέδριο, αν η Μεταπολίτευση τελικά «πέτυχε»; Εάν ήταν μια πορεία προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο;
Το ίδιο ερώτημα που τέθηκε, μεταξύ άλλων, και από την εταιρεία δημοσκοπήσεων PULSE RC σε ένα ορισμένο δείγμα ερωτηθέντων που είχαν κάποιες μνήμες από τις απαρχές της Μεταπολίτευσης και μετά. Αυτή ήταν και η μοναδική στιγμή κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που ο λόγος δόθηκε στον «λαό» μέσα από τη μόνη μορφή που μπορεί να γίνει αντιληπτή από τη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, τα στατιστικά δεδομένα. Φυσικά, ένα άμεσο ερώτημα που αναδύεται είναι πως θα ήταν δυνατό να είχαμε χειρότερη πορεία από την ακριβώς προηγούμενη περίοδο της Μεταπολίτευσης, δηλαδή τη Χούντα; Η μόνη περίπτωση να πήγαιναν όντως τόσο δραματικά χειρότερα τα πολιτικά πράγματα το τόπου είναι εάν λάμβανε χώρα ένα πραξικόπημα και μια δεύτερη κατάλυση της δημοκρατίας, κάτι που αποφεύχθηκε ακόμα και την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπου υπήρχε μεν κατά συρροή αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά όχι κάποια τόσο ριζική αλλαγή του. Αυτή η αφηρημένη στάση που υιοθετήθηκε στο συνέδριο έχει από πίσω της μια βαθιά ιστορική υπόσταση ξεκινώντας από το εμβληματικό Δ’ ψήφισμα της Αναθεωρητικής Βουλής του 1974 όπου αναγραφόταν με κεφαλαία γράμματα πως «Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΚΑΙΩ ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΚΑΤΕΛΥΘΗ».
Το πραξικόπημα και η κατάληψη της εξουσίας από τους Συνταγματάρχες αποτελούσε μια πολιτική και ιστορική παρένθεση που διέκοψε απότομα τη δημοκρατική τροχιά στην οποία είχε εισέλθει η Ελλάδα τη δεκαετία του 1960. Μια παρένθεση που αναγνώριζαν και οι ίδιοι οι συνταγματάρχες και προσπάθησαν ανεπιτυχώς να φιλελευθεροποιήσουν το στρατιωτικό καθεστώς σε μια προσπάθεια ώστε αυτό να νομιμοποιηθεί τόσο πρακτικά όσο και στις λαϊκές συνειδήσεις, όπως παρατήρησε και ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ στην εισήγησή του. Ως εκ τούτου, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υπήρξε ταυτόχρονα και μια άτυπη συνέχεια του προδικτατορικού καθεστώτος, με αρκετά στελέχη των προηγούμενων πολιτικών μορφωμάτων να παραλαμβάνουν νευραλγικές θέσεις εξουσίας, αλλά και από μια συστηματική προσπάθεια διαχωρισμού των πολιτικών πραγμάτων από τις προηγούμενες δεκαετίες που απέπνεαν διάχυτη τη μυρωδιά του Εμφυλίου Πολέμου, των μαζικών διώξεων των αριστερών και προοδευτικών ανθρώπων, του «βαθέος» κράτους, των παρακρατικών δολοφονιών και του ιδιοτελή μιλιταρισμού των ελληνικών στρατευμάτων που αυτονομήθηκαν από το παλάτι και την κυβέρνηση και οδήγησαν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η πραγματικά ριζική αλλαγή από την προηγούμενη περίοδο υπήρξε η αλλαγή του πολιτεύματος από Βασιλευομένη σε Αβασίλευτη Δημοκρατία, το γεγονός, δηλαδή, ότι ο λαός έδιωξε τον βασιλιά στο δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου του 1974.
Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια χαρακτηρίστηκαν από αυτόν τον άτυπο διχασμό, κάτι που καθόρισε ριζικά και την ανάπτυξη όλων των πολιτικών λόγων που αναδύθηκαν εκείνη την περίοδο, από τη μετονομασία της ΕΡΕ σε μια Νέα Δημοκρατία που απομακρύνονταν από το σκιώδες πολιτικό της παρελθόν, μέχρι την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου με διάχυτα αφηρημένο το πολιτικό αφήγημα του σοσιαλισμού και την αναδιοργανωτική κατάσταση που επικρατούσε στο -νόμιμο πλέον- ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού αλλά και των υπολοίπων δυνάμεων της αριστεράς, κοινοβουλευτικής ή μη. Τα πρώτα μεταβατικά χρόνια από την πτώση της Χούντας, λοιπόν, αποτελούσαν ταυτόχρονα και μια ιδιότυπη συνέχεια και μια τομή σε συσχετισμό με την προδικτατορική περίοδο και τοιουτοτρόπως αντιμετωπίζονται ως «η σύντομη Μεταπολίτευση» από πολλούς πολιτικούς και θεωρητικούς της Μεταπολίτευσης.
