Για την τέταρτη συνέντευξη της σειράς Ατλαντικές Παράλληλοι, συναντάμε τη Marilyn Corsianos, Καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, Ανθρωπολογίας και Εγκληματολογίας στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Μίσιγκαν (Easter Michigan University), στο Μίσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Corsianos γεννήθηκε και μαγάλωσε στο Τορόντο του Καναδά, από Έλληνες μετανάστες πρώτης γενιάς. Έλαβε το πτυχίο και το Μάστερ της στην κοινωνιολογία και την εγκληματολογία από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, και αργότερα το διδακτορικό της δίπλωμα, επίσης στα δυο αυτά πεδία, από το Πανεπιστήμιο του Υόρκ, στον Καναδά. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Υόρκ και στο Πανεπιστήμιο του Κεντρικού Μίσιγκαν. Η έρευνα της Corsianos επικεντρώνεται στους θεσμούς που ασκούν κοινωνικό έλεγχο, τη δημόσια και ιδιωτική αστυνόμευση, τους κοινωνικούς συσχετισμούς ισχύος και τη βία. Έχει μελετήσει τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομίας στον Καναδά και τις ΗΠΑ, με έμφαση στην αστυνομική δεοντολογία και τη διαφθορά, τα έμφυλα ζητήματα, τη διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής εξουσίας (discretionary powers) και την κοινοτική αστυνόμευση. Η Corsianos καταγράφει πρακτικές που αποκλείουν την πρόσβαση κοινωνικών ομάδων στην παραγωγή γνώσης και προωθεί ενεργά μεθόδους πιο δίκαιης αστυνόμευσης. Έχει γράψει τρία βιβλία, τα Violence against Women in Pornography (2016), The Complexities of Police Corruption (2012), και το βραβευμένο Policing and Gendered Justice (2009), έχει βραβευτεί από την Αμερικανική Εταιρεία Εγκηματολογίας για την εξαιρετική της συμβολή στη μελέτη του γυναικείου εγκλήματος και τη σχέση των γυναικών με το ποινικό σύστημα (2015), και από το Easter Michigan University με το βραβείο Διακεκριμένης Έρευνας (2016) και το βραβείο Διακεκριμένης Γυναίκας με Ηγετική Δράση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (2022). Η Corsianos είναι η παραγωγός του ντοκυμαντέρ “Reasonable Doubt: The Role of Bias, Demeanor and Perception of Credibility in Wrongful Convictions” (2024) που παρουσιάζεται αυτό το Μάρτιο στις ΗΠΑ, και αυτόν τον καιρό ετοιμάζει το νέο της βιβλίο, για τις δικαστικές διαδικασίες που οδηγούν σε λανθασμένες καταδίκες.

Γιατί μας ενδιαφέρει το βλέμμα της Marilyn Corsianos; Επειδή η εμπειρία της ζωής της σχετίζεται με την Ελλάδα και δύο ακόμα χώρες, και επειδή η ίδια στοχάζεται πάνω στην εθνοτική της ταυτότητα με όρους που ξεπερνούν τα συνηθισμένα αφηγήματα, εστιάζοντας στην ταξική διάσταση της εθνικής της κληρονομιάς. Επειδή έχει μια υβριδική άποψη ως εγκληματολόγος, και επειδή ερευνά ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα στις κοινωνίες της Βόρειας Αμερικής (και αυτού που λέμε Δύση γενικότερα), μελετώντας το θεσμό της αστυνομίας και τις πολλές ανισότητες που αυτός διαιωνίζει, καλλιεργεί και δημιουργεί. Επειδή η δουλειά της, παρά το γεγονός ότι αφορά το καναδικό σύστημα και αυτό των ΗΠΑ, ρίχνει φως στις πολλές σκοτεινές πλευρές της ελληνικής αστυνομίας και της βίας που αυτή συστηματικά εξαπολύει εναντίον πολιτών και περιθωριοποιημένων ή μη προνομιούχων ατόμων. Επειδή διδάσκει εγκληματολογία σε αμερικανικά πανεπιστήμια που βρίσκονται σε κοινότητες οι οποίες αντιμετωπίζουν συχνά την αστυνομική βία. Συναντηθήκαμε ηλεκτρονικά στις 29 Δεκεμβρίου 2023, ενόσω εκείνη επισκεπτόταν την οικογένειά της στο Τορόντο κι εγώ τους δικούς μου στην Αθήνα. Η συζήτησή μας πραγματοποιήθηκε στα αγγλικά (το αγγλικό κείμενο υπάρχει στην αγγλόφωνη έκδοση του PressProject), και εδώ παρουσιάζεται η ελληνική μετάφραση, προσαρμοσμένη στο γραπτό λόγο.

 

Το αφήγημα της ελληνικής ταυτότητας, η ταξική του διάσταση, και ο Max Weber

Marilyn, υπήρξε ποτέ η ελληνική σου κληρονομιά βαρίδι για σένα καθώς μεγάλωνες;

Το αντίθετο! Αισθάνομαι πολύ προνομιούχα που έχω αυτή την ελληνική κληρονομιά και που έχω έρθει σε τόσο στενή επαφή με την ελληνική κοινότητα του Τορόντο. Για τους γονείς μου ήταν πολύ σημαντικό να πάμε εγώ και τα αδέλφια μου στο ελληνικό σχολείο. Κι έτσι, παρά το γεγονός ότι φοιτούσαμε στο «κανονικό» καναδικό σχολείο, πηγαίναμε και στο ελληνικό σχολείο τα σαββατοκύριακα και μια καθημερινή απόγευμα, για πολλά πολλά χρόνια. Το πρωί διδασκόμασταν γλώσσα, γραμματική, ιστορία, και πολιτισμό, και το απόγευμα ελληνικούς χορούς. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία να βρίσκομαι μαζί με άλλους Ελληνοκαναδούς. Πολύ συχνά οργανώναμε και παραστάσεις για τους γονείς και τους συγγενείς, για παράδειγμα τα Χριστούγεννα. Γίνοταν συχνά εκδηλώσεις, και έτσι η κοινότητα βρισκόταν σε επαφή. Ως παιδί και ως έφηβη είχα την τύχη να ταξιδέψω στην Ελλάδα πολλές φορές και να περάσω ολόκληρα καλοκαίρια εκεί. Νιώθω πολύ τυχερή για αυτή την πολιτισμική εμπειρία και την ελληνική μου κληρονομιά, η οποία ποτέ δεν ήταν για μένα βάρος, το αντίθετο.

Οπότε μεγάλωσες και σπούδασες στον Καναδά, ως κόρη Ελλήνων μεταναστών και αργότερα μετοίκησες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ζεις τα τελευταία κάμποσα χρόνια της ζωής σου. Πόσα στρώματα νιώθεις ότι έχει η εθνική σου ταυτότητα;

Αυτό το έχω σκεφτεί αρκετά, πρέπει να σου πω. Νομίζω ότι η εθνική μου ταυτότητα συνδέεται στενά με ένα πολύ συγκεκριμένο αφήγημα, το οποίο συμμερίζονται στρατιές Ελλήνων που μετανάστευσαν στον Καναδά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Είναι το αφήγημα των Ελλήνων που είχαν λάβει πολύ περιορισμένη ή καθόλου εκπαίδευση, που άφησαν την Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, επειδή δεν υπήρχαν τότε δουλειές εκεί, και ήρθαν στον Καναδά με την ελπίδα ότι θα βρουν κάτι καλύτερο, εργασία και ασφάλεια, και την ευκαιρία να αποταμιεύσουν μερικά χρήματα για να βοηθήσουν τις οικογένειες που άφησαν πίσω. Και νομίζω ότι πολλοί πίστευαν πως θα επιστρέψουν κάποια στιγμή στην Ελλάδα. Αυτή είναι η ιστορία με την οποία συνδέομαι, και πολλές φορές συγκινούμαι, γιατί αυτοί οι άνθρωποι άφησαν πίσω ό,τι γνώριζαν, ό,τι τους ήταν οικείο, την οικογένεια, τη χώρα τους, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους τους, και ήρθαν σε έναν εντελώς ξένο τόπο. Δεν μιλούσαν καν τη γλώσσα, πολλοί ήρθαν μόνο με μια βαλίτσα στο χέρι. Και όλα τους τα υπάρχοντα ήταν μέσα σε αυτή τη βαλίτσα, και ήρθαν με μια νοοτροπία τύπου «ή βουλιάζεις ή κολυμπάς». Ήρθαν αποφασισμένοι. Αυτή η ιστορία με αγγίζει πολύ, γιατί είναι η ιστορία των γονιών μου και πολλών ελληνοκαναδών που γνώρισα ως παιδί. Επομένως, ναι, προφανώς γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα στον Καναδά, αλλά αυτή η σύνδεση με τους Έλληνες μετανάστες είναι μεγάλο μέρος του ποια είμαι. Είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μου.

Επομένως, όταν κάποια αυτοπροσδιορίζεται, ας πούμε, ως Ελληνοκαναδή, αυτό δε σημαίνει ότι τα δυο συστατικά, το ελληνικό και το καναδικό, βρίσκονται σε ίση δόση στην ταυτότητά της, έτσι;

Στην περίπτωσή μου δεν είναι απαραίτητα η χώρα το σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς μου. Είναι η εμπειρία μιας συγκεκριμένης τάξης ανθρώπων και οι αγώνες που αυτή αντιπροσωπεύει, οι συγκεκριμένες δυσκολίες οι άνθρωποι αυτοί αντιμετώπισαν. Με απασχολεί πολύ αυτό. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις το βιβλίο του Max Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Κατά μια έννοια οι Έλληνες μετανάστες που ήρθαν στο Τορόντο τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 είναι η πρoσωποποίηση αυτού που περιέγραφε ο Weber. Είχαν αυτή την αταλάντευτη προσήλωση να πετύχουν κάτι καλύτερο από αυτό που άφησαν πίσω, και δούλευαν ώρες ατελείωτες, εργάτες στη βιομηχανία. Και αποταμίευαν με σκοπό να στήσουν μια δική τους επιχείρηση. Και πολλοί τα κατάφεραν και απέκτησαν δικό τους εστιατόριο ή γαλακτοπωλείο ή μπακάλικο. Και ήταν πάντα αφοσιωμένοι στο να κάνουν κάτι για τα παιδιά τους, ήταν πολύ της οικογένειας. Και αυτό με αγγίζει πολύ, γιατί αναγνωρίζω ότι απολαμβάνω τώρα τόσα προνόμια ακριβώς επειδή οι πρόγονοί μου πάλεψαν τόσο πολύ. Η ταυτότητά μου είναι ελληνοκαναδική με την έννοια ότι αυτή η χώρα (σ.σ. ο Καναδάς) δεν με έσπρωξε να αποποιηθώ της ελληνικής μου ρίζας, αλλά με ενθάρρυνε να την αναδείξω. Ήταν επίσης η χώρα που δέχθηκε τους γονείς μου. Όταν έψαχνα θέση σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και ορισμένα με δέχθηκαν, ο πατέρας μου ζούσε ακόμα και θυμάμαι συζητούσαμε την ειρωνία της ζωής, γιατί οι ΗΠΑ είχαν αρνηθεί την είσοδο στον πατέρα μου. Εκείνη την εποχή, στη δεκαετία του ’60, οι ΗΠΑ έβαζαν πλαφόν στον αριθμό των μεταναστών από καθε χώρα, και ενώ δέχονταν πολλούς από τη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη, δέχονταν ελάχιστους από την Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, την Αφρική, την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Ο Καναδάς λοιπόν είναι μια χώρα που αποδέχθηκε τους γονείς μου και κατ’ επέκταση παρείχε πολλές ευκαιρίες σε μένα και τους αδελφούς μου. Είχαμε ευκαιρίες που ήταν απλησίαστες για τους γονείς μου εκεί όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.

 

Οι πολλοί τρόποι μελέτης του εγκλήματος: η εγκληματολογία που εστιάζει στους αριθμούς και εκείνη που επικεντρώνεται στις ανθρώπινες εμπειρίες

Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να γίνεις εγκληματολόγος;

Μου προκαλούσαν πάντοτε το ενδιαφέρον οι πολλοί παράγοντες που οδηγούν τους ανθρώπους να παραβαίνουν τους νόμους. Επίσης, με ενδιέφερε πολύ να καταλάβω ποιος έχει τη δύναμη να ορίσει ποιες συμπεριφορές είναι εγκληματικές. Γιατί οι άνθρωποι διαπράττουν συγκεκριμένα εγκλήματα; Γιατί ορισμένες συμπεριφορές προσδιορίζονται ως εγκληματικές και άλλες όχι, πώς οι περιστάσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο, αφού η ίδια ακριβώς συμπεριφορά μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να αποτελεί έγκλημα ενώ υπό κάποιες άλλες μπορεί να μην είναι παρεκκλίνουσα ή μπορεί να επιβάλλεται ως αναγκαία ή μπορεί και να θεωρείται ηρωική. Ας σκεφτούμε την περίππτωση του φόνου, πόσο διαφερετικά είναι τα πράγματα σε περίπτωση πολέμου, σε καταστάσεις αυτοάμυνας, και στην περίπτωση της προμελετημένης δολοφονίας. Ή ακόμη, τί είναι το ποινικό νομικό σύστημα, γιατί είναι δομημένο έτσι, ποιος ωφελείται από αυτό, ποιος είναι ο σκοπός του; Είναι η τιμωρία; Η πρόληψη; Η επανένταξη; Με απασχολούσαν από πολύ νέα αυτά τα πράγματα.

Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών μου εργάστηκα για μια οργάνωση που παρείχε υποστήριξη σε γυναίκες εθισμένες στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Έμαθα πολλά από αυτές τις γυναίκες, ακούγοντας τις ιστορίες τους. Πολλές από αυτές μπαινόβγαιναν στο σύστημα (σ.σ: το σωφρονιστικό), οι περισσότερες είχαν φυλακιστεί πολλές φορές. Και ήταν πολύ επώδυνο αλλά και διαφωτιστικό να βλέπει κανείς πώς το σύστημα είχε αποτύχει να τις αντιμετωπίσει ως τα θύματα που στην πραγματικότητα ήταν. Τις αντιμετώπιζαν σαν απλές παραβάτιδες. Πολλές είχαν υπάρξει στο παρελθόν θύματα σωματικής και σεξουαλικής βίας, και πολλές έκαναν όσα έκαναν μόνο και μόνο επειδή ήλπιζαν ότι έτσι θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί, όμως η φυλακή δεν ήταν η απάντηση για αυτές τις γυναίκες, αλλά το σύστημα είναι πολύ τιμωρητικό. Στα φοιτητικά μου χρόνια πρόσφερα επίσης εθελοντική εργασία σε ένα αστυνομικό τμήμα, ως συμπαραστάτης των θυμάτων. Όταν η αστυνομία λάμβανε μια κλήση, έφθανα μαζί τους στον τόπο του εγκλήματος και ο ρόλος μου ήταν να συντρέχω τα θύματα, να τους μιλώ, να προσδιορίζω τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, αν χρειάζονταν ψυχολογική υποστήριξη ή τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας. Οι ιστορίες των θυμάτων και αυτά που παρατηρούσα είχαν τεράστια επίδραση πάνω μου. Το ίδιο και όσα έβλεπα να κάνει η αστυνομία και το πώς μεταχειρίζονταν διαφορετικά τους διάφορους ανθρώπους! Έβλεπα την κατάχρηση εξουσίας, την έλλειψη δεοντολογίας. Όλα αυτά, καθώς και η μαθητεία μου δίπλα σε κάποιους καθηγητές μου, συνέβαλαν αποφασιστικά στο να ακολουθήσω αυτό το δρόμο.

Θεωρείς ότι η πολυπολιτισμική σου εμπειρία σού ενστάλλαξε έναν υβριδικό τρόπο να βλέπεις τα πράγματα ως εγκληματολόγος;

Ναι, απολύτως. Νομίζω πως όταν έχουμε γαλουχηθεί με πολλές διαφορετικές κουλτούρες και έχουμε διαθεματικές ταυτότητες (intersectional identities) τότε αναγκαστικά βλέπουμε τα πράγματα από πολλές διαφορετικές γωνίες. Νομίζω ότι [τότε] τείνουμε να βλέπουμε κριτικά μια εθνοκεντρική θεώρηση που ευνοεί έναν συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ η εγκληματολογία έχει μια προσέγγιση πολύ θετικιστική. Οι mainstream εγκληματολόγοι λειτουργούν σαν να υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα η οποία απλώς πρέπει να μελετηθεί. Έτσι τείνουν να προτιμούν τις ποσοτικές μεθόδους και τη στατιστική ανάλυση στις μελέτες τους. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που εκπαιδεύτηκα να κάνω στον Καναδά, όπου ερχόμασταν σε επαφή με πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις. Στον Καναδά, όπως και στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και άλλες αγγλόφωνες χώρες, ο θετικισμός δεν προτιμάται. Εγώ ας πούμε, έχω εκπαιδευτεί και σε ποσοτικές αλλά και σε ποιοτικές μεθόδους έρευνας, όπως πχ η διενέργεια συνεντεύξεων, η συμμετοχική παρατήρηση, οι εθνογραφικές μελέτες, το πείραμα, η ερμηνευτική κοινωνιολογία. Κατ’ επέκταση, για μένα το πώς οι άνθρωποι νοηματοδοτούν την καθημερινή ζωή τους είναι πολύ σημαντικό. Πολλές φορές, εδώ στις ΗΠΑ, τα δεδομένα των ποσοτικών μελετών παρουσιάζονται ως ένα αποτέλεσμα που πρέπει να το δεχθούμε ως έχει. Αλλά τα ποσοτικά δεδομένα πρέπει κι αυτά να ερμηνευθούν! Δεν μπορείς απλά να τα δεχθείς και τέρμα. Η στατιστική είναι κι αυτή μια κοινωνική κατασκευή.