Το ερώτημα λοιπόν αν η Μεταπολίτευση ήταν μια πορεία προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο δεν απευθυνόταν μόνο στα χρόνια της χούντας, αλλά και της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης πριν από το Απριλιανό πραξικόπημα, την περίοδο που ο αείμνηστος Ηλίας Νικολακόπουλος είχε ονομάσει ως «καχεκτική δημοκρατία», χωρίς όμως αυτή η θεώρηση να διευκρινίζεται με τον οποιονδήποτε τρόπο ή να διατυπώνεται επαρκώς στο συνέδριο, κάτι το οποίο τόνισε στην αρχική του εισήγηση και ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, λέγοντας πως «αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά τους πολιτικούς επιστήμονες» αλλά πράγματι πριν από την χούντα είχαμε «απλούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς» και όχι μια «φιλελεύθερη δημοκρατία». Ούτως ή άλλως, το συνέδριο κατά κύριο λόγο επικεντρώθηκε στα πολιτικά πεπραγμένα του δεύτερου μισού αυτής της μακράς Μεταπολίτευσης, με συγκεκριμένες και στοχευμένες παρατηρήσεις και αναφορές στο πρώτο μισό της περιόδου οι οποίες λειτουργούσαν, κυρίως, ως όχημα ομαλής μεταβίβασης των συζητήσεων σε πιο πρόσφατα ζητήματα εσωτερικής, εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής παρά ως ξεχωριστές αναλυτικές κατηγορίες.
Αυτό που χαρτογραφήθηκε αδρά μέσα από τις τοποθετήσεις των περισσότερων συμμετεχόντων δεν ήταν μόνο μια γενική άποψη της Μεταπολίτευσης μέσα από τις αντιλήψεις των νευραλγικών προσωπικοτήτων της αλλά η μεγάλη εικόνα του σημερινού πολιτικού τοπίου της χώρας. Στις συζητήσεις, όπως ήταν φυσικό, αναδύθηκαν όλα τα θεωρητικά σχήματα και οι απανταχού δυϊσμοί που χαρακτήρισαν την Ελληνική πολιτική του τελευταίου μισού αιώνα. Ζητήματα όπως η διεθνής θέση της χώρας, εάν τελικά ανήκουμε στη Δύση, στην Ανατολή ή στους Έλληνες, θεωρητικοί και ιδεολογικοί διχασμοί για την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού και της εξωστρέφειας ή την εσωστρεφή Ελλάδα, της μίζερης παρωχημένης παράδοσης που «εδράζεται στις ιστορικές εμπειρίες του Βυζαντίου, της Ορθοδοξίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Τουρκοκρατίας» και των θρυμματισμένων θεσμών που γίνονται έρμαιο κάθε είδους λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός, ο εχθρός με τα χίλια πρόσωπα, πρόκυπτε και επαναφερόταν διαρκώς στις συζητήσεις, όχι όμως ο λαϊκισμός ως πολιτικός λόγος των ηγετικών μορφών της μεταπολιτευτικής περιόδου που εργαλειοποίησε μια σειριά από σημαίνουσες έννοιες κατά το δοκούν για να οδηγηθούν οι λαϊκές συνειδήσεις στη στελέχωση των μεταπολιτευτικών δίπολων, αλλά ο λαϊκισμός που είναι ταυτόσημος με τις λαϊκές διεκδικήσεις, που βάζει φρένο στην εκσυγχρονιστική πορεία της χώρας, που είναι εκτός πραγματικότητας και απαιτεί ασυνάρτητα πράγματα που είναι αδύνατο να γίνουν.
Με άλλα λόγια, το συνέδριο ήταν μια ελεγεία στον αντιλαϊκισμό ως στρατηγική και ως πολιτικό πρόταγμα, για να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν σε σταδιακή αφυδάτωση των θεσμών και της οικονομίας της χώρας. Αντίστοιχα, ήταν και ένα εργαλείο αποποίησης των ευθυνών για τα παραπάνω, μέσα στις κατά τα άλλα ειλικρινείς τοποθετήσεις που ακούστηκαν αυτές τις τρεις ημέρες, που έδιναν όμως την εντύπωση ότι όλοι μοιραζόμαστε τις ευθύνες για τις μεταπολιτευτικές δυσανεξίες της χώρας, αλλά ταυτόχρονα καμία από αυτές τις κορυφαίες προσωπικότητες δεν ευθύνεται για την κατάσταση της ποιότητας της δημοκρατίας μας, καθώς οι περισσότεροι πιέστηκαν από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες χωρίς να τους επιτραπεί ποτέ να διαβούν τον Ρουβίκωνα των μεγάλων μεταρρυθμίσεων.