Με άλλα λόγια, πρέπει να κατανοήσουμε πώς νοηματοδοτούνται τα πράγματα σε μια δεδομένη συνθήκη. Ρωτάς κάτι μια ομάδα ανθρώπων και η ίδια ερώτηση μπορεί να ερμηνευθεί πολύ διαφορετικά από μια άλλη ομάδα ανθρώπων που ζει κάπου αλλού ή που είναι φορέας ενός άλλου πολιτισμού ή που έχει διαφορετικά βιώματα ή διαφορετική ανατροφή. Πρέπει να κατανοήσουμε ως και τη γλώσσα που χρησιμοποιείται. Πάρε για πράδειγμα μια μελέτη που σκοπεύει να καταγράψει πόσα άτομα έχουν υποστεί βιασμό. Τα αποτελέσματα θα διαφέρουν δραατικά ανάλογα με το πώς οι συμμετέχοντες αντιλαμβάνονται την έννοια του βιασμού. Για κάποιους ανθρώπους η λέξη περιγράφει μια πολύ συγκεκριμένη μορφή βίας, για άλλους αυτό μπορεί να ποικίλει. Κάποιοι ερωτώμενοι μπορεί να συνδέουν την ιδέα του βιασμού με μια κατάσταση στην οποία εμπλέκεται αναγκαστικά κάποιος άγνωστος και όχι κάποιος από το κοντινό τους περιβάλλον ή κάποιος με τον οποίο είναι παντρεμένοι ή συγκατοικούν. Οι κοινωνικές κατασκευές των διαφόρων εννοιών είναι κρίσιμο πράγμα και πρέπει διαρκώς να ερμηνεύουμε τα δεδομένα με τρόπο που να μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις εμπειρίες των ανθρώπων.

Γιατί νομίζεις ότι υπάρχει αυτή η διαφορετική προσέγγιση στις ΗΠΑ;

Καλή ερώτηση. Το ποινικό νομικό σύστημα των ΗΠΑ είναι τεράστιο. Πρόκειται για μια ολόκληρη βιομηχανία, που απασχολεί πολλούς ανθρώπους, δικαστές, δικηγόρους, αστυνομικούς, υπεύθυνους αναστολών, αξιωματικούς περιπολίας, κλπ, κλπ. Είναι επίσης μια τεράστια επιχείρηση, αν σκεφτείς τα χρήματα που διακινούνται. Ένας στους τρείς ενήλικες στις ΗΠΑ έχει κάποια ποινική καταδίκη, είναι τρομερό αυτό το νούμερο! Πολλά είναι πλημμελήματα, και σε πολλές περιπτώσεις επιδικάζονται πρόστιμα που βέβαια πρέπει να πληρωθούν. Αυτά τα πρόστιμα αποφέρουν πολλά χρήματα στους δήμους ή τις Πολιτείες, πραγματικά πολλά. Κι έτσι, δίνεται μεγάλη έμφαση στους αριθμούς, να δειχθεί στο κοινό ότι υπάρχει ανάγκη για αστυνόμευση. Η αστυνομία πρέπει να αποδείξει ότι είναι απαραίτητη ως θεσμός. Και πώς το διασφαλίζει αυτό; Εξασφαλίζοντας ότι οι άνθρωποι αισθάνονται συνεχώς ανασφάλεια. Αν αυξηθεί ο φόβος στην κοινωνία, αυτό έχει πραγματικές επιπτώσεις, οι άνθρωποι πείθονται ευκολότερα ότι η αστυνομία χρειάζεται, ότι υπάρχει για να τους προστατεύει, και έτσι είναι πιο δύσκολο να δουν την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της ή τις ρατσιστικές της πρακτικές.

Το δεύτερο πράγμα για το οποίο πρέπει η αστυνομία να πείσει τον κόσμο, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή της ως οργάνωση, είναι το ότι είναι αποτελεσματική. Πώς διασφαλίζεις ότι παρέχεις και μια απαραίτητη και μια αποτελεσματική υπηρεσία; Προστρέχεις ξανά στους αριθμούς! Δείξε όλα τα ποσοτικά δεδομένα των εγκλημάτων που διαπράττονται στην κοινωνία και πολύ λίγοι άνθρωποι θα αμφισβητήσουν το ρόλο της αστυνομίας στην πάταξη του εγκλήματος. Αυτό συμβαίνει στι ΗΠΑ, και οι άνθρωποι δεν βλέπουν ότι η αστυνομία δίνει προτεραιότητα σε συγκεκριμένα εγκλήματα, ότι φροντίζει για την τήρηση των νόμων από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων ή ότι αστυνομεύει μόνο συγκεκριμένες γειτονιές. Και έτσι οι άνθρωποι θεωρούν ότι [αυτό] το έγκλημα είναι αναπόφευκτο, και ότι πρέπει να λάβουμε μέτρα ώστε να μην πέσουμε κι εμείς θύματα κάποιας εγκληματικής ενέργειας. Αν η αστυνομία δείξει ότι έγιναν τόσες συλλήψεις, πχ, και ότι άρα «μειώθηκαν συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων», τότε προωθείται η ιδέα ότι παράγουν έργο αποτελεσματικά. Αυτό το αποκαλώ επιβίωση της οργάνωσης (organizational survival). Οι αριθμοί είναι πολύ σημαντικοί προκειμένου να επιβιώσει η οργάνωση του ποινικού νομικού συστήματος. Δε μου αρέσει που το λέω, αλλά το έγκλημα στις ΗΠΑ είναι μια πολύ μεγάλη επιχείρηση (big business).

 

Κοινωνικές ανισότητες μέσα στο ποινικό νομικό σύστημα

Μεγάλο μέρος της δουλειάς σου αφορά τις κοινωνικές ανισότητες μέσα στο ποινικό νομικό σύστημα, και τις φυλετικές, ταξικές και έμφυλες διακρίσεις. Θέλεις να μας πεις περισσότερα και να μας δώσεις μερικά παραδείγματα, αναφορικά με το σύστημα στις ΗΠΑ;

Το σύστημα στις ΗΠΑ είναι γεμάτο προβλήματα. Είναι ένα σύστημα που ευνοεί ορισμένους έναντι κάποιων άλλων, που συχνά λειτουργεί αυθαίρετα και μεροληπτικά. Οι άνθρωποι που αστυνομεύονται, συλλαμβάνονται, κατηγορούνται, καταδικάζονται και φυλακίζονται είναι δυσανάλογα περισσότεροι φτωχοί και μη λευκοί. Ειδικά οι Αφροαμερικανοί, αστυνομεύονται και φυλακίζονται εντελώς δυσανάλογα [σε σχέση με την παρουσία τους στο γενικό πληθυσμό]. Τα εγκλήματα στα οποία εστιάζει η αστυνομία είναι κυρίως αυτά που διαπράττονται από φτωχούς ανθρώπους. Η αστυνομία δεν θέτει ως προτεραιότητα το θεσμικό έγκλημα, τα εγκλήματα των μεγάλων εταιρειών ή αυτά που διαπράττονται από υψηλόβαθμα στελέχη (white-collar crime). Αντίθετα, εστιάζει στα χαμηλής παραβατικότητας αδικήματα, όπως η χρήση ναρκωτικών και η διακίνηση μικρής κλίμακας, οι μικροκλοπές, η πορνεία στο πεζοδρόμιο. Η αστυνομία εφαρμόζει προληπτικά ένα μικρό μέρος των νόμων, με τρόπο που ποινικοποιεί ως εγκλήματα συμπεριφορές που εκδηλώνονται από φτωχούς και περιθωριοποιημένους ανθρώπους.

Πρόκειται για ένα σύστημα όπου στην περίπτωση που συλληφθείς, αν ανήκεις στη μεσαία ή την άνω μεσαία τάξη, τότε έχεις τη δυνατότητα να προσλάβεις δικηγόρους που θα δουλέψουν πιο σκληρά για να σε εκπροσωπήσουν. Και αν έχεις κατηγορηθεί άδικα, μάλλον δεν θα κάνεις κανέναν συμβιβασμό, θα επιμείνεις να πας σε δίκη και να καταρρίψεις τις ψευδείς κατηγορίες. Όμως αν δεν έχεις τα απαραίτητα μέσα, τότε θα σου ορίσει το δικαστήριο έναν συνήγορο υπεράσπισης. Αλλά αυτοί οι δικηγόροι έχουν φοβερό φόρτο εργασίας και συνήθως πνίγονται στη δουλειά. Και συχνά προσπαθούν να ωθήσουν τους πελάτες τους σε ένα διαπραγματευτικό συμβιβασμό, ώστε εκείνοι να αποδεχθούν τις κατηγορίες για ένα έγκλημα μικρότερου βαθμού προκειμένου να γλιτώσουν από τις πιο σοβαρές κατηγορίες. Είναι εκπληκτικό, και αυτό το έχω διαπιστώσει και μέσα από τη δική μου έρευνα, πόσο συχνά άνθρωποι που είναι αθώοι αλλά απλά δεν έχουν τη δυνατότητα να παλέψουν, συμβιβάζονται! Παραδέχονται δηλαδή ένα μικρότερο έγκλημα, ακριβώς επειδή δεν θέλουν να χάσουν μήνες από τη ζωή τους μένοντας στη φυλακή και περιμένοντας τη δίκη τους ενώ έχουν παιδιά να φροντίσουν, δουλειές που περιμένουν, να πληρώσουν το νοίκι, να εξασφαλίσουν φαγητό για την οικογένεια. Και αναγκάζονται να δηλώσουν ένοχοι, ώστε να πληρώσουν το πρόστιμο και να επιστρέψουν σπίτι τους.

Και όταν φτάσει μια υπόθεση στο δικαστήριο;

Ένας φτωχός άνθρωπος περιμένει ότι δεν θα τον/την πιστέψουν. Ένας άνθρωπος από τη μεσαία ή ανώτερη τάξη που έχει κατηγορηθεί για κάποιο αδίκημα, προσέρχεται στο δικαστήριο περιμένοντας ότι θα γίνει πιστευτή/ός, και με αυτό το πνεύμα διηγείται την ιστορία του. Οι ένορκοι, όμως, είναι συχνά πολύ διαφορετικοί από τους κατηγορούμενους, δεδομένου του ποιοι αστυνομεύονται και συλλαμβάνονται, δυσανάλογα περισσότερο, όπως λέγαμε πριν. Οι ένορκοι τείνουν να ανήκουν σε πιο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, είναι ανθρώποι που μπορούν, ας πούμε, να πάρουν άδεια από τη δουλειά για να έρθουν στο δικαστήριο, εθελοντικά. Πολλές φορές υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στα βιώματα των ενόρκων και τα βιώματα των κατηγορούμενων, και υπεισέρχονται και σιωπηρές προκαταλήψεις, ακόμα και από ενόρκους που έχουν τις καλύτερες προθέσεις, που νομίζουν ότι μπορούν να παραμείνουν ουδέτεροι. Ξέρουμε από την ψυχολογία ότι οι σιωπηρές προκαταλήψεις μπορούν να εκδηλωθούν με πολλούς τρόπους, πχ στον τρόπο με τον οποίο οι ένορκοι «διαβάζουν» τους ανθρώπους, στις υποθέσεις που κάνουν εξαιτίας της φυλετικής ταυτότητας ή εξαιτίας μιας αναπηρίας ή εξαιτίας κάποιου που είναι απλά θυμωμένος. Ή ίσως κάποιος/α να μην εκφράζει τα «κατάλληλα συναισθήματα» που αναμένονται από ένα θύμα. Έτσι λοιπόν το σύστημα είναι εγγενώς μεροληπτικό, ρατσιστικό και προκατειλειμμένο. Για αυτό το λόγο μιλώ για ποινικό νομικό σύστημα (criminal legal system) και όχι για ποινικό δικαιϊκό σύστημα (criminal justice system), επειδή σπάνια υπάρχει κάτι δίκαιο σε αυτό. Χρησιμοποιώ επίσης τον όρο νομικό διεκπεραιωτικό σύστημα (legal processing system), γιατί αυτό κάνει, απλά διεκπεραιώνει ανθρώπινες υποθέσεις.

Αναφέρθηκες και στις έμφυλες διακρίσεις μέσα στο ποινικό νομικό σύστημα, μπορείς να μας μιλήσεις περισσότερο για αυτές;

Οι γυναίκες σπάνια μελετούνταν, ως ξεχωριστή κατηγορία, πριν τις δεκαετίες του ’70 και του ’60. Οι κατά βάση άντρες εγκληματολόγοι της εποχής στις ΗΠΑ δεν ασχολούνταν με τις γυναίκες, επειδή θεωρούσαν ότι δεν διαπράττουν τόσα εγκλήματα όσα οι άντρες. Έτσι, οι εγκληματολογικές μελέτες εστίαζαν κυρίως στους άντρες ή τελοσπάντων θεωρούνταν πως ό,τι ισχύει για τους άντρες θα ισχύει και για τις γυναίκες. Ήταν μόλις στη δεκαετία του ’70, όταν γεννήθηκε η φεμινιστική εγκληματολογία ως κλάδος, που άρχισαν να γίνονται μελέτες επικεντρωμένες στις γυναίκες. Οι συνεισφορές των φεμινιστών και φεμινιστριών εγκληματολόγων υπήρξαν τεράστιες. Όταν αρχίσαμε να κοιτάμε πώς το ποινικό νομικό σύστημα αντιμετωπίζει τις  γυναίκες, τότε αρχίσαμε να βλέπουμε διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που ήταν κοινωνικά προνομιούχες, όπως οι λευκές, αντιμετωπίζονταν πολλές φορές με ένα είδος ιπποτισμού. Υπήρχε μια τάση, προερχόμενη κυρίως από άντρες δικαστικούς λειτουργούς, να αποφεύγουν να συλλάβουν γυναίκες παραβάτες ή να διστάζουν να καταδικάσουν πλούσιες λευκές γυναίκες εγκληματίες. Από την άλλη βέβαια, δε συνέβαινε το ίδιο με τις φτωχές ή τις γυναίκες που δεν ήταν λευκές. Αντίθετα μάλιστα, εκείνες το σύστημα τις αντιμετώπιζε πιο σκληρά. Παρομοίως, και αυτό το βλέπουμε και σήμερα, οι γυναίκες που κατηγορούνται για εγκλήματα τα οποία παραβιάζουν τους κανόνες των έμφυλων ρόλων, δηλαδή οι γυναίκες που διαπράττουν ιδιαίτερα βίαια εγκλήματα ή εγκλήματα κατά των μελών της οικογένειάς τους, ιδίως των παιδιών, αν καταδικαστούν, αντιμετωπίζουν πολύ πιο σκληρές ποινές σε σχέση με άντρες που έχουν επίσης εγκληματίσει εναντίον μελών της οικογένειάς τους.

Επειδή η συμπεριφορά τους δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές προσδοκίες;

Ακριβώς! Περίπου το 10% των κρατούμενων στις φυλακές των ΗΠΑ είναι γυναίκες, και αυτό κάνει πολλούς να λένε ότι οι γυναίκες ευνοούνται από το σύστημα. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι γυναίκες όντως διαπράττουν λιγότερα εγκλήματα σε σχέση με τους άντρες. Κι αν εστιάσουμε σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων, βλέπουμε άλλου τύπου σημαντικές διαφορές σε σχέση με το φύλο. Οι γυναίκες, όπως είπαμε, λαμβάνουν πιο σκληρή μεταχείριση από τους άντρες για ίδιου τύπου εγκλήματα, όταν θεωρείται πως δεν ανταποκρίνονται στα έμφυλα στερεότυπα. Όταν όμως είναι οι ίδιες τα θύματα, υπάρχει η τάση να μη γίνονται πιστευτές. Αυτό το βλέπουμε, πχ, με γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική βία. Μόλις πρόσφατα, εξαιτίας του κινήματος #MeToo, υπήρξε αναγνώριση και συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης σε εθνικό επίπεδο, κι αυτό έφερε στο φως πολλά περιστατικά που έτυχαν υποστήριξης. Όταν, πχ, έχεις δέκα διαφορετικές γυναίκες που έχουν πέσει θύματα του ίδιου ατόμου, και λένε όλες την ιδια ιστορία, ποιον θα πιστέψεις; Τον ένα άντρα που θα ισχυριστεί ότι όλα είναι αποκυήματα της φαντασίας ή τις επιζήσασες, που όλες διηγούνται παρόμοιες ιστορίες; Δυστυχώς, πολλών θυμάτων η φωνή δεν έχει ακουστεί, γιατί έχουν χαρακτηριστεί αναξιόπιστοι μάρτυρες.

Έχω κάνει επίσης αρκετή έρευνα και έχω δημοσιεύσει και μερικά βιβλία για τις έμφυλες σχέσεις εντός της αστυνομίας. Εξετάζω τις εμπειρίες των γυναικών αστυνομικών, και το πόσο συχνά η όλη κουλτούρα της αστυνομίας εμποδίζει την ενσωμάτωση των γυναικών, κυρίως λόγω μιας υπερβολικής αρρενωπότητας και μιας εννοούμενης «αδελφότητας» των αστυνομικών, όπου οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως ξένα σώματα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Marilyn Corsianos που πραγματεύεται μια κριτική, φεμινιστική θεώρηση πάνω στο θέμα του έμφυλου ζητήματος εντός της αστυνομίας, 2009, University of Toronto Press.