Ειδικά οι προερχόμενοι από τη Νέα Δημοκρατία και η συντηρητική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ ήταν ξεκάθαροι σε αυτό το ζήτημα, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να ενδίδουν σε κανενός είδους λαϊκισμό, όπου λαϊκισμός σημαίνει τα λαϊκά αιτήματα. Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να ελέγχονται από τον λαό, που δεν ξέρει και δεν γνωρίζει πως πρέπει να διαμορφωθούν τα κοινωνικοπολιτικά και δημοσιονομικά πράγματα, ενώ γίνεται έρμαιο της κάθε αντιπολιτευτικής πολιτικής ατζέντας. Για παράδειγμα, για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ήταν λαϊκιστικά τα αιτήματα για αποχώρηση της χώρας μας από το ΝΑΤΟ μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενέδωσε σε αυτό τον λαϊκισμό ενώ όφειλε να σταθεί στο ύψος των διεθνών περιστάσεων.
Αντίστοιχα, όπως φάνηκε από τις συνεδριακές συζητήσεις, πέραν από τα τοπικά και εσωτερικά συμφέροντα και τις διάχυτες μικροπολιτικές, οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις σε κεντρικά ζητήματα της χώρας πήγαν πίσω για πολλά χρόνια λόγω της παθογένειας του λαϊκισμού που τάραζε τη χώρα ήδη πριν και από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και επανήλθε καταιγιστικός τα μεταπολιτευτικά χρόνια. Το ασφαλιστικό, η εκπαίδευση, τα πανεπιστήμια, οι τοπικές αυτοδιοικήσεις, η δικαιοσύνη, το κοινωνικό κράτος, η εξωτερική πολιτική, και γενικά κάθε προσπάθεια μιας ριζικής αλλαγής του διοικητικού τοπίου της χώρας έβρισκε συνεχώς ανάχωμα τους «Άλλους», όποιοι και αν ήταν αυτοί οι «Άλλοι» ανά χρονική περίοδο.
Αυτού του είδους ο λόγος, με την έννοια του discourse, δεν είναι άγνωστος στη δημόσια σφαίρα αλλά έχει ταυτιστεί με τον κυρίαρχο λόγο από το δεύτερο μισό της Μεταπολίτευσης και μετά. Για τον αντιλαϊκιστικό λόγο έτσι όπως αναπτύχθηκε στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η «αναχρονιστική», υποτίθεται, «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ταυτίζεται με όλα τα στραβά και τα άσχημα που έχουν συμβεί στη χώρα, αποτελώντας το διαρκές εμπόδιο που συναντούν οι φερόμενες ως «δυνάμεις της προόδου» στην υλοποίηση οποιασδήποτε εκσυγχρονιστικής μεταρρύθμισης, οποιασδήποτε «αλλαγής» της χώρας προς κάτι νέο και διαφορετικό, προς μια κοινωνία που δεν πλήττεται από οικονομικές κρίσεις και τεράστιες ανισότητες, από τον «μαρασμό» των Πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και τα εργασιακά αδιέξοδα της νεολαίας, από την έλλειψη παραγωγικής δύναμης της χώρας και ούτω καθεξής. Ο αντιλαϊκιστικός λόγος δεν αποτελεί κάτι καινούριο για μια μεγάλη μερίδα θεωρητικών, δημοσιογράφων και πολιτικών -οι περισσότεροι συμμετείχαν, μάλιστα, στο συνέδριο της «Καθημερινής»- που λειτουργούν συστηματικά ως απολογητές του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, το οποίο παρουσιάζεται δημόσια από τους θιασώτες του ως η μοναδική «κοινή λογική», ως μια απολύτως φυσική αντίδραση απέναντι στις υποτιθέμενες παραδοξότητες από τις οποίες βρίθουν οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, όσοι δηλαδή ασπάζονται την «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», μια κουλτούρα που ανέχεται και ευνοεί, μεταξύ άλλων κακοδαιμονιών, τη συγκρουσιακή στάση ως εργαλείο πολιτικών διεκδικήσεων.