 

Τα εγκλήματα που διαπράττουν οι φτωχοί έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα από το θεσμικό ή το εταιρικό έγκλημα

Θα ήθελα να επιστρέψουμε στο θέμα των ταξικών διακρίσεων. Εκτός από τις περιπτώσεις που μας ανέλυσες προηγουμένως, πού αλλού εντός του ποινικού νομικού συστήματος υπάρχει προκατάληψη εναντίον των φτωχότερων ανθρώπων;

Σε κάθε επίπεδο! Ξεκινώντας βεβαίως από τους ίδιους τους νόμους. Ενέργειες που οδηγούν σε βία εναντίον των πολιτών, όταν εκδηλώνονται από θεσμούς ή εταιρείες, σπάνια αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα. Παρ’ όλα αυτά, οι βίαιες συμπεριφορές των φτωχότερων μελών της κοινωνίας αντιμετωπίζονται αυτομάτως ως εγκλήματα, και μάλιστα αστυνομεύονται προληπτικά.

Αναφέρεσαι σε οικονομικά εγκλήματα ή και σε ενέργειες που ενέχουν φυσική βία;

Και τα δύο. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, στις ΗΠΑ, ποιος κλήθηκε να λογοδοτήσει; Οι άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους, οι ζωές τους καταστράφηκαν, κάποιοι αυτοκτόνησαν. Ποιος λογοδότησε για τις ενέργειες των μεγάλων τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων; Επομένως, ναι, αναφέρομαι σίγουρα σε οικονομικά εγκλήματα, αλλά και σε πραγματική βία. Όταν μια εταιρεία λανσάρει ένα φάρμακο για το οποίο τα αποτελέσματα δεν είναι σαφή ή όταν ένα προϊόν γίνεται διαθέσιμο στους καταναλωτές ενώ ο/η CEO γνωρίζει ότι ενδεχομένως να μη λειτουργεί σωστά και να οδηγεί σε θανάτους, τότε αυτό έχει βίαιες συνέπειες, γιατί κάποιοι άνθρωποι τραυματίζονται, ακρωτηριάζονται ή και σκοτώνονται. Πότε ζητήθηκαν ευθύνες από τις αντίστοιχες εταιρείες ή τους θεσμούς; Εξαιρετικά σπάνια! Η αστυνομία, ας πούμε, στα χέρια της οποίας έχουν πεθάνει χιλιάδες άνθρωποι, πότε κλήθηκε να λογοδοτήσει ως θεσμός; Μόνο ατομικά κάποιοι αστυνομικοί, σε πολύ λίγες περιπτώσεις, έχουν θεωρηθεί υπεύθυνοι, και αυτό πολύ πρόσφατα στην ιστορία. Για πολλές δεκαετίες, χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν ή τραυματίζονται στα χέρια της αστυνομίας, αθώοι άνθρωποι. Αυτό εννοώ όταν μιλώ για θεσμικό και εταιρικό έγκλημα.

Για να γυρίσω στην αρχική σου ερώτηση, όλα ξεκινάνε από τους νόμους. Βλέπεις, το ζήτημα των προνομιούχων τάξεων είναι κομβικής σημασίας στο τρόπο με τον οποίο το νομικό μας σύστημα ορίζει ποιες συμπεριφορές αποτελούν εγκλήματα. Η αστυνομία προστατεύει το στάτους κβο ενώ δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κρατάει την κοινωνία ασφαλή, ότι μάχεται εναντίον «των κακών».  Αλλά στην πραγματικότητα, οι λεγόμενοι «κακοί» τυχαίνει να είναι οι πιο φτωχοί άνθρωποι, αυτοί οι οποίοι ουσιαστικά δεν μπορούν να βλάψουν ευθέως την πλειονότητα των μελών της κοινωνίας. Είναι άλλοι χώροι και άλλοι θεσμοί αυτοί που συχνά προκαλούν το μεγαλύτερο κακό στις ζωές των ανθρώπων. Αλλά αυτό κρύβεται ή αποσιωπάται εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας της αστυνομίας.

Μας δίνεις ένα παράδειγμα ταξικών προκαταλήψεων αφότου μια υπόθεση φτάσει στο δικαστήριο;

Υπάρχει πολλή έρευνα για τις εμφανείς και τις σιωπηρές προκαταλήψεις και πώς οι δικαστές κουβαλάνε τις δικές τους εμπειρίες και εκλαμβάνουν ως ένοχο ένα συγκεκριμένο κατηγορούμενο ή πως αντιλαμβάνονται τους εκάστοτε μάρτυρες. Η κοινωνική τάξη από την οποία προέρχονται οι ένορκοι παίζει τεράστιο ρόλο στο πώς θα εκληφθεί η ομιλία, το ντύσιμο, η εμφάνιση κάποιου μάρτυρα, ο τρόπος που κάθεται. Το όλο παρουσιαστικό (demeanor) κάποιου είναι κομβικής σημασίας στο σύστημα των ΗΠΑ. Ως ένορκος, λαμβάνεις οδηγίες να προσέξεις τη συμπεριφορά και την εμφάνιση του μάρτυρα όταν αποφασίζεις αν θα τον/την πιστέψεις. Αυτό δεν συμβαίνει στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, όπου συχνά οι οδηγίες προς τους ενόρκους λένε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή «μην προσέχετε το παρουσιαστικό του μάρτυρα», αλλά μόνο αυτά που λέει και τα στοιχεία που παρουσιάζει.  Στις ΗΠΑ συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Η έμφαση στο παρoυσιαστικό κάποιου έχει πολύ αρνητικό αντίκτυπο σε ανθρώπους της εργατικής τάξης, πολλοί εκ των οποίων έχουν λάβει περιορισμένη εκπαίδευση, δεν είναι ευφραδείς ή δεν εκφράζονται με τον τρόπο που αναμένει η μεσαία και ανώτερη τάξη, όπου συχνά ανήκουν οι δικαστές και οι ένορκοι. Το ίδιο συμβαίνει καμιά φορά έναντι κάποιων ανθρώπων με αναπηρία. Υπάρχει έρευνα αναφορικά με τους ανθρώπους που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού, οι οποίοι δεν έχουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις που συνήθως περιμένει η κοινωνία από κάποιον που ανταποκρίνεται στο αναμενόμενο στερεότυπο του θύματος. Ετσι, το ποιος αντιμετωπίζεται ως «αξιόπιστος» μάρτυρας  φτάνει να είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα, με τους ανθρώπους εκτός νόρμας να βρίσκονται σε δυσμενή θέση. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει με όσους δεν εμπίπτουν στα κυρίαρχα έμφυλα πρότυπα, πχ με κατηγορούμενους που είναι διεμφυλικοί.

 

Ποινικοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων: η διαδικασία δημιουργίας του Άλλου

Στην Ελλάδα υπάρχουν πολυάριθμα περιστατικά όπου αστυνομικοί πυροβολούν και σκοτώνουν Ρομά, συνήθως νεαρούς άντρες ή εφήβους. Θυμίζει πολύ τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί στις ΗΠΑ πυροβολούν νεαρούς, κυρίως, Μαύρους άντρες. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι αλήθεια, πολλοί στην Ελλάδα θεωρούν ότι οι Ρομά είναι πηγή εγκληματικότητας και ότι ίσως η χρήση βίας εναντίον τους είναι δικαιολογημένη. Καταλαβαίνω ότι το θέμα είναι πολύ ευρύ, όμως θέλεις να μας πεις δυο λόγια για τη διαδικασία συλλήβδην δαιμονοποίησης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων;

Αυτή είναι ωραία ερώτηση, αλλά νιώθω ότι για να απαντηθεί χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο! Θα προσπαθήσω να θίξω απλώς κάποια σημεία. Νομίζω ότι η δαιμονοποίηση συμβαίνει όταν άνθρωποι σε προνομιούχες θέσεις επιτελούν αυτό που ονομάζουμε διαδικασία δημιουργίας του Άλλου (othering). Με άλλα λόγια, όταν απεικονίζουν μια ομάδα ανθρώπων ως διαφορετικούς από τους ίδιους και ως λιγότερο σημαντικούς. Έτσι απογυμνώνουν την ομάδα αυτή από κάθε ανθρώπινη διάσταση. Αν οι «άλλοι» παρουσιαστούν ως άτομα με αξίες διαφορετικές από εκείνες της προνομιούχας ομάδας, δίχως ανθρωπιά, τότε δεν θα έχουν και συναισθήματα. Κι έτσι, όπως ξέρουμε από την ψυχολογία, δημιουργείται ένας νοητός χώρος όπου μπορεί κανείς να διαπράξει τα πιο άγρια εγκλήματα εναντίον αυτών των ανθρώπων, γιατί δεν έχουν πια ανθρώπινη υπόσταση στα μάτια των υπόλοιπων. Πρόκειται πλέον για άτομα ανάξια οποιασδήποτε φροντίδας, υποστήριξης, υπηρεσιών, ευκαιριών.  Και τότε γίνεται πολύ εύκολο να στοχοποιηθούν, να κατηγορηθούν, να υπεραστυνομευθούν, εύκολο να τους κακομεταχειριστεί, ακόμα να τους εξοντώσει κανείς. Αυτό το βλέπουμε και στους πολέμους! Όταν οι στρατιώτες σκοτώνουν τον εχθρό, σκέφτονται ότι ο απέναντι δεν είναι σαν κι «εμάς», έχει άλλες αξίες και άρα είναι υποδεέστερος, ασήμαντος. Το βλέπουμε και τώρα, στους τόσους πολέμους που βρίσκονται σε εξέλιξη, έτσι δεν είναι;  Όταν έχεις κατασκευάσει τον Άλλο ως το αντίθετο από σένα, τότε, όταν η αστυνομία τον πυροβολεί και τον σκοτώνει, μπορείς εύκολα να το δικαιολογήσεις, γιατί πρόκειται για ανθρώπους χωρίς αξία. Οι ζωές τους δεν έχουν σημασία, γιατί αυτοί είναι Άλλοι.

Φυσικά, όπως είπες, οι λόγοι για τους οποίους δημιουργούνται οι Άλλοι σε μια κοινωνία είναι μια τεράστια συζήτηση.

Βέβαια. Η διαδικασία δημιουργίας του Άλλου αποσπά την προσοχή των ανθρώπων από την πραγματική πηγή του προβλήματος, δηλαδή από το να κατανοήσουν το πολιτικό σύστημα, τον τρόπο δόμησης της κοινωνίας και την ανισορροπία ισχύος, όσα δηλαδή παράγουν τις δομικές ανισότητες που εξυπηρετούν και διατηρούν τα προνόμια κάποιων κοινωνικών ομάδων εις βάρος άλλων.

Αριστερά: Το βιβλίο της Corsianos “The Complexities of Police Corruption” (2012, εκδόσεις Rowman & Littlefield). Δεξιά: Το βιβλίο της “Violence Against Women in Pornography” (2016, εκδόσεις Routledge)

 

Αστυνομική βία, κοινωνικές ανισότητες, και στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας

Πώς συνδέεται η αστυνομική βία και η αστυνομική βαρβαρότητα με τη γενικότερη κοινωνική ανισότητα;

Νομίζω ότι υπάρχουν κι εδώ πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο. Αυτά δεν είναι εύκολα ερωτήματα! Καταρχάς, υπάρχει αυτή η κουλτούρα στην αστυνομία, να συγκαλύπτεται η αστυνομική βία. Στην έρευνά μου έχω βρει ότι όταν οι αστυνομικοί ασκούν βία, τότε πολύ συχνά, αν έχουν τη δυνατότητα,  αποκρύπτουν τις ανοίκειες πράξεις τους από άλλους αστυνομικούς, ιδίως όταν δεν υπάρχουν οι λεγόμενες «αποδείξεις», πχ βίντεο από τα κινητά περαστικών που απεικονίζουν έναν αστυνομικό να επιτίθεται σε πολίτη. Κι αν οι άνθρωποι που καταθέτουν επίσημες καταγγελίες είναι άτομα από περιθωριοποιημένες ομάδες, τότε οι παραπονούμενοι δεν γίνονται πιστευτοί, χαρακτηρίζονται αναξιόπιστοι. Η τάση είναι η αστυνομία να αποκρύπτει τη βία που άσκησε και να προστατεύει τους αστυνομικούς-θύτες, πρόκειται για τη λεγόμενη «αδελφότητα» (brotherhood) των αστυνομικών ή αλλιώς «αστυνομική αλληλεγγύη». Υπάρχει η νοοτροπία «εμείς εναντίον εκείνων», όπου εμείς είμαστε οι αστυνομικοί και εκείνοι είναι η κοινωνία. Κι όταν δεν μπορούν να καλύψουν τις πράξεις τους, πχ επειδή οι διαμαρτυρίες έρχονται από πολίτες της μεσαίας ή ανώτερης τάξης, που θεωρούνται αξιόπιστοι, τότε βγαίνει κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος και κάνει δηλώσεις. Καλούν τον Τύπο, και φτιάχνουν την εικόνα του «κακού αστυνομικού» και του «μεμονωμένου περιστατικού» («bad apple») που αποτελούν εξαίρεση και δεν αντιπροσωπεύουν το αστυνομικό Σώμα. Θυμήσου τι λέγαμε πιο πριν, η επιβίωση της οργάνωσης έχει μεγάλη σημασία προκειμένου ο θεσμός να μείνει ανέγγιχτος! Γι’ αυτό μπορεί να ληφθούν μέτρα που θα καλμάρουν το κοινό και θα απομονώσουν τον συγκεκριμένο αστυνομικό, έως και θα τον αποπέμψουν.

Ανέφερες προηγουμένως τον όρο «υπερβολική αρρενωπότητα», τι εννοούσες; Συνδέεται αυτό με την αστυνομική βία;

Ναι, πάνε χέρι-χέρι αυτά τα δυο. Ξέρεις, η αστυνομία στις ΗΠΑ είναι προσανατολισμένη στο λεγόμενο επιθετικό έλεγχο του εγκλήματος. Υπάρχει μια τιμωρητική προσέγγιση στον τρόπο που αποκρίνεται η αστυνομία, και δίνεται αξία σε μια υπεραρρενωπότητα, με την έννοια της συγκάλυψης, της προώθησης, ακόμα και της επιβράβευσης της άσκησης βίας. Υπάρχει η προσδοκία να είναι οι αστυνομικοί επιθετικοί, να είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένοι από τα θύματα των εγκλημάτων. Κι ακόμα, υπάρχει μια αίσθηση αυταρχικότητας από μεριάς αστυνομικών, του τύπου «εγώ είμαι ο νόμος» ή «εμείς ξέρουμε καλύτερα, είμαστε οι ειδικοί στην καταπολέμηση του εγκλήματος». Πρόκειται για μια πολύ αρσενική (masculine), πολύ προνομιούχα θέση, του τύπου «δικαιούμαι» να κάνω ό,τι κάνω. Ο θεσμός της αστυνομίας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από αυτό το μοντέλο ελέγχου του εγκλήματος που απαιτεί επιθετικότητα και που συχνά συγκαλύπτει την άσκηση βίας. Ακόμα και η ιστορία της αστυνομίας αυτό δείχνει, μερικές από τις πρώιμες μορφές αστυνομίας (σ.σ. στις ΗΠΑ) πάνε πίσω στις περιπόλους που κυνηγούσαν σκλάβους δραπέτες στο Νότο, για να τους επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες των φυτειών. Ακόμα και στις βορειοανατολικές Πολιτείες (σ.σ. όπου δεν είχαν δουλεία), ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η αστυνομία, εκεί στα 1800, επικεντρωνόταν στη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας για να ελέγχει τις μάζες και να προστατεύει τους πολιτικούς και την περιουσία των μεγαλοϊδιοκτητών και των επιχειρήσεων, ώστε να διατηρείται η καθεστυκυία τάξη πραγμάτων.

Επιπλέον, η αστυνομία είναι δομημένη όπως ο στρατός, με τρομερή ιεραρχία. Αν έχεις προβλήματα, πρέπει να αποτανθείς στον άμεσο προϊστάμενό σου, στον «ανώτερό» σου, όπως λέγεται. Αυτή η έμφαση στη στρατιωτικού τύπου δομή μεταφράζεται πολύ συχνά σε βία εναντίον πολιτών, όταν πχ ένας άοπλος πολίτης τραυματίζεται σοβαρά ή σκοτώνεται από την αστυνομία. Όμως, αντίθετα η έμφαση θα έπρεπε να δίνεται στην αποκλιμάκωση δυνητικά βίαιων καταστάσεων και στην προσπάθεια να χτιστεί μια σχέση με τους αστυνομευόμενους πολίτες, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ανάγκες των  τελευταίων. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε πολύ συχνά είναι την αστυνομία να υποθέτει και ποια είναι τα προβλήματα και ποιες είναι οι λύσεις τους. Κι ακόμη, οι αστυνομικοί έχουν υπερβολική αυτονομία στις καθημερινές τους ενέργειες, πχ στο πώς περιπολούν, πού περιπολούν, τί αποφάσεις παίρνουν όταν είναι στο δρόμο. Δεν υπάρχει επίβλεψη, και αυτό δημιουργεί χώρο για κατάχρηση εξουσίας, ιδίως απέναντι σε περιθωριοποιημένες ομάδες. Δεν υπάρχει η αίσθηση της λογοδοσίας που παρατηρείται, αντίθετα, όταν η αστυνομία επεμβαίνει σε περιοχές που ζει η μεσαία ή ανώτερη τάξη.