Μέσα στο πλαίσιο του συνεδρίου, όπως ήταν φυσικό, αποφεύχθηκαν από τους συμμετέχοντες τα γενικευτικά και δριμύτατα «κατηγορώ» που στελεχώνουν ενεργά εδώ και χρόνια έναν πύρινο λόγο που εναντιώνεται διαρκώς απέναντι σε όλα όσα σημασιοδότησαν τη Μεταπολίτευση, με τους περισσότερους συνέδρους να είναι άκρως προσεκτικοί στα λόγια τους, απαντώντας στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν άλλοτε με έναν λόγο που παρουσιαζόταν ως οξυδερκή ειλικρίνεια, άλλοτε με χαρακτηριστικό κυνισμό, πάντα μέσα στο σκεπτικό του θατσερικού «There is no alternative»- δεν υπάρχει εναλλακτική. Τα πράγματα έχουν όπως έχουν και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτά, και όποιος δεν το αντιλαμβάνεται είναι είτε εκτός πραγματικότητας είτε λαϊκιστής με διαφορετική ατζέντα συμφερόντων. Αντίστοιχα, όλοι οι συμμετέχοντες που προέρχονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ -οι περισσότεροι τώρα έχουν μετακινηθεί στη Νέα Αριστερά-, είχαν μια στάση απολογητική που αρκετοί την υπερασπίστηκαν ως «αυτοκριτική», παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως τους παλιούς ακτιβιστές που συμμορφώθηκαν και ωρίμασαν απότομα όταν δόθηκε στα χέρια τους η εξουσία από τον λαό. Ακολούθως, η οποιαδήποτε ουσιαστική κριτική πάνω στις πολιτικές των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων χανόταν διαρκώς στον κυρίαρχο λόγο για τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου πολιτικής που θα στρώσει το έδαφος για μια ομόφωνη Συνταγματική αναθεώρηση, που θα αφήσει πίσω τα πρόσκαιρα τσιρότα για την οικονομία και την κοινωνική πολιτική, γιατί πολύ απλά, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική για τη διασφάλιση της Δημοκρατίας.
Το διαρκές φάντασμα αυτού του «κοινού μετώπου» της αστικής πολιτικής πλανιόταν πάνω από το συνέδριο της «Καθημερινής» στοιχειώνοντας ό,τι έχει απομείνει από το συστατικό της Μεταπολίτευσης να αποτελεί έναν χρονότοπο όπου αναπτύχθηκε μια πληθώρα ανταγωνιστικών πολιτικών μετώπων και λόγων οι οποίοι λάμβαναν υπόψη τα λαϊκά αιτήματα και τον ίδιο τον λαό όχι μόνο ως εκλογική βάση αλλά ως δρώντα υποκείμενα με καταλυτική παρουσία στη διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου της χώρας.
Η εκκωφαντική απουσία της «γενιάς του Πολυτεχνείου», η απουσία οποιασδήποτε άλλης άποψης που θα πετούσε τη μπάλα εκτός του αστικού λόγου, υποδαύλιζε συστηματικά τη σύναξη των παιδιών της Μεταπολίτευσης που κατάφεραν αν ενηλικιωθούν γρήγορα και αποτελεσματικά, αφήνοντας για πάντα πίσω τους την όποια ριζοσπαστικότητα του παρελθόντος. Η γενική σημειολογία του συνεδρίου έβριθε από ανταλλαγές κενών σημαινόντων που νοηματοδοτούνταν συνεχώς κατά το δοκούν, πάντα με την πλάστιγγα να γέρνει προς τον πολιτικό πραγματισμό ως αναγκαίο πρόταγμα όχι μόνος της πολιτικής τους διαβίωσης, αλλά και της ίδιας της επιβίωσης της χώρας που ακόμα βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη του οικονομικού χρέους, των συνεχών κλιματικών κρίσεων, των εξωτερικών απειλών αλλά και των εσωτερικών εχθρών που εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας ατσαλωμένης ποιοτικά Δημοκρατίας. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία ασθμαίνει κατάκοπη και για αυτό χρειάζονται άλλου είδους πολιτικές για να τη συνεφέρουν, ηγεμονικές πολιτικές που δεν παραδίδουν τα όπλα σε κάθε είδους «πιέσεις», κλείνοντας με αυτό τον τρόπο το μάτι στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σε κάθε περίπτωση, πράγματι η Δημοκρατία, στραβή και κουτσή, κουρελιασμένη και πειναλέα σαν βγαλμένη από σκίτσα του Μποστ, κουβαλώντας τις πληγές και τα τραύματα του προηγούμενου, τότε, μισού αιώνα όπως και της Χούντας, ήρθε όντως το 1974. Αυτά που άργησαν να έρθουν είναι όλα τα υπόλοιπα λαϊκά αιτήματα της εποχής, αν ήρθαν ποτέ, όπως η ελευθερία του λόγου και τα εργασιακά δικαιώματα, και ας διατράνωσαν πολλοί ομιλητές του συνεδρίου ότι ο Καραμανλής και η Νέα Δημοκρατία υπήρξαν ο πυρήνας του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Ένας πυρήνας που ομοίαζε σε πολλά με την πρώτη, «χρυσή κυβέρνηση» του Καραμανλή στη «βουβή» δεκαετία του 1950, απλά είχε ελαφρώς λιγότερες διώξεις αριστερών και ένα διαφορετικό brand-name που θα ταίριαζε καλύτερα με μια Ελλάδα που ανήκει στη Δύση και την Ευρώπη, στον εκσυγχρονισμό και την εξωστρέφεια, μακριά από την φτωχολογιά της υπαίθρου, τη μιζέρια των πόλεων, τα δακρύβρεχτα γράμματα από τους απανταχού γκασταρμπάιτερς, το άτακτο φοιτηταριάτο και τους μπαρουτοκαπνισμένους -και διασπασμένους- αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1974 Καραμανλής παρέλαβε μια χώρα βαθιά διαλυμένη κοινωνικά και πολιτικά, κάτι που το εκμεταλλεύτηκε στρατηγικά υπέρ της δικής του επανεγκαθίδρυσης στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Όσον αφορά το σήμερα, πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, τα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι χειρότερα από ποτέ, καθώς οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες συνέβαλαν καθοριστικά στο να ξηλωθούν με ιδιαίτερο μίσος τα κεκτημένα των λαϊκών διεκδικήσεων από το 1974 και μετά. Το κράτος δικαίου βρίσκεται σε κρίση παρόμοια με εκείνη της «καχεκτικής δημοκρατίας», η ελευθερία του Τύπου έχει καταποντιστεί στην 107η θέση της παγκόσμιας κλίμακας και τα περισσότερα ΜΜΕ αναπαράγουν απνευστί το κυβερνητικό αφήγημα, τα δημοσιονομικά της χώρας διαμελίζονται στο βωμό της ιδιωτικής κερδοσκοπίας, ενώ στην ίδια κακιά μοίρα βρίσκεται η υγεία και η παιδεία, με την πρόσφατη αντισυνταγματική ψήφιση των ιδιωτικών πανεπιστημίων να αποτελεί την κορωνίδα της ηγεμονικής πολιτικής Μητσοτάκη. Ταυτόχρονα, το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, τα οικονομικά σκάνδαλα, το έγκλημα των Τεμπών και της Πύλου, το μεταναστευτικό και οι επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο διαμορφώνουν ένα σκοτεινό μωσαϊκό πολιτικής συγκάλυψης των κυβερνητικών ευθυνών. Κερασάκι στην τούρτα, κάτι που δεν απασχόλησε σχεδόν καθόλου το εν λόγω συνέδριο, είναι η δραματική άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η εξουσία που δόθηκε στα χέρια της εγκληματικής Χρυσής Αυγής, τα νήματα του «βαθέος κράτους» που αναδύθηκαν ξανά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εάν είχαν κοπεί και ποτέ με αποτελεσματικό τρόπο.
Είναι φανερό ότι μιλάμε, πια, για διαφορετικές αντιλήψεις της Μεταπολίτευσης, έρμαια μάλλον και εμείς των διαχρονικών διχασμών της χώρας, τη δική μας Μεταπολίτευση και εκείνη των «Άλλων», χωρίς όμως τον ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο που χαρακτήριζε τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1974. Όπως είπε ένας φίλος πρόσφατα, «κολυμπάμε διαρκώς στα απόνερα της Μεταπολίτευσης» χωρίς να μπορούμε να διαχειριστούμε παραγωγικά τα πολιτικά της κληροδοτήματα, ίσως γιατί νιώθουμε απίστευτα λίγοι μπροστά στη σύγχρονη εποχή. Αυτή η διαρκής Metaπολίτευση δεν μπορεί να διαρκέσει, φυσικά, για πάντα, γιατί ήδη φαίνεται πως το σύστημα, χωρίς κάποιον σοβαρό αντίπαλο, έχει αρχίσει να τρώει τα ίδια του σωθικά.
Αλλά, δυστυχώς, ζούμε ακόμα στην εποχή των τεράτων… Ή, όπως έλεγαν και παλαιότερα, «plus ça change, plus c’est la même chose» (Οσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα, τόσο πιο ίδια μένουν).