Σκέφτομαι ότι πολύ συχνά ένας αστυνομικός αποφασίζει να πυροβολήσει ένα άτομο που τρέχει να ξεφύγει εξαιτίας μια μικρής παράβασης που μόλις έχει κάνει. Και σκέφτομαι, άσ’τον να φύγει! Θέλω να πω, είναι τόσο σημαντικό να συλληφθεί αυτός ο άνθρωπος ώστε να αποφασίζει κάποιος να τον πυροβολήσει και τελικά να τον σκοτώσει μόνο και μόνο γιατί επιχείρησε να διαφύγει της σύλληψης; Τι είναι πιο σημαντικό, να κάνει η αστυνομία μια σύλληψη ή να ζήσει αυτός ο άνθρωπος;

Ναι, καλή παρατήρηση. Και λέει πολλά για τη νοοτροπία πολλών αστυνομικών. Και σχετίζεται με την εκπαίδευση που λαμβάνουν, με την όλη κουλτούρα της αστυνομίας, το πώς αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως επιτηρητές του νόμου. Είναι πολύ σημαντικό, επειδή δεν μεταφράζεται σε μια κατανόηση των ανθρώπων τους οποίους αστυνομεύουν, και που είναι συνήθως οι πιο αδύναμοι σε αυτή την κοινωνία. Υπάρχει μια νοοτροπία ότι πρέπει να το συλλάβεις αυτό το άτομο, γιατί είσαι «αυτός που επιβάλλει το νόμο» κι με τη σύλληψη «προστατεύεις την κοινωνία». Και δεν ενδιαφέρονται ή δεν  γνωρίζουν καν τις συνέπειες των πράξεών τους, γιατί [με τη σύλληψη] δημιουργούνται τρομακτικές συνέπειες για τον συλληφθέντα ενώ οι δεν θίγονται οι δομικές ανισότητες στην κοινωνία. Δηλαδή, δεν θεραπεύονται οι λόγοι για τους οποίους το άτομο που κυνηγάς έκανε μια παράβαση η οποία συχνά συνδέεται με κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, έλλειψη ευκαιριών, συστημικό ρατσισμό, διακρίσεις, κλπ. Είτε μιλάμε για μικροκλοπές σε μαγαζιά ή για μικροαπάτες προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιος φαγητό για τα παιδιά του ή για χρήση ναρκωτικών προκειμένου κάποιος να αντιμετωπίσει τη φτωχοποίησή του ή την ενδοοικογενειακή βία στο σπίτι του, δεν καταπολεμώνται τα αίτια. Έχουμε ένα σύστημα που αποκρίνεται με επιθετικότητα στις ενέργειες των ανθρώπων, χωρίς να καταπολεμά τις αιτίες που τους ώθησαν στα συγκεκριμένα εγκλήματα.

 

Προς μια αποτελεσματική αλλαγή στην αστυνομία

Είπες πριν ότι ένα από τα πράγματα που δεν κάνει η αστυνομία είναι να συνεργάζεται με τους πολίτες προκειμένου να κατανοήσει τις ανάγκες των ανθρώπων. Πιστεύεις ότι αυτός θα ήταν ένας τρόπος να φτιαχτεί μια πιο δίκαιη αστυνομία;

Όταν ξεκίνησα την έρευνά μου, στη δεκαετία του ’90, υπήρχε ήδη πολλή δουλειά στον τομέα της λεγόμενης κοινοτικής αστυνόμευσης (community policing), η οποία παρουσιαζόταν ως το νέο μοντέλο αστυνομίας. Τόσο στον Καναδά όσο και στις ΗΠΑ, η κοινοτική αστυνόμευση παρουσιαζόταν ως επαναστατική ιδέα. Και δινόταν πολλή έμφαση στο να δημιουργηθεί ένα λιγότερο ιεραρχικό σύστημα. Υπήρχε η ιδέα ότι έτσι η αστυνομία θα έπαιρνε πιο πολλές πρωτοβουλίες, δεν θα καθότανε απλά μέσα στα περιπολικά, θα έβγαινε στο δρόμο με τα πόδια, με τα ποδήλατα, θα πήγαιναν πόρτα-πόρτα να γνωρίσουν τους ανθρώπους στις γειτονιές, τα παιδιά στο σχολείο, τους μαγαζάτορες. Νομίζω ότι αυτό προέκυψε από τη συνειδητοποίηση ότι, ειδικά σε μια μεγάλη πόλη με ποικιλομορφίες, τα προβλήματα σε μια περιοχή δεν συμπίπτουν με τα προβλήματα σε μια άλλη. Έτσι, το σχέδιο ήτανε να γνωρίσουν οι αστυνομικοί τις κατά τόπους ανάγκες και μαζί με τους κατοίκους να βρουν πιθανές λύσεις. Και επίσης ότι η αστυνομία θα δρούσε προληπτικά, αφού θα γνώριζε τις καταστάσεις, όχι απλά κατασταλτικά. Αλλά όσο κάναμε περισσότερη έρευνα, τουλάχιστον στον Καναδά, οι εγκληματολόγοι αρχίσαμε να γινόμαστε πολύ επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό το μοντέλο, γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι επρόκειτο απλά για κενά λόγια, προκειμένου η διοίκηση της αστυνομίας να μας πείσει ότι κάτι έχει αλλάξει. Στην πραγματικότητα, οι περιπολίες δεν είχαν αλλάξει καθόλου, ούτε τα πρόστιμα που κόβονταν, ούτε το γεγονός ότι κάποιες γειτονιές ατυνομεύονταν δυσανάλογα περισσότερο από άλλες. Κι ακόμα, διαπιστώσαμε ότι η κοινοτική αστυνόμευση είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά στις «καλές» γειτονιές, εκεί οι κάτοικοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τη νέα κατάσταση και ένιωθαν ότι η φωνή τους ακουγόταν τώρα περισσότερο. Από την άλλη, στις φτωχότερες συνοικίες σημειώνονταν πολύ πιο επιθετικές περιπολίες, σε πλήρη διαφωνία με το αρχικό σχέδιο. Επομένως, το μοντέλο λειτουργούσε πολύ διαφορετικά ανάλογα με το ποιοι κατοικούσαν σε κάθε περιοχή. Η κοινωνική τους τάξη είχε σημασία, όπως και η φυλετική τους ταυτότητα. Κι ακόμη, η αστυνομία συνέχιζε να λειτουργεί με παραστρατιωτικούς όρους, με την έννοια ότι δεν επιβραβεύονταν οι ήπιες πρωτοβουλίες, αλλά όσοι έκαναν πολλές συλλήψεις, αυτοί έπαιρναν προαγωγές και αυτοί βραβεύονταν από το Σώμα.

Πώς θα ήταν λοιπόν μια πιο δίκαιη αστυνομία; Καταρχάς, είναι αυτό εφικτό σε μια κοινωνία γεμάτη ανισότητες;

Νομίζω ότι αν έπρεπε να βρούμε μια λύση μέσα στο υπάρχον σύστημα, υπάρχουν πράγματα που  μπορούμε να κάνουμε για να περιορίσουμε τις αυθαιρεσίες και να δημιουργήσουμε μηχανισμούς λογοδοσίας, και μπορώ να μιλήσω για αυτό. Αλλά ταυτόχρονα θα πω ότι αν θέλουμε μια αλλαγή που να έχει πραγματική σημασία, τότε θα πρέπει να αλλάξουμε ολόκληρο το θεσμό της αστυνομίας. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό σύστημα!

Αν λοιπόν πρέπει να δουλέψουμε μέσα στο υπάρχον σύστημα, νομίζω ότι η εκπαίδευση των αστυνομικών είναι πολύ σημαντική. Θα πρέπει οι αστυνομικοί να έχουν πτυχίο από κάποιο πανεπιστημιακό τμήμα προκειμένου να προσληφθούν. Πάρα πολλοί αστυνομικοί στις ΗΠΑ έχουν απλά απολυτήριο Λυκείου, δεν απαιτείται πτυχίο πανεπιστημίου για τα περισσότερα τοπικά αστυνομικά τμήματα. Δε λέω ότι η εκπαίδευση είναι η απάντηση σε όλα, αλλά είναι ένα σημαντικό βήμα, και φέρνει τον αστυνομικό σε επαφή με διαφορετικούς τρόπους σκέψης, ειδικά αν οι αστυνομικοί παρακολουθήσουν μαθήματα για την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις φυλετικές σχέσεις, την εθνικότητα, τα έμφυλα ζητήματα, τη διαφορετικότητα. Αυτό θα καταστήσει τους αστυνομικούς τουλάχιστον πιο ενήμερους, καλύτερα πληροφορημένους. Νομίζω επίσης ότι η απομάκρυνση από τα πρότυπα της υπεραρρενωπότητας, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, είναι κρίσιμη, και πρέπει να ενισχυθεί η κριτική σκέψη, οι ουσιαστική επικοινωνία, η αποκλιμάκωση των δυνητικά βίαιων καταστάσεων, η ενίσχυση της λογοδοσίας και της ώσμωσης με τις διάφορες κοινότητες. Η όλη κουλτούρα της αστυνομίας πρέπει να αλλάξει. Και πρέπει να φύγουμε από αυτή τη νοοτροπία «εμείς εναντίον εκείνων», που έχουν οι αστυνομικοί, και να εγκαθιδριθούν μηχανισμοί λογοδοσίας, ξεκινώντας από την ιχνηλάτηση των καθημερινών δραστηριοτήτων των αστυνομικών. Μερικά αστυνομικά τμήματα έχουν βάσεις δεδομένων, αλλά δεν υπάρχει ομοιομορφία ως προς την πληροφορία που συλλέγεται. Μερικά τμήματα καταγράφουν τις κινήσεις του αστυνομικού στο δρόμο, πόσους και ποιους σταμάτησε για έλεγχο, σε ποια φυλετική ή εθνοτική ομάδα ανήκαν, σε ποιο φύλο, πόσα παράπονα εκφράστηκαν εναντίον του συγκεκριμένου αστυνομικού. Αν τράβηξε όπλο, αν επιτέθηκε στον πολίτη, αν ο τελευταίος τραυματίστηκε, αν χρειάστηκε να νοσηλευτεί. Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα από τις πληροφορίες που μπορεί να συγκεντρωθούν. Αν υπήρχε μια κοινή βάση δεδεομένων, θα βοηθούσε πολύ στο να σημάνει έγκαιρα συναγερμός για κάποιον αστυνομικό έτσι ώστε αυτός να τεθεί σε διαθεσιμότητα ή να σταλεί για περαιτέρω εκπαίδευση.

Αλλά πιστεύω ότι αν είναι να δρομολογήσουμε μια αλλαγή που να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην κοινωνία, τότε θα πρέπει να ξαναφανταστούμε την αστυνομία ως θεσμό. Χρειαζόμαστε αυτό που ονομάζω συναινετική αστυνόμευση (policing by consent), δηλαδή με τη συναίνεση των ανθρώπων, όπου όλων η φωνή ακούγεται, όπου δεν υπάρχουν προνομιούχες ομάδες και κατηγορίες ανθρώπων που στοχοποιούνται δυσανάλογα, συλλαμβάνονται, παρενοχλούνται, τραυματίζονται, σκοτώνονται. Χρειαζόμαστε ένα σύστημα που δεν αποθεώνει την τιμωρία και την επιθετικότητα, αλλά που εστιάζει στο γεγονός ότι οι άνθρωποι κάνουν λάθη. Οι άνθρωποι σφάλλουν! Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα σύστημα που να στηρίζει τους ανθρώπους, που θα δίνει προτεραιότητα στην αποκατάσταση και θα βοηθά τους ανθρώπους να ζουν μια ήρεμη ζωή, όχι ένα σύστημα που θα πληγώνει και θα καταστρέφει. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ίδιο το σύστημα το τρέχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν ψεγάδια, εκδηλώνουν εμφανείς και σιωπηρές προκαταλήψεις, και αυτοί οι άνθρωποι στελεχώνουν το δικαστικό σύστημα, τα σώματα των ενόρκων, την αστυνομία, και πάει λέγοντας. Επομένως, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι με το υπάρχον σύστημα συλλαμβάνονται αθώοι, πολλοί κατηγορούνται και καταδικάζονται άδικα και περνούν δεκαετίες στη φυλακή για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν.

Κάποιοι εκτελούνται κιόλας ενώ είναι αθώοι.

Λοιπόν, αν δημιουργήσουμε ένα σύστημα υποστηρικτικό και θεραπευτικό, αυτομάτως αποκλείεται η πιθανότητα να καταστραφούν οι ζωές των αθώων ανθρώπων. Χρειάζεται να σκεφτούμε εκτός πλαισίου, να είμαστε τολμηροί και οραματιστές. Πραγματικά νομίζω πως πρέπει να κινηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση της συναινετικής αστυνόμευσης αν θέλουμε μια αλλαγή με ουσιαστικό αντίκτυπο.

Σκέφτομαι ότι για να επανιδρύσουμε την αστυνομία θα πρέπει μάλλον να επανιδρύσουμε κι άλλους θεσμούς, γιατί ο κάθε θεσμός δε λειτουργεί σε κενό, είναι διασυνδεδεμένος με ένα ολόκληρο σύστημα αξιών στην κοινωνία. Και τελικά καταλήγουμε ότι πρέπει να ασκηθεί πίεση από τα κάτω, γιατί μόνο από κει μπορεί να έλθει η αλλαγή, σωστά;

Ναι, χρειάζεται να αλλάξουν κι άλλοι θεσμοί, όπως πχ το εκπαιδευτικό σύστημα στις ΗΠΑ. Το φαινόμενο της αλυσίδας σχολείο-φυλακή λέει πολλά για το πώς τα σχολεία έχουν γίνει ποικιλοτρόπως βραχίονας του ποινικού συστήματος, αφού πολύ συχνά απευθύνονται στην αστυνομία για να λύσουν προβλήματα τα οποία έπρεπε να επιλύονται μέσα στη σχολική μονάδα. Τα σχολεία στις ΗΠΑ φοβούνται επίσης μην τους ασκηθεί καμιά μήνυση, κι έτσι τείνουν να καλούν την αστυνομία όταν προκύπτουν προβλήματα, ενώ εκείνα νίπτουν τας χείρας τους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στους μαθητές. Βλέπεις πώς το ταξικό και το φυλετικό ζήτημα υπεισέρχεται κι εδώ, έτσι; Το λέω επειδή όποτε ένας μαθητής από μεσαία ή ανώτερη τάξη εμπλέκεται, πχ, σε έναν καβγά με άλλους μαθητές, όταν έλθει η αστυνομία, οι γονείς του έχουν τα μέσα να προσλάβουν δικηγόρους, να απειλήσουν, να μηνύσουν το σχολείο, να απευθυνθούν στον Τύπο, να ακουστούν, να φανούν αξιόπιστοι, και να πάρουν τα αποτελέσματα που θέλουν. Από την άλλη, ένας μαθητής που μεγαλώνει σε μια μονογονεϊκή οικογένεια, συνήθως με μια μητέρα, ένα γονέα που εργάζεται μέρα-νύχτα για να τα βγάλει πέρα, που ίσως δεν έχει λάβει ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση, μάλλον δεν θα έχει την ίδια τύχη. Κι έτσι αυτός ο μαθητής ή η μαθήτρια, μπορεί να συλληφθεί, να καταδικαστεί, να σταλεί στη φυλακή ανηλίκων ή κι αν δεν συλληφθεί, να αποβληθεί από το σχολείο. Μέχρι όμως να βρει νέο σχολείο, κι αυτό μπορεί να πάρει μήνες, θα μείνει χωρίς επίβλεψη, θα γυρίζει απο δω κι από κει. Ετσι μπορεί να ξεκινήσει ένας φαύλος κύκλος που παγιδεύει τα παιδιά και αυξάνει την πιθανότητα να έχουν παραβατική συμπεριφορά και ως ενήλικες. Είναι μια τρομακτική πραγματικότητα, να θεωρείται η επέμβαση της αστυνομίας ως η ενδεδειγμένη λύση για κάτι που θα μπορούσε να επιλύσει το σχολείο! Πολλά παιδιά έχουν πολύ διαφορετικά βιώματα, έχουν αντιμετωπίσει μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες, και ίσως δεν έχουν τα ίδια κοινωνικά ή πολιτισμικά εφόδια με πιο προνομιούχους μαθητές. Οι δάσκαλοι, το προσωπικό και η διοίκηση της σχολικής κοινότητας δεν μπορούν να υποθέτουν ότι όλοι οι μαθητές γνωρίζουν πώς να συμπεριφέρονται σε διάφορες κοινωνικές περιστάσεις μέσα στο σχολείο. Και θα έπρεπε να είναι δουλειά του σχολείου να βοηθά τους μαθητές και τις μαθήτριες να αποκτήσουν εκείνο το κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο που τους χρειάζεται για να πετύχουν στη ζωή τους, αντί να περιμένουν από τους μαθητές και τις μαθήτριες να παραβούν πρώτα τους σχολικούς κανόνες και μετά εκείνοι να αποκριθούν με επιθετικότητα, καλώντας την αστυνομία. Αυτό σπρώχνει τελικά τους μαθητές σε ένα δρόμο που έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή τους.

Marilyn, σε ευχαριστώ θερμά για το χρόνο σου και τη διάθεση να μας μιλήσεις για όλα αυτά.

Κι εγώ ευχαριστώ!

Οι φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ευγενικά από τη Marilyn Corsianos. Εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα βίντεο τεσσάρων λεπτών όπου η Corsianos και ο συνεργάτης της Dr. Walter S. DeKeseredy παρουσιάζουν (στα αγγλικά) το βιβλίο τους «Violence against women in pornography» («Η βία εναντίον γυναικών στη βιομηχανία της ποργογραφίας»